Εκτενή συνέντευξη στην γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt έδωσε ο υπουργός Οικονομικών ενόψει της επίσκεψης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Βερολίνο. Ο Χρήστος Σταϊκούρας υπογραμμίζει ότι η πλήρης άρση των capital controls απομακρύνει έναν παράγοντα αβεβαιότητας, αναγνωρίζει τους εξωτερικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία, όπως και ότι δεν υπάρχουν «μαγικές λύσεις». Ξεκαθαρίζει ότι η κυβέρνηση θα τηρήσει τις δεσμεύσεις έναντι των πιστωτών, αλλά και επαναλαμβάνει ότι η κυβέρνηση θα δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες, που θα επιτρέψουν να πέσει ο πήχης για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Στην ερώτηση της Handelsblatt ποιές είναι οι δικές του προσδοκίες από την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην καγκελαρία, ο υπουργός Οικονομικών απαντά ως εξής: «Προσδοκώ ότι στις συνομιλίες μας με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και τον αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς θα ενισχυθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη μας. Επίσης, πιστεύω ότι η επίσκεψη θα μας βοηθήσει να βρούμε κοινές λύσεις για τη μελλοντική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης».
Αναφερόμενος στην απόφαση της κυβέρνησης να αρθούν πλήρως οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων από 1ης Σεπτεμβρίου, ο υπουργός Οικονομικών επισημαίνει: «Οι περιορισμοί είχαν επιβληθεί τον Ιούλιο του 2015 σε μία χαώδη κατάσταση, την οποία προκάλεσε η τότε κυβέρνηση με την ανεύθυνη και περιπετειώδη τακτική διαπραγμάτευσης που ακολουθούσε απέναντι στους πιστωτές. Η άρση τους είναι μία από τις εκκρεμείς υποθέσεις που μας κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Εξαλείφουμε έναν παράγοντα αβεβαιότητας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την οικονομία».
Όσο για τον εάν έχει παρέλθει οριστικά η κρίση στην Ελλάδα, ο Χρήστος Σταϊκούρας αναφέρει: «Η Ελλάδα αφήνει πίσω της μία μακρά περίοδο οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας. Πρέπει να συνεχίσουμε, με πλήρη επίγνωση του ότι δεν υπάρχουν ούτε μαγικές, ούτε απλές λύσεις».
Είναι όμως έτοιμη η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο ύφεσης που διαφαίνεται πλέον στην Ευρώπη; Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών «το διεθνές περιβάλλον είναι πολύ άστατο. Οι γεωπολιτικές συγκυρίες, ο προστατευτισμός, οι ροές στις αγορές κεφαλαίων- όλα αυτά αποπνέουν αβεβαιότητα. Ο κίνδυνος ύφεσης είναι υπαρκτός. Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα εξαρτώνται από τη διάρκεια της ύφεσης και από την ανάπτυξη στις οικονομικά ισχυρές χώρες».
Στόχος οι υψηλοί δείκτες ανάπτυξης
Η προεκλογική εξαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι θα διαπραγματευθεί χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για την τόνωση της ανάπτυξης στην Ελλάδα είχε θορυβήσει πολλούς στη Γερμανία. Ο δημοσιογράφος της Handelsblatt ρωτάει ευθέως τον υπουργό Οικονομικών, εάν στο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2020 θα τηρήσει τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ που έχει συμφωνηθεί με τους πιστωτές. Η απάντηση: «Αυτή η κυβέρνηση αποδέχεται τις υποχρεώσεις που έχει συνάψει η χώρα μας με τους εταίρους και χρηματοδότες της».
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνει ο υπουργός Οικονομικών, η ελληνική κυβέρνηση «θα δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις ανάπτυξης, οι οποίες θα μας επιτρέψουν να μειώσουμε το πρωτογενές πλεόνασμα. Είμαστε σε συζητήσεις γι αυτούς τους πιο ρεαλιστικούς στόχους. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αξιοπιστία αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στην παρούσα φάση».
Ερωτήματα προκαλεί και η προεκλογική εξαγγελία για ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3% ετησίως, σημειώνει η γερμανική εφημερίδα. Ο υπουργός Οικονομικών δηλώνει ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θέλει να επιτύχει αυτόν τον στόχο «με το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο. Σε αυτό περιλαμβάνονται η φορολογική μεταρρύθμιση, αλλά και μία πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, βιώσιμα κρατικά έσοδα και ένας υγιής τραπεζικός τομέας. Μετά το αρνητικό σπιράλ της κρίσης θέλουμε να επαναφέρουμε την οικονομία σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης με την προώθηση σημαντικών επενδύσεων, ιδιωτικοποιήσεις, κρατικές επενδύσεις σε υποδομές και στήριξη της υγιούς ιδιωτικής επιχειρηματικότητας».
Αλλά πότε θα έχουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα; Σύμφωνα με τον Χρήστο Σταϊκούρα «είναι ήδη ορατές οι πρώτες θετικές ενδείξεις. Το οικονομικό κλίμα όχι μόνο είναι στα καλύτερα επίπεδα από το 2008, αλλά ο σχετικός δείκτης κινείται πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 15 ετών».
Πηγή: Deutsche Welle