«Το υπαρξιακό ερώτημα για τη χώρα μας είναι το εξής: Θα εξάγουμε προϊόντα ή ανθρώπους;», αναφέρει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία, ενώ στέκεται στις νέες τεχνολογίες και δεξιότητες, για τη μετάβαση στο μέλλον της απασχόλησης.
Ο ΣΕΒ σημειώνει ότι σήμερα στην Ελλάδα, το 38% των εργαζομένων παρουσιάζει τις ίδιες ή χαμηλότερες επιδόσεις από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στις βασικού επιπέδου γραμματικές και μαθηματικές δεξιότητες, καθώς και στις δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων με τη χρήση υπολογιστών. Σε μια δεκαετία, όμως, όπως προειδοποιεί, το ποσοστό αυτό θα έχει μεγαλώσει στο 59%, εάν δεν αναβαθμιστούν οι βασικές δεξιότητες του πληθυσμού.
Αναφέρει επίσης ότι «η οδυνηρή πραγματικότητα είναι ότι σήμερα μόνο το 6% των ενηλίκων 25-34 ετών, που σε 10-20 χρόνια θα βρίσκονται στο απόγειο της εργασιακής τους εμπειρίας, διαθέτουν αυτές τις βασικές δεξιότητες σε υψηλό επίπεδο. Συνεπώς, μαζί με την κατάρτιση των εργαζομένων σε νέες δεξιότητες που απαιτούνται από τη νέα τεχνολογική επανάσταση που έρχεται, είναι επιτακτική η ανάγκη να αναβαθμιστούν και οι βασικές δεξιότητες των εργαζομένων».
Όπως εξηγεί ο Σύνδεσμος, «αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται επειγόντως μια αυτονόητη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, από το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο, που να προάγει την ικανότητα των ανθρώπων να διαβάζουν και να κατανοούν ένα κείμενο, να μπορούν να κάνουν στοιχειώδεις μαθηματικούς υπολογισμούς και να επιλύουν ένα καθημερινό πρόβλημα στη δουλειά τους χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Τυχόν αδράνεια σήμερα σημαίνει ότι στο κοντινό μέλλον, η οικονομία δεν θα μπορεί πλέον να λειτουργεί στοιχειωδώς στην ανταγωνιστική διεθνή αγορά, καθώς θα υπάρχει χάσμα προσφοράς και ζήτησης ακόμη και των πιο βασικών δεξιοτήτων. Ταυτόχρονα, η κοινωνία θα αντιμετωπίζει τεράστια θέματα απασχολησιμότητας ανθρώπων που θα τους λείπουν δεξιότητες, και, συνακόλουθα προβλήματα οικονομικής ανισότητας, φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού, και εν τέλει πολιτικής νομιμοποίησης».
Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει ότι η νέα εποχή αυτοματοποίησης και ιδιαίτερα η εισαγωγή τεχνολογιών ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγή, αναμένεται να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό παρά σε εξάλειψη θέσεων εργασίας. «Μια καλύτερη παιδεία προβάλλει ως αντίδοτο στην κούρσα δεξιοτήτων μεταξύ ανθρώπων και μηχανών. Οι σύγχρονοι “Λουδίτες” που δαιμονοποιούν την τεχνολογική εξέλιξη στην παραγωγική διαδικασία, κάνουν λάθος! Η τεχνολογία δεν γυρίζει πίσω. Αλλά ακόμα μεγαλύτερο λάθος κάνουν όσοι ανεκδιήγητοι μεταμορφώνουν τα σχολεία σε εργοστάσια παραγωγής πτυχίων χωρίς αντίκρισμα! Η απάντηση βρίσκεται στην αποτελεσματικότερη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την ψηφιακή οικονομία και στην ανάπτυξη της δυνατότητας των νέων να μαθαίνουν διαρκώς και να προσαρμόζονται χωρίς φόβο στις αλλαγές. Το υπαρξιακό ερώτημα για τη χώρα μας είναι το εξής: Θα εξάγουμε προϊόντα ή ανθρώπους;», σημειώνει ο ΣΕΒ.
Επισημάινει, δε, ότι η τεχνολογική πρόοδος μετασχηματίζει ριζικά την παραγωγική διαδικασία σε όλους τους τομείς της οικονομίας, με τις μεγαλύτερες αλλαγές να συντελούνται κυρίως στη βιομηχανία και τη μεταποίηση. «Στο επίκεντρο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης βρίσκονται έννοιες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και οι μεγάλες βάσεις δεδομένων (big data), τις οποίες ήδη οι σύγχρονες επιχειρήσεις έχουν εντάξει στις δραστηριότητές τους. Αναπόφευκτα, η υιοθέτηση των νέων αυτών τεχνολογιών θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την αγορά εργασίας, καθώς θα προκύπτει συνεχώς η ανάγκη για νέες δεξιότητες, ενώ πολλές εργασίες που σήμερα απαιτούν ανθρώπινο κεφάλαιο, στο μέλλον θα εκτελούνται από μηχανές», συνεχίζει ο ΣΕΒ.
Όπως συμπληρώνει, «το φαινόμενο αυτό δεν παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Ήδη, οι αυτοματισμοί που εφαρμόζονται εδώ και πολλά χρόνια στην παραγωγή έχουν επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στη ζήτηση δεξιοτήτων και έχουν μεταβάλει τόσο τον αριθμό των θέσεων εργασίας, όσο και τη φύση της εργασίας, δημιουργώντας πολλές φορές ανησυχία για τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση. Εκείνο, όμως, που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι το χάσμα μεταξύ των δεξιοτήτων που απαιτούνται για τις μελλοντικές θέσεις εργασίας και των σημερινών δεξιοτήτων αυξάνεται, γεγονός το οποίο θα έχει ισχυρό αντίκτυπο στο εργατικό δυναμικό από πολλές πλευρές».