Skip to main content

Ποιοι κλάδοι έχουν εξαγωγικό ατού

Από την έντυπη έκδοση

Οι εξαγωγές της χώρας εξειδικεύονται σε κλάδους που χαρακτηρίζονται από χαμηλό ή μέσο τεχνολογικό περιεχόμενο, επισημαίνεται σε ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία επιχειρείται η ανίχνευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των ελληνικών αγαθών.

Ο όρος «συγκριτικό πλεονέκτημα» περιγράφει την ικανότητα μιας χώρας να παράγει ένα προϊόν με μικρότερο κόστος σε σχέση με άλλες. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει μια χώρα καθορίζουν τη διάρθρωση της παραγωγής, τον βαθμό ανταγωνιστικότητας των διαφόρων κλάδων στις διεθνείς αγορές και κατά συνέπεια επηρεάζουν σημαντικά τη διεθνή εξειδίκευσή της. Η χαρτογράφηση των εξαγόμενων προϊόντων μιας χώρας με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα παρέχει τη δυνατότητα σύγκρισης της διάρθρωσης των εξαγωγών της σε σχέση με εκείνη των εμπορικών της εταίρων και εντοπισμού των κλάδων που διαθέτουν καλύτερη ανταγωνιστική θέση στις διεθνείς αγορές (δηλ. μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς) σε σχέση με τις συνολικές εξαγωγές της χώρας.

Αποτελέσματα της ανάλυσης

Τα αποτελέσματα από τον υπολογισμό του δείκτη για το σύνολο της παγκόσμιας αγοράς για την περίοδο 2014-2017, ύστερα από τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών και το άνοιγμα της οικονομίας, δείχνουν ότι συγκριτικό πλεονέκτημα διαθέτουν 26 κλάδοι, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 72% των συνολικών εξαγωγών εκτός καυσίμων. Μάλιστα, οι πρώτοι 10 κλάδοι αντιπροσωπεύουν το 40% των συνολικών εξαγωγών εκτός καυσίμων. Οι περισσότεροι κλάδοι με συγκριτικό πλεονέκτημα αφορούν προϊόντα που χαρακτηρίζονται από χαμηλό ή μεσαίο τεχνολογικό περιεχόμενο, είναι εντάσεως πρώτων υλών και ανήκουν στις ευρείες κατηγορίες των αγροτικών προϊόντων (επεξεργασμένων και μη), μετάλλων, χημικών και πλαστικών. Επίσης παρατηρείται ότι υπάρχουν κλάδοι οι οποίοι την περίοδο μετά το 2009 κατέγραψαν αξιόλογους ρυθμούς ανόδου των εξαγωγών τους, συμβάλλοντας θετικά στην άνοδο των συνολικών εξαγωγών, παρ’όλο που δεν παρουσιάζουν συγκριτικό πλεονέκτημα.

Αφορούν κυρίως ηλεκτρολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό (μηχανές γραφείου και Η/Υ, μηχανήματα κατεργασίας μετάλλων, εξοπλισμό παραγωγής ενέργειας, ηλεκτρικά μηχανήματα και συσκευές). Σημειώνεται επίσης ότι το συγκριτικό «μειονέκτημα» αυτών των κλάδων περιορίζεται ως απόλυτο μέγεθος.

Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με εκείνα της περιόδου πριν από την κρίση (2005-2009), οι μεταβολές που παρατηρούνται τόσο στο μέγεθος της εξειδίκευσης σε συγκεκριμένα προϊόντα όσο και στην κατάταξη των κλάδων είναι περιορισμένες, ενώ οι περιπτώσεις στις οποίες χάνεται το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι ελάχιστες.  Όσον αφορά τα αποτελέσματα για τις αγορές της ζώνης του ευρώ και της ΝΑ Ευρώπης, παρατηρείται επίσης μικρή μόνο διαφοροποίηση. Τα κυριότερα προϊόντα στα οποία εξειδικεύονται οι ελληνικές εξαγωγές δεν διαφέρουν μεταξύ των αγορών. Το ποσοστό των πρώτων 10 κλάδων διαμορφώνεται στο 44% των εξαγωγών εκτός καυσίμων στην αγορά της ζώνης του ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την αγορά της ΝΑ Ευρώπης είναι 32%. Στην αγορά της ΝΑ Ευρώπης ο αριθμός προϊόντων με συγκριτικό πλεονέκτημα (30 προϊόντα) είναι μεγαλύτερος από εκείνον της παγκόσμιας αγοράς (26 προϊόντα) και αντιπροσωπεύει το 82% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών εκτός καυσίμων.

Διάρθρωση και κατάταξη

Για να προσδιοριστεί κατά πόσον η διάρθρωση των εξαγωγών κατά κλάδο αντανακλά πλήρως την κατάταξη των κλάδων με βάση τον δείκτη του αποκαλυφθέντος συγκριτικού πλεονεκτήματος, υπολογίστηκε ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ του δείκτη και του αντίστοιχου ποσοστού συμμετοχής του κλάδου στις συνολικές εξαγωγές.

Η συσχέτιση αυτή φαίνεται να είναι μέτρια και χαρακτηρίζεται από πτωτική τάση από το 2000 έως το 2017, γεγονός που υποδηλώνει μη πλήρη αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας και δικαιολογεί έως έναν βαθμό τα χαμηλά μερίδια των ελληνικών εξαγωγών στη διεθνή αγορά.

Εντούτοις, ο συντελεστής συσχέτισης λαμβάνει διαχρονικά υψηλότερες τιμές για την αγορά της ζώνης του ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι στη ζώνη του ευρώ η διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών προσεγγίζει περισσότερο την κατάταξη των προϊόντων σύμφωνα με τον δείκτη συγκριτικού πλεονεκτήματος. Γι’ αυτό τα μερίδια των ελληνικών εξαγωγών εκτός καυσίμων στην αγορά της ζώνης του ευρώ διαμορφώνονται (με βάση το συγκεκριμένο δείγμα) σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι το συνολικό μερίδιο της χώρας. Στη συνέχεια, για την ποσοτικοποίηση των μεταβολών της εξειδίκευσης των ελληνικών εξαγωγών διαχρονικά και μεταξύ αγορών, κατασκευάστηκε ο δείκτης ανισοκατανομής Gini, ο οποίος στην παρούσα εφαρμογή εκφράζει το κατά πόσον η σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών κατά κλάδο αποκλίνει από τη σύνθεση των παγκόσμιων εξαγωγών. Σημειώνεται ότι ο δείκτης έχει ως κατώτερο όριο το μηδέν όταν δεν υπάρχει απόκλιση.

Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη για τις ελληνικές εξαγωγές, ο βαθμός εξειδίκευσης παρουσίασε μικρή πτωτική τάση μέχρι το 2007, η οποία στη συνέχεια αντιστράφηκε, χωρίς όμως να φθάσει το υψηλό επίπεδο του 2000. Αυτό σημαίνει ότι η σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών έχει πλησιάσει τη σύνθεση των παγκόσμιων εξαγωγών, πιθανώς ως απόκριση στις εξελίξεις της διεθνούς ζήτησης. Επισημαίνεται επίσης ότι οι τιμές του υποδηλώνουν σχετικά μικρότερο βαθμό εξειδίκευσης για την αγορά της ΝΑ Ευρώπης.

Υψηλό μερίδιο στην Ευρωζώνη

Από την ανάλυση των δεικτών του «αποκαλυφθέντος συμμετρικού συγκριτικού πλεονεκτήματος» προκύπτει ότι οι εξαγωγές της χώρας εξειδικεύονται σε κλάδους που χαρακτηρίζονται από χαμηλό ή μέσο τεχνολογικό περιεχόμενο. Η εικόνα αυτή ουσιαστικά διαφοροποιείται σε μικρό βαθμό τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ των διαφόρων αγορών. Παράλληλα, η σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών κατά κλάδο δεν αντανακλά ακριβώς την κατάταξη των κλάδων όπως αυτή προκύπτει από τον δείκτη. Αυτό υποδηλώνει ότι, όσον αφορά τις εξαγωγές, η χώρα δεν εκμεταλλεύεται πλήρως τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, με εξαίρεση τη ζώνη του ευρώ, όπου η διάρθρωση των εξαγωγών σχετίζεται στενότερα με τον δείκτη συγκριτικού πλεονεκτήματος.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διατηρείται το μερίδιο αγοράς στη ζώνη του ευρώ σε σχετικά υψηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο στην παγκόσμια αγορά. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σύνθεση των εξαγωγών κατά κλάδο έχει περιορισμένη και σε μεγάλο βαθμό αρνητική επίδραση στη θέση των ελληνικών εξαγωγών στη διεθνή αγορά. Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου με στροφή σε προϊόντα των οποίων η εξωτερική ζήτηση αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό, έτσι ώστε να ενισχυθεί το μερίδιο αγοράς της χώρας στις διεθνείς αγορές, δεν σημαίνει απαραίτητα την πλήρη απομάκρυνση από τους κλάδους στους οποίους υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Θα πρέπει όμως να συνοδεύεται από την εισαγωγή καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και εμπορίας προϊόντων, που θα προωθεί τη σχετική ανταγωνιστικότητα των εν λόγω κλάδων. Οπωσδήποτε η ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας και επομένως η βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις.