Skip to main content

Πού οφείλεται και πόσο θα κρατήσει η κούρσα του S&P 500

Από την έντυπη έκδοση

Των Νατάσας Στασινού και Αγγελικής Κοτσοβού

Για πρώτη φορά στην ιστορία του ο S&P 500, ο πλέον αντιπροσωπευτικός δείκτης των αμερικανικών μετοχών, κινείται πάνω από το όριο των 2.500 μονάδων, έχοντας καταρρίψει το ρεκόρ κλεισίματος 32 φορές μέσα στο 2017. Εμπόδιο στην άνοδό του δεν έχουν σταθεί ούτε τα κατώτερα των προσδοκιών στοιχεία για την ανάπτυξη της κορυφαίας οικονομίας του πλανήτη, ούτε η κλιμάκωση του γεωπολιτικού ρίσκου με τις προκλήσεις της Βόρειας Κορέας. Η εντυπωσιακή κούρσα του S&P 500, όμως, δεν άρχισε στις αρχές του έτους ή τον περασμένο Νοέμβριο, όταν η αμερικανική κάλπη έβγαλε πρόεδρο τον «γενναιόδωρο» απέναντι στις επιχειρήσεις Ντόναλντ Τραμπ, αλλά πριν από 8,5 χρόνια.

Ήταν 9 Μαρτίου του 2009 όταν ο δείκτης «βούτηξε» στο ιστορικό ναδίρ του, καθώς ο χρηματοπιστωτικός κλάδος δεν είχε ακόμη συνέλθει από την κατάρρευση της Lehman Brothers και οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη παρέμεναν παγιδευμένες σε ύφεση. Έκτοτε άρχισε μία εντυπωσιακή ανάκαμψη διαρκείας, κατά την οποία ο δείκτης σκαρφάλωσε 1.800 μονάδες. Αυτές αντιστοιχούν σε άνοδο της τάξης του 269% και έχουν προσθέσει στην αξία των αμερικανικών μετοχών 20 τρισ. δολάρια. Πρόκειται για το δεύτερο μακροβιότερο ράλι στην ιστορία της αμερικανικής αγοράς και το τρίτο πιο δυναμικό όλων των εποχών.

Τα πρωτεία κρατάει το ράλι της περιόδου 1990-2000. Η δεκαετία εκείνη προσέφερε στους επενδυτές κέρδη άνω του 400%, αλλά ολοκληρώθηκε με ένα μεγάλο «μπαμ». Έσπασε η φούσκα dot.com, με τις τεχνολογικές μετοχές να καταρρέουν συμπαρασύροντας το σύνολο της αγοράς στα τάρταρα. Το δεύτερο πιο δυναμικό ράλι, αλλά πιο σύντομο σε διάρκεια, ήταν εκείνο της περιόδου 1932-1937, κατά την οποία ο S&P 500 έκανε άλμα περίπου 320%, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Την πρώτη πεντάδα των πιο εντυπωσιακών bull runs στην ιστορία της Wall Street συμπληρώνουν εκείνο της περιόδου 1949-1956, κατά το οποίο ο αμερικανικός δείκτης ενισχύθηκε 266%, και της εξαετίας 1982-1987 κατά την οποία είχε κέρδη περίπου 230%.

Στο ράλι των τελευταίων 8,5 ετών, ωστόσο, υπάρχει ένα στοιχείο που προκαλεί ερωτηματικά. Οι επενδυτές έχουν αποσύρει από τον Μάρτιο του 2009 έως σήμερα περισσότερα από 200 δισ. δολάρια από τα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των Bloomberg και Investment Company Institute. Αυτό σημαίνει ότι δεν επικρατεί στην αγορά το κλίμα του ξέφρενου ενθουσιασμού και της ανεξέλεγκτης ευφορίας που χαρακτήρισε τη δεκαετία του ’90. Πώς λοιπόν έχουμε συνεχή άνοδο; Ποιος είναι εκείνος που αγοράζει τις αμερικανικές μετοχές; Πέρα από τους θεσμικούς επενδυτές, που διατηρούν σταθερή την ψήφο εμπιστοσύνης τους σε αυτές, είναι οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Στο διάστημα αυτό έχουν διαθέσει περισσότερα από 3 τρισ. δολάρια για επαναγορά ιδίων μετοχών, καθώς οι διοικήσεις δέχονται εντεινόμενες πιέσεις για επιστροφή ρευστού στους μετόχους των εταιρειών. Πρόκειται για μία τάση που αναμένεται να έχει συνέχεια και την επόμενη χρονιά.

Με ή χωρίς ευφορία, τα αλλεπάλληλα ρεκόρ του S&P 500 έχουν οδηγήσει τις αποτιμήσεις των μετοχών του στα ύψη. Αυτή τη στιγμή η αναλογία μετοχικών τιμών προς εκτιμώμενα κέρδη των εταιρειών (P/E) είναι στο 19 προς 1 – στα υψηλότερα επίπεδα από την εποχή του dot.com. Οι υψηλές αποτιμήσεις έχουν οδηγήσει μερίδα αναλυτών και ορισμένους αξιωματούχους της Federal Reserve να κρούσουν αρκετές φορές στην τελευταία διετία τον κώδωνα του κινδύνου για διόρθωση. Μέχρι στιγμής έχουν διαψευστεί. Έχουν περάσει 440 ημέρες χωρίς ο δείκτης να έχει σημειώσει συνεχή πτώση της τάξης τουλάχιστον του 5%, στο πιο εντυπωσιακό σερί των τελευταίων 20 ετών. Οι τελευταίες μεγάλες αναταράξεις ήρθαν την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου του 2016, μετά το απροσδόκητο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για το Brexit.

Απροσδόκητο ήταν και το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών τον ίδιο χρόνο. Ωστόσο, όχι μόνο δεν τάραξε τις αγορές, αλλά έδωσε εντυπωσιακή ώθηση στους δείκτες, χάρη στις υψηλές προσδοκίες για τεράστιες επενδύσεις σε έργα υποδομών και άνευ προηγουμένου φοροελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις από τη νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.