Skip to main content

Times: Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος…

Η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα την περασμένη εβδομάδα ήταν μία στιγμή-ορόσημο για τη χώρα. Παραταύτα, σχολιάζει στους βρετανικούς «Times» ο Σάιμον Νίξον, ειδικός σε ευρωπαϊκά θέματα, αν και Κομισιόν και ελληνική κυβέρνηση προσπάθησαν να επικεντρωθούν στα θετικά της εξόδου, είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι όλη η διαδικασία υπήρξε επιτυχής. Επιχειρώντας μία αναδρομή από την αρχή του «έπους» έως τις 20 Αυγούστου, ο Νίξον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος της, αλλά η αδυναμία του κράτους να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις.

Αν και τα δημοσιονομικά της Ελλάδας έχουν αποκατασταθεί, με τον προϋπολογισμό να παρουσιάζει υγιές πλεόνασμα, την ανάπτυξη να προβλέπεται στο 2,4% για φέτος, αλλά την ανεργία να παραμένει κοντά στο 20% και ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά στα όρια της φτώχειας να έχει αυξηθεί κατά οκτώ μονάδες συγκριτικά με τα προ κρίσης επίπεδα. Αν όμως οι επιτυχίες του προγράμματος ήταν σπάνιες, τότε που οφείλονται οι αποτυχίες;

Μία κοινή απάντηση, επισημαίνει ο Νίξον, είναι πως η Ελλάδα έπεσε θύμα ξένων δυνάμεων, μία Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκφοβίζει, μίας ιδεολογικά καθοδηγούμενης νεοφιλελεύθερης παγκόσμιας πολιτικής ελίτ που επέβαλε εξαντλητική λιτότητα σε μια πτωχευμένη χώρα, ενός  χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που ασχολείται περισσότερο με τη θωράκιση από τις δικές του άχρηστες επενδυτικές αποφάσεις παρά με τον αντίκτυπο των αποφάσεών του στους απλούς ανθρώπους.

Τα αφηγήματα αυτά ωστόσο είναι προβληματικά είναι εσφαλμένα. Εάν η Ελλάδα ήταν στα αλήθεια θύμα των ξένων δυνάμεων, είναι πρωτίστως εκείνα τα άτομα, που χρησιμοποίησαν τη χώρα ως όχημα για να δώσουν τις δικές τους μάχες, αντί να εστιάσουν στα βαθιά ριζωμένα διαρθρωτικά προβλήματα, υπογραμμίζει ο Νίξον.

Η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν πεδίο ιδεολογικών μαχών και τις προηγούμενες δεκαετίες αυτό υιοθετήθηκε τόσο από Αμερικανούς φιλελεύθερους οικονομολόγους στη μάχη τους εναντίον του συντηρητικού αμερικανικού κινήματος Tea Party για τη λιτότητα, καθώς και από τους Βρετανούς ευρωσκεπτικιστές στη σταυροφορία τους να καταστρέψουν την Ε.Ε.

Οι ομάδες αυτές γνώριζαν ή ενδιαφέρονταν ελάχιστα για την Ελλάδα, αλλά δημιούργησαν μια ανεπίσημη συμμαχία με τους λαϊκιστές ριζοσπαστικούς αριστερούς της χώρας – ένα σημείο που αναγνώρισε ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο πρώην υπουργός Οικονομικών, ο οποίος επέλεξε να ασχοληθεί με την ελληνική κρίση στις αρχές του 2015, με μια συνάντηση με τον Αμερικανό πρώην υπουργό Οικονομικών Λάρι Σάμερς ΥΠΟΙΚ όπου συμφώνησαν να συνεργαστούν παρότι είχαν λίγα κοινά πολιτικά. Ασφαλώς, το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ του Μαρξιστή Βαρουφάκη και των Βρετανών ευρωσκεπτικιστών συμμάχων του ήταν ακόμη μεγαλύτερο.

Το αποτέλεσμα ήταν να εστιάσουν στην ελληνική συζήτηση για τη λιτότητα, κάτι το οποίο ταίριαζε στον Βαρουφάκη αλλά ήταν σχεδόν εντελώς ψευδές, όπως απέδειξαν οι ισχυρές ανακάμψεις στην Ισπανία, την Ιρλανδία, τις χώρες της Βαλτικής, το Ηνωμένο Βασίλειο, ακόμη και στις ΗΠΑ.

Η αλήθεια για την Ελλάδα είναι πολύ πιο σύνθετη. Ήταν προφανές από τις πρώτες ημέρες της κρίσης, όταν οι διεθνείς αξιωματούχοι επέστρεψαν από τα ταξίδια τους στην Αθήνα χλωμοί από τα παραμύθια ενός όχι ακόμη σύγχρονου κράτους, με μια τεράστια αλλά εντελώς δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση, χωρίς αποτελεσματικό μηχανισμό για συλλογή φόρων, χωρίς κτηματολόγιο, χωρίς αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία πάνω στα οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια τακτική, μια χώρα της οποίας τα δημοσιοοικονομικά ήταν σε δυσμένεια και της οποίας ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας κυριαρχούνταν από πελατειακές σχέσεις. Όπως το έθεσε ένας απελπισμένος Ευρωπαίος αξιωματούχος στις αρχές του 2012, αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα δεν είναι τόσο μια συμβατική διάσωση από το ΔΝΤ, αλλά ένα πρόγραμμα οικοδόμησης κράτους σε επίπεδο Παγκόσμιας Τράπεζας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν λάθη από την πλευρά της Ε.Ε. στον χειρισμό της Ελλάδας. Όλοι συμφωνούν ότι η διάσωση το 2010 ήταν μία καταστροφή, ακόμη και εάν η αποτυχία να επιτευχθεί ελάφρυνση χρέους στο πτωχευμένο κράτος ήταν κατανοητή, δεδομένων των ευρύτερων συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη. Αλλά αυτά τα λάθη σε μεγάλο βαθμό διορθώθηκαν με τη διάσωση το 2012, η οποία έφερε την μεγαλύτερη διαγραφή χρέους και τη μεγαλύτερη κρατική διάσωση στην ιστορία. 

Για μια μικρή περίοδο το 2014, το πρόγραμμα φαινόταν ότι είχε αποτέλεσμα: η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, η κυβέρνηση ήταν έτοιμη να εκδώσει ομόλογα, οι ξένοι επενδυτές έριχναν δισ. ευρώ κεφαλαίων στις τράπεζες της χώρας, οι επενδύσεις είχαν ανακάμψει.

Εάν η κεντροδεξιά κυβέρνηση τότε είχε καταφέρει να φέρει εις πέρας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που απαιτούσαν οι πιστωτές στο χρεοκοπημένο και υπερβολικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα και σε ένα ανισόρροπο φορολογικό σύστημα, η ιστορία μπορεί να ήταν διαφορετική. Η κυβέρνηση Σαμαρά όμως δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να περάσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις και ήταν υποχρεωμένη να προκηρύξει εκλογές, οι οποίες έφεραν στην εξουσία τη ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και είχαν συνέπεια την απερίσκεπτη βραδύτητα της εξέγερσης του κυρίου Βαρουφάκη. 

Το τζογάρισμά του, που προωθήθηκε από τις βρετανικές και αμερικανικές μαζορέτες του, ότι θα μπορούσε να τρομάξει την ευρωζώνη για να διαγράψει το χρέος της Ελλάδας αφήνοντας παράλληλα ανέπαφα το συνταξιοδοτικό και το φορολογικό σύστημα, έφερε τα capital controls, ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης και μια βαθιά ύφεση από την οποία η χώρα μόλις τώρα ανακάμπτει.

Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα ίσως κηρύξει και πάλι αθέτηση πληρωμών. Αλλά το πραγματικό ζήτημα, όπως και στο παρελθόν, δεν είναι το μέγεθος του χρέους της: αν και το ονομαστικό χρέος είναι πολύ υψηλό, στο 180% του ΑΕΠ, οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας στην επόμενη δεκαετία είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην Ε.Ε., χάρη σε ένα πακέτο μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκε τον Ιούνιο και το οποίο σημαίνει ότι η χώρα δεν έχει μεγάλες πληρωμές τόκων ή αποπληρωμές ομολόγων μέχρι το 2030.

Η πραγματική αποτυχία του ελληνικού προγράμματος είναι ότι παρά τα εννέα χρόνια εντατικής διεθνούς βοήθεια, το ελληνικό δημόσιο σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο δεν έχει μεταρρυθμιστεί, αλλά η πολιτική τάξη δείχνει σημάδια υπαναχώρησης από ό,τι έχει επιτευχθεί, εγείροντας αμφιβολίες για το κατά πόσο θα μπορέσει ποτέ να αναπτυχθεί αφήνοντας πίσω της το χρέος –όχι ότι οι αναξιόπιστοι πρώην σύμμαχοι της Ελλάδας θα νοιαστούν: η προσοχή τους έχει φύγει εδώ και καιρό από την Ελλάδα. 

naftemporiki.gr