Skip to main content

Eυρωζώνη: Πώς οι τράπεζες έχασαν το 84% της αξίας τους

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]

Aρνητικά επιτόκια, αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο και μία οικονομία που εκπέμπει σήμα κινδύνου για ύφεση συνθέτουν ένα εκρηκτικό σκηνικό για τις τράπεζες της Ευρώπης και οδηγούν σε ταχύτατη συρρίκνωση της αξίας των μετοχών τους. Για πολλές εξ αυτών οι μετοχικές τιμές έχουν επιστρέψει στη δεκαετία του… 1980. 

Την περασμένη Πέμπτη ο δείκτης των μεγάλων τραπεζών της Ευρωζώνης βυθίστηκε σε επίπεδα, που είχε να συναντήσει από το 2012, κατά την κορύφωση της κρίσης χρέους και πριν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πει το «ό,τι χρειαστεί» δια στόματος Μάριο Ντράγκι. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα της νομισματικής ένωσης αξίζουν σήμερα όσο και όταν η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία βρίσκονταν σε μηχανισμούς στήριξης, η Κύπρος έβλεπε τον τραπεζικό της τομέα να συρρικνώνεται απότομα και η Ισπανία πάλευε να σώσει τις δικές της τράπεζες από την κατάρρευση.΄

Αν και δεν βρισκόμαστε πια στο ναδίρ του 2008, όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση γονάτιζε ακόμη και τις ισχυρότερες δυνάμεις του τομέα, ο τραπεζικός δείκτης έχει χάσει το 84% της αξίας του σε σχέση με το ζενίθ του 2007. Απέχει πλέον σύμφωνα με το Reuters λίγες μόνο μονάδες από τα επίπεδα στα οποία ήταν τη δεκαετία του 1980, όταν το ευρώ ήταν ακόμη ένα όνειρο και ορισμένες από τις χώρες που σήμερα το μοιράζονται χρησιμοποιούσαν σοβιετικό ρούβλι. 

Για να αντιληφθεί κανείς το πλήγμα στην κεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών, αρκεί να πούμε ότι η συνολική αξία του κλάδου είναι μικρότερη από 500 δισ. δολάρια- δηλαδή περίπου στο 50% της χρηματιστηριακής αξίας της Microsoft. 

Γιατί τις χωρίζει τόσο μεγάλη απόσταση από τις αμερικανικές; 

Στο απόγειό τους το 2007, οι τράπεζες της Ευρωζώνης είχαν αξία 1,7 τρισ. δολαρίων, υπερβαίνοντας ακόμη και εκείνη των μεγάλων τραπεζών των ΗΠΑ. Σήμερα είναι στο 1/3 της αξίας των αμερικανικών ανταγωνιστριών τους. Η έκθεσή τους στα τοξικά χρεόγραφα, που βρέθηκαν στο επίκεντρο της αμερικανικής κρίσης supbrime δανείων, αλλά και οι μεγάλες τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα, τα οποία είδαν την αξία τους να χάνεται όταν ξέσπασε η κρίση χρέους στη ζώνη του ευρώ, λύγισαν τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Ένας φαύλος κύκλος κρατικών χρεών- τραπεζικών προβλημάτων πυροδότησε μία πολυετή, οξύτατη κρίση, που με τη σειρά της γέμισε τους τραπεζικούς ισολογισμούς κόκκινα δάνεια.  

Οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην περίπτωση των ευρωπαϊκών τραπεζών ήρθαν με πολύ πιο αργά βήματα στην Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ, κάτι το οποίο οφείλεται και στο γεγονός ότι έως τότε δεν υπήρχε ενιαίος μηχανισμός εποπτείας. Κάπως έτσι η κερδοφορία τους και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας εξακολουθούν να απέχουν πολύ από εκείνες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αν ωστόσο υπάρχει κάτι που σήμερα λειτουργεί ως το μεγάλο βαρίδι, αυτό είναι η επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ. Το βασικό επιτόκιο δανεισμού στο μηδέν και το καταθετικό στο -0,4% (και τον Σεπτέμβριο πιθανότατα ακόμη χαμηλότερα στο -0,5% ή και -0,6%) συμπιέζουν τα περιθώρια κέρδους. Η κεντρική τράπεζα έχει υποσχεθεί  μέτρα άμβλυνσης του πόνου, αλλά μένει να φανεί πόσο αποτελεσματικά αυτά θα είναι. 

Το σφυροκόπημα που δέχονται οι τραπεζικές μετοχές το τελευταίο διάστημα αποκαλύπτει ότι οι επενδυτές περιμένουν δραστική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Το βλέμμα τους είναι πρωτίστως στραμμένο στη Γερμανία, την μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ, που βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζει και το τρίτο μεγαλύτερο μέλος του ευρώ, η Ιταλία, ενώ και οι περισσότερες από τις υπόλοιπες 17 οικονομίες είναι σε φάση αποθέρμανσης. 

Οι αναλυτές κάνουν ολοένα και περισσότερο λόγο για την ιαπωνοποίηση της Ευρωζώνης, μιλώντας για μία παγίδα ασθενικής ανάπτυξης και υποτονικού πληθωρισμού, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει η οικονομία παρά τη χαλαρή πολιτική. 

Αξίζει δε να σημειώσουμε ότι από το 2012 και έπειτα οι τραπεζικές μετοχές Ευρωζώνης και Ιαπωνίας κινούνται σε απόλυτο συντονισμό, καθώς και η νομισματική πολιτική ΕΚΤ και Τράπεζας της Ιαπωνίας ακολουθούν ίδια ρότα. 

Με πληροφορίες από Reuters