Skip to main content

Σε αναζήτηση «χώρου» για ελαφρύνσεις 1 δισ. ευρώ

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Τον δημοσιονομικό χώρο ώστε να ενσωματώσουν στον προϋπολογισμό του 2020 και άλλες φορολογικές ελαφρύνσεις, πέραν της μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των νομικών προσώπων, αναζητούν στο οικονομικό επιτελείο.

Στόχος είναι να υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε ο πρωθυπουργός να εξαγγείλει από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και μέτρα περαιτέρω ελάφρυνσης των φυσικών προσώπων. Οι οριστικές διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για τον προϋπολογισμό του 2020 θα πραγματοποιηθούν μετά τις 16 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, στην κυβέρνηση ελπίζουν ότι μέχρι τότε τα στοιχεία για την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού αλλά και οι πρώτες ενδείξεις για την πορεία της οικονομίας κατά το β’ εξάμηνο θα βοηθήσουν ώστε να τεκμηριωθεί το επιχείρημα περί διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2020.

Περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ απαιτούνται για να μειωθεί ο συντελεστής φορολόγησης των νομικών προσώπων από το 28% στο 24% ταυτόχρονα με τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των διανεμόμενων κερδών από το 10% στο 5%. Το υπόλοιπο διαθέσιμο ποσό -αν υπάρξει όπως αισιοδοξούν ότι θα συμβεί στην κυβέρνηση- θα χρησιμοποιηθεί είτε για τη θεσμοθέτηση του συντελεστή 9% για τη φορολόγηση των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων έως και τα 10.000 ευρώ από το 2020, είτε για την -έστω και σταδιακή- κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης η οποία από μόνη της βαραίνει τους φορολογούμενους με περισσότερα από 650 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.

Επιχειρήματα

Η κυβέρνηση θα προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς για τον προϋπολογισμό του 2020 με συγκεκριμένα επιχειρήματα αλλά και αιτήματα.

Το πρώτο επιχείρημα αφορά τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Η μέχρι τώρα πορεία και των δύο ρυθμίσεων δείχνει ότι δεν επιβεβαιώνεται το επιχείρημα των δανειστών περί δημιουργίας δημοσιονομικού κενού από τις διευκολύνσεις προς τους οφειλέτες. Τα φορολογικά έσοδα στο επτάμηνο κινούνται πάνω από τον στόχο, παρά τη διπλή εκλογική μάχη (σ.σ.: η οποία συνήθως επηρεάζει αρνητικά τα φορολογικά έσοδα), αλλά και το γεγονός ότι υπήρξαν εξαγγελίες για αλλαγές στη ρύθμιση που πρακτικά πάγωσαν τον ρυθμό των αιτήσεων.

Μετά το πρώτο 10ήμερο του Σεπτεμβρίου που θα ενεργοποιηθεί και η πλατφόρμα με τις νέες αλλαγές, αναμένεται μάλιστα και μεγαλύτερη εισροή εσόδων λόγω και της δυνατότητας προπληρωμής ενός μέρους του χρέους με κίνητρο την ισόποση διαγραφή των προσαυξήσεων. Το δεύτερο επιχείρημα αφορά το ότι στον προϋπολογισμό του 2020 θα αποτυπωθούν θετικά για το πρωτογενές πλεόνασμα οι προσπάθειες ορισμού των «οροφών» στις δαπάνες σε ρεαλιστικότερα επίπεδα. Επίσης, στη μείωση των δαπανών εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν και οι προσπάθειες βελτίωσης των οικονομικών επιδόσεων των ΔΕΚΟ. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο της υποεκτέλεσης στο σκέλος των δαπανών, κάτι που στην πράξη οδηγεί στο φαινόμενο των υπερπλεονασμάτων. Στο υπουργείο Οικονομικών θέλουν να μην υπάρχουν τα υπερπλεονάσματα στο τέλος της χρονιάς και οι δαπάνες να έχουν οριστεί σε χαμηλότερα επίπεδα από τη στιγμή της κατάρτισης του προϋπολογισμού.

Αιτήματα

Στο σκέλος των αιτημάτων κυριαρχεί βέβαια η ενσωμάτωση στα έσοδα και στον ορισμό του μνημονιακού πρωτογενούς πλεονάσματος των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs. Με δεδομένο ότι οι μεταμνημονιακές αξιολογήσεις θα ολοκληρώνονται με επιτυχία (κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί), το ποσό των κερδών μπορεί να ανέλθει στο 1,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση ή περίπου στο 0,6% του ΑΕΠ. Τα κέρδη αυτά σήμερα εγγράφονται στον κρατικό προϋπολογισμό (σ.σ.: η είσπραξη περίπου 650 εκατ. ευρώ τον Μάιο είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται υπερπλεόνασμα στο φετινό επτάμηνο) αλλά δεν λαμβάνονται υπόψη με βάση τον μνημονιακό ορισμό. Αν αυτό αλλάξει, τότε η κυβέρνηση θα αποκτήσει τη δυνατότητα και της διάθεσης του ποσού του 1,2 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση των φορολογικών ελαφρύνσεων αλλά και της ταυτόχρονης σύνταξης του προϋπολογισμού του 2020, με τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος να παραμένει στο 3,5% του ΑΕΠ.

Τα μέτρα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση και κατά την προεκλογική περίοδο, αλλά και στο πλαίσιο ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων έχουν ήδη κοστολογηθεί. Αυτό που απομένει είναι να αποφασιστεί ποια από αυτά τα μέτρα θα «χωρέσουν» στον προϋπολογισμό του 2020 και ποια θα μεταφερθούν στους επόμενους προϋπολογισμούς, οι οποίοι ούτως ή άλλως εκτιμάται ότι θα έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο λόγω ισχυρότερης ανάπτυξης αλλά και της επικείμενης διαπραγμάτευσης για τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ.

Κινήσεις χαμηλού κόστους

Μέτρα «ανέξοδα» δημοσιονομικά ή με χαμηλό δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται ότι θα συμπεριληφθούν ούτως ή άλλως στο νομοσχέδιο που θα συνοδέψει τον προϋπολογισμό του 2020 (σ.σ.: το φορολογικό πολυνομοσχέδιο στο οποίο αναφέρεται η κυβέρνηση δεν αναμένεται στη Βουλή πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου). Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται:

1. Η επέκταση της απαλλαγής από τον φόρο υπεραξίας ακινήτων για τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμη (σ.σ.: ο συγκεκριμένος φόρος ούτως ή άλλως δεν αποδίδει καθώς δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη).

2. Το «πάγωμα» του ΦΠΑ στην οικοδομή. Οι εισπράξεις είναι περιορισμένες, καθώς δεν ξεπερνούν τα 10-20 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.

3. Η θέσπιση της έκπτωσης φόρου για τις δαπάνες επισκευής ακινήτων. Αφενός η φορολογική ελάφρυνση θα προκύψει το 2021, οπότε το μέτρο δεν αφορά τον φετινό προϋπολογισμό και αφετέρου εκτιμάται ότι το μέτρο θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερο, καθώς οι όποιες απώλειες από την έκπτωση φόρου θα αντισταθμίζονται από τα πρόσθετα έσοδα από τον ΦΠΑ.

4. Η διάθεση του επιδόματος των 2.000 ευρώ ανά τέκνο που θα γεννηθεί από το νέο έτος. Το κόστος του συγκεκριμένου μέτρου εκτιμάται σε περίπου 150-180 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.

5. Η μεταφορά και του σερβιριζόμενου καφέ στον ΦΠΑ του 13%, ώστε να ολοκληρωθεί η μείωση του συντελεστή στο 13%. Και αυτό το μέτρο έχει περιορισμένο δημοσιονομικό κόστος και μπορεί να οδηγήσει και σε αύξηση της φορολογητέας ύλης λόγω μεγαλύτερης «εμφανούς» κατανάλωσης.

Ποια είναι τα «ακριβά» μέτρα

Τα «ακριβά» μέτρα είναι η μείωση του συντελεστή της φορολογικής κλίμακας στο 9% για το τμήμα του εισοδήματος έως τα 10.000 ευρώ.

Από μόνο του απαιτεί τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ για το 2020 (καθώς το όφελος για μισθωτούς συνταξιούχους θα είναι άμεσο λόγω παρακράτησης) και επιπλέον 300-400 εκατ. ευρώ για το 2021 (καθώς θα ωφεληθούν και οι ελεύθεροι επαγγελματίες).

Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης απαιτεί 650 εκατ. ευρώ και του τέλους επιτηδεύματος επιπλέον 350 εκατ. ευρώ.

Πολύ υψηλό είναι και το κόστος μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, αν και το υπουργείο Εργασίας είναι πολύ πιθανό να προχωρήσει άμεσα σε διορθωτικές κινήσεις ειδικά σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολουμένων.