Skip to main content

«Στα σκαριά» η πρόωρη μερική εξόφληση του δανείου προς ΔΝΤ

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Στην επίσημη υποβολή του αιτήματος για την πρόωρη μερική αποπληρωμή του δανείου προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προσανατολίζεται η κυβέρνηση, ώστε να δοθεί συνέχεια στις «καλές ειδήσεις» μετά και την πλήρη άρση των capital controls. Το θέμα είναι πολύ πιθανό να συζητηθεί στη συνεδρίαση του Eurogroup της 13ης Σεπτεμβρίου, καθώς απαιτείται η έγκριση του συγκεκριμένου οργάνου προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία.

Η δε συνεχιζόμενη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων -και χθες καταγράφηκε νέο ιστορικό χαμηλό, με την απόδοση του 10ετούς να υποχωρεί κατά 5,5%, στο 1,728%- έχει ανοίξει εκ νέου τη συζήτηση περί πιθανής νέας εξόδου της Ελλάδας στις αγορές των ομολόγων. Τα θετικά και τα αρνητικά σταθμίζονται από τους αρμόδιους προκειμένου να ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις.

Στην κυβέρνηση αλλά και στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θέλουν οι εγκρίσεις να δοθούν το αργότερο μέχρι τον Οκτώβριο ώστε το ποσό να καταβληθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Απαιτούνται περίπου τρία δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία θα αντληθούν από το μαξιλάρι ασφαλείας.

Στο τραπέζι υπάρχει τώρα και το σενάριο να οργανωθεί μια ακόμη έξοδος στην αγορά με ένα νέο ομόλογο, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ένα μέρος του απαιτούμενου ποσού, ωστόσο στο οικονομικό επιτελείο επικρατεί προβληματισμός για το αν θα πρέπει να καταφύγει και πάλι στις αγορές ο ΟΔΔΗΧ μέσα στο έτος προκειμένου να μη σταλεί λάθος μήνυμα στις αγορές. Πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό; Αν υπέθεταν οι αγορές ότι η ελληνική πλευρά υποστηρίζει από τη μια ότι δεν έχει ανάγκη νέας ρευστότητας αλλά από την άλλη σπεύδει και πάλι στις αγορές για να εκμεταλλευτεί την τρέχουσα συγκυρία με τις χαμηλές αποδόσεις των ομολόγων, οι οποίες συνεχίζουν να καταγράφουν το ένα ιστορικό χαμηλό μετά το άλλο.

Στην κυβέρνηση θέλουν να υπάρξει συνέχεια στις θετικές ειδήσεις μετά την πλήρη άρση των capital controls, κυρίως σε θέματα με αυξημένο δείκτη βαρύτητας για τις αγορές. Τα υποψήφια «μέτωπα» από τα οποία μπορούν να υπάρξουν αυτές οι ειδήσεις είναι η αποπληρωμή του δανείου στο ΔΝΤ (λόγω της θετικής επίπτωσης στο χρέος και στην ετήσια δαπάνη για τόκους), η έγκριση του σχεδίου του ΤΧΣ για τα «κόκκινα δάνεια» των τραπεζών, αλλά και η προώθηση των μεγάλων επενδύσεων μέχρι το τέλος του χρόνου με έμφαση στο Ελληνικό. 

Καθυστέρηση

Η πρόωρη αποπληρωμή μέρους της οφειλής του ΔΝΤ είχε δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, ωστόσο το επίσημο αίτημα δεν κατατέθηκε λόγω και της προκήρυξης των εθνικών εκλογών. Αρμόδιες πηγές υποστηρίζουν ότι το ζητούμενο είναι η διαδικασία να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Επειδή όμως απαιτούνται τεχνικές διαδικασίες που θα κρατήσουν τουλάχιστον δύο μήνες, το «πράσινο φως» θα πρέπει να ανάψει στη συνεδρίαση του επόμενου Eurogroup ή (το αργότερο) σε αυτήν του Οκτωβρίου. Υπέρ του ελληνικού αιτήματος είχε ταχθεί ανοικτά ο Κλάους Ρέγκλινγκ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενώ θετική είναι η γνώμη και της Κομισιόν. Ωστόσο, προεκλογικά, η θετική απάντηση από την πλευρά των θεσμών είχε συνδεθεί με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων αλλά και την εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων.

Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας για το ακριβό τμήμα της οφειλής της Ελλάδας προς το ΔΝΤ ανέρχεται σε 5%. Έτσι, θα απαλλαγεί από ένα πολύ ακριβό κομμάτι χρέους διαθέτοντας μέρος του αποθεματικού το οποίο έχει κόστος χαμηλότερο του 2% για την Ελλάδα. 

Έντοκα γραμμάτια

Το ποσό του 1,137 δισ. ευρώ άντλησε ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους μέσω της έκδοσης εντόκων γραμματίων εξάμηνης διάρκειας. Το επιτόκιο διαμορφώθηκε στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 0,15%. Το δημοπρατούμενο ποσό ήταν 875 εκατ. ευρώ. Ωστόσο ο ΟΔΔΗΧ δέχτηκε προσφορές συνολικού ύψους 1,536 δισ. ευρώ. Έτσι, ο συντελεστής διαμορφώθηκε στο 1,76. Στις 31 Ιουλίου, οπότε και εκδόθηκαν ξανά έντοκα γραμμάτια εξάμηνης διάρκειας, το δημοπρατούμενο ποσό είχε φτάσει στα 625 εκατ. ευρώ, αλλά το ύψος των προσφορών ήταν στο 1,567 δισ. ευρώ. Έτσι, ο συντελεστής κάλυψης είχε διαμορφωθεί στο 2,51 με το συνολικό ποσό που είχε γίνει αποδεκτό να διαμορφώνεται στα 812,5 εκατ. ευρώ. Όσον αφορά την απόδοση, είχε διαμορφωθεί και πάλι στο 0,15%.

Το απόθεμα των εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου παραμένει κοντά στα 15 δισ. ευρώ και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους είχε θέσει ως στόχο τη μείωση αυτού του αποθέματος. Ο λόγος είναι πολύ συγκεκριμένος: να μην βρεθεί σε δύσκολη θέση ο ΟΔΔΗΧ σε περίπτωση απότομης ανόδου των επιτοκίων. Βέβαια, στην παρούσα χρονική συγκυρία με την τάση των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας να είναι έντονα πτωτική, τέτοιος κίνδυνος δεν φαίνεται να υπάρχει. Έτσι, με το που θα ολοκληρωθεί ένας κύκλος ανανέωσης των εντόκων γραμματίων, το κόστος δανεισμού για τη χώρα μέσω των εντόκων γραμματίων θα είναι σχεδόν μηδενικό.

Τα υπέρ και τα κατά μιας νέας εξόδου

Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα υπέρ μιας νέας εξόδου στις αγορές:

1. Να αυξηθεί το τμήμα του ελληνικού χρέους που θεωρείται «εμπορεύσιμο». Αυτή τη στιγμή μπορεί τα δάνεια εκτός του λεγόμενου επίσημου τομέα (ΔΝΤ, ESM) να ανέρχονται στα 60 δισ. ευρώ, ωστόσο συναλλαγές γίνονται μόνο επί του τμήματος του χρέους συνολικού ύψους 30 δισ. ευρώ. Η έκδοση ενός νέου ομολόγου θα οδηγούσε στην αύξηση αυτού του ποσού.

2. Να μην υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσα σε δύο εκδόσεις ελληνικών ομολόγων, ώστε η Ελλάδα να δηλώνει συνέχεια το «παρών».

Από την άλλη, υπάρχουν και συγκεκριμένα επιχειρήματα κατά της έκδοσης ενός νέου ομολόγου μέσα στο έτος.

1. Η Ελλάδα έχει ήδη αντλήσει το ποσό που είχε ανακοινώσει στις αγορές ότι θέλει για την κάλυψη των φετινών αναγκών. Για την ακρίβεια, έχει ξεπεραστεί κατά 500 εκατ. ευρώ το ανώτατο όριο των επτά δισ. ευρώ που είχε τεθεί. Εκτιμάται ότι στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία πρέπει να υπάρχει συνέπεια λόγων και έργων. 

2. Ένας από τους λόγους για τους οποίους υποχωρούν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι και το γεγονός ότι οι αγορές γνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη νέου δανεισμού. Το αποθεματικό παραμένει σχεδόν ακέραιο, ενώ οι δανειακές ανάγκες της επόμενης χρονιάς περιορίζονται στα μόλις 5 δισ. ευρώ. Υπό αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε να παρερμηνευτεί μια εσπευσμένη έξοδος, καθώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως προσπάθεια εκμετάλλευσης της τρέχουσας συγκυρίας των χαμηλών αποδόσεων που επικρατούν στην αγορά.