Του Κώστα Ιωαννίδη
[email protected]
Μια προσέγγιση για το μέλλον της αθηναϊκής αγοράς στο 2022 έχει νόημα, αν έχει ως βάση όσα έγιναν στο 2021, με τις αποδόσεις δεικτών και μετοχών να μη δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της δυναμικής του.
Η λήξη του χρηματιστηριακού έτους βρήκε τον Γενικό Δείκτη με ετήσια κέρδη 10,43% και τον Τραπεζικό Δείκτη με κέρδη 10,78%. Από τις μετοχές του ταμπλό, 115 σημείωσαν άνοδο έναντι 34 τίτλων που σημείωσαν απώλειες, ενώ 17 εταιρείες σημείωσαν επιδόσεις που ξεπέρασαν το +80%. Το 2021 ήταν η σειρά της Intralot να αναδειχθεί «μετοχή της χρονιάς» με απόδοση 340,63%, δικαιώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι οι μεγάλες αποδόσεις θα συνεχίσουν να βγαίνουν από μετοχές εκτός υψηλής κεφαλαιοποίησης.
Από συναλλακτικής πλευράς, η μέση αξία των συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 71,2 εκατ. ευρώ έναντι 64,5 εκατ. ευρώ το 2020, σημειώνοντας αύξηση κατά 10,4%, εξέλιξη που οφείλεται στις αυξημένες συναλλαγές κατά την περίοδο των μεγάλων ΑΜΚ του έτους (της Τράπεζας Πειραιώς, της Alpha Bank και της ΔΕΗ), σύμφωνα με την ανάλυση του δ/ντή Επενδύσεων της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ Δημήτρη Τζάνα. Ωστόσο, η γεύση που άφησαν οι συναλλαγές της χρονιάς που πέρασε ήταν πικρή, κατά την εκτίμησή του. Δεν είναι υπερβολή αν λεχθεί ότι το τέλος του 2021 βρήκε το ελληνικό Χρηματιστήριο να παρουσιάζει σοβαρό υπαρξιακό πρόβλημα, οδηγώντας αρκετούς στην εκτίμηση ότι είναι επιτακτική η ανάγκη εφαρμογής ειδικού σχεδίου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν όλες οι παθογένειες και τελικά να αναβαθμιστεί ο θεσμός, για να επιτελέσει τους σκοπούς του.
Στα παραπάνω συνέβαλαν τα δύο πρόσωπα της αγοράς στο 2021. Από την αρχή του έτους έως το τέλος του Απριλίου αρχές Μαΐου, η Αθήνα παρακολούθησε την άνοδο των διεθνών αγορών με κεντρικό πυλώνα τον τραπεζικό κλάδο. Ο ΔΤΡ στις 5/5/21 κορύφωσε στις 624 μονάδες και από τότε δεν ξεπέρασε τις 600 μονάδες, παρά μόνο ελαφρά σε πέντε συνεδριάσεις έως το τέλος της χρονιάς – σε μια σύνοδο του Ιουνίου και σε τέσσερις του Νοεμβρίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αγορά επί ένα οκτάμηνο να συσσωρεύει και στο τέλος να διαψεύδει τους συγκρατημένα αισιόδοξους, καθώς η λήξη των συναλλαγών βρήκε τον Γενικό Δείκτη χαμηλότερα των 1.000 μονάδων, που προέβλεπαν πολλοί, αλλά και χαμηλότερα των 900 μονάδων, που ήταν και το ελάχιστο ζητούμενο.
Οι απόψεις για την επίδοση της αγοράς διίστανται, καθώς σύμφωνα με τη Merit Sec. που βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο: «Το Χρηματιστήριο Αθηνών πέτυχε, μετά από πολλά χρόνια, τον κύριο σκοπό του που είναι η άντληση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις. Το 2021 ήταν χρονιά ρεκόρ, καθώς οι εταιρείες άντλησαν 9,7 δισ. ευρώ είτε μέσω Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου (3,7 δισ. ευρώ), ή μέσω της έκδοσης εισηγμένων στο Χ.Α., ή μη, ομολόγων (6 δισ. ευρώ). Παρά το γεγονός ότι οι καταθέσεις του τραπεζικού συστήματος αυξήθηκαν κατά 12,4 δισ. ευρώ στο πρώτο 11μηνο του έτους, οι ιδιώτες επενδυτές προτίμησαν πιο ασφαλείς επενδύσεις όπως οι ομολογιακές εκδόσεις και τα Αμοιβαία Κεφάλαια. Σε αυτά απέδωσαν την απουσία από το Χ.Α. της απαραίτητης ρευστότητας, ώστε να κινηθεί σύμφωνα με τις Διεθνείς Αγορές και να ξεπεράσει την ισχυρή αντίσταση των 900 – 920 μονάδων».
Ο Νικόλας Πετράκης, της Whitetip Investments ΑΕΠΕΥ, αναγνώρισε ότι διαγραμματικά ο Γενικός Δείκτης επανήλθε στα προ πανδημικά επίπεδα, μετά από ένα εντυπωσιακό ράλι στους τέσσερις πρώτους μήνες του έτους. Αλλά από τον Απρίλιο και έπειτα, η Αγορά διατηρήθηκε σταθερά εντός ενός στενού εύρους συσσώρευσης (830 – 930 μονάδων), αδυνατώντας να πάρει κατεύθυνση.
Αυτή η συσσώρευση αποτελεί και τη μεγαλύτερη των τελευταίων 10 ετών τουλάχιστον, με τη θεωρία να επιβάλλει έντονη κίνηση μετά την αναπόφευκτη διάσπασή της. Για το 2022 σημείωσε: «Το 2022 ξεκινά με αρκετούς ‘πονοκεφάλους’, που όπως όλα δείχνουν θα μας απασχολήσουν για αρκετούς μήνες ακόμα. Η αβεβαιότητα σχετικά με το πότε θα τελειώσει η ενεργειακή κρίση και οι ανατιμήσεις, η εξέλιξη της πανδημίας, μετά την έλευση της μετάλλαξης “Όμικρον” και τα νέα περιοριστικά μέτρα, οι αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, φαίνεται να δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες του νέου έτους».
Βελτίωση ποιοτικών χαρακτηριστικών
Υπάρχουν ωστόσο και ποιοτικά χαρακτηριστικά που χρειάζονται βελτίωση στο ελληνικό Χρηματιστήριο. Από τον Ιούλιο ο Μάνος Χατζηδάκης, υπεύθυνος του τμήματος ανάλυσης της Beta Sec, εξέφρασε ένα βαθύτερο προβληματισμό υποβάλλοντας ένα ρητορικό ερώτημα: Τι θα γινόταν αν το Χρηματιστήριο επανεξέταζε όλους τους φακέλους των εταιρειών για την είσοδό τους σε αυτό; Από τις 157 εταιρείες, πόσες θα περνούσαν το κατώφλι της Κύριας Αγοράς, με βάση τα κριτήρια που έχει θέσει το Χρηματιστήριο; Πρακτικά μιλάμε για την πλήρωση των βασικών προϋποθέσεων εισαγωγής που αφορούν τρεις κλεισμένες χρήσεις, την καθαρή θέση, τη λειτουργική κερδοφορία και την ελεύθερη διασπορά. Οι εισηγμένες, που έχουν λειτουργικά κέρδη αθροιστικά άνω των 3 εκατ. ευρώ και θετικά λειτουργικά αποτελέσματα τις δύο τελευταίες χρήσεις, κατεβάζουν τον αριθμό των εταιρειών στις 84. Το Χρηματιστήριο «ζητάει» ελάχιστη διασπορά 25%, ή 15% για εταιρείες που έχουν μεγάλο μέγεθος. Από την κατάταξη 14 εταιρείες βγαίνουν εκτός λίστας. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ποιότητα των εισηγμένων, με βάση τα κριτήρια εισαγωγής, δείχνει σημάδια επιδείνωσης. Ζητούμενο κατά τον Μάνο Χατζηδάκη, από το γεγονός ότι το μισό ταμπλό του Χ.Α. παρουσιάζει «αστοχίες», είναι να επισπευσθούν οι ενέργειες ανανέωσής του.