Skip to main content

ΤτΕ: Άνοδος του ΑΕΠ κατά 4,2% εφέτος και κατά 5,3% το 2022

Υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2020-2021, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της.

Βελτίωση των προσδοκιών – Ανάκαμψη της οικονομίας

Η ελληνική και η παγκόσμια οικονομία εξακολουθούν να υφίστανται τις πολύπλευρες αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα διαθέσιμα οικονομικά δεδομένα, η ανάκαμψη σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ξεκινήσει, χαρακτηρίζεται όμως ως άνιση και ασύμμετρη. Το γεγονός αυτό συνδέεται με τις σημαντικές διαφορές μεταξύ ανεπτυγμένων, αναπτυσσόμενων και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών όσον αφορά την πρόσβασή τους στα εμβόλια και τη δυνατότητα δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης των οικονομιών τους.

Παράλληλα, ο πληθωρισμός επιταχύνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, αντανακλώντας την άνοδο των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων βασικών εμπορευμάτων και των ναύλων μεταφοράς ξηρού φορτίου, την αυξημένη ζήτηση μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και τις διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Η διαφορετική ταχύτητα ανάκαμψης μεταξύ των οικονομιών ενδέχεται να προκαλέσει αποκλίσεις στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των χωρών, οι οποίες επιτείνουν τις ανισότητες και αυξάνουν τους κινδύνους για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα. 

Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, τα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο επέδρασαν θετικά και περιόρισαν τις επιπτώσεις της πανδημίας κατά το α΄ τρίμηνο του 2021. Η σταδιακή διεύρυνση του εμβολιαστικού προγράμματος σε περισσότερες ηλικιακές ομάδες και η επιτάχυνσή του από το Μάιο του 2021 και έπειτα έχουν δημιουργήσει θετικές προσδοκίες στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις για την πορεία της οικονομίας τους επόμενους μήνες και αναμένεται να ενισχύσουν την εγχώρια ζήτηση.

Η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) δημιουργεί προοπτικές αύξησης των επενδύσεων και επιτάχυνσης της ανάκαμψης. Εντούτοις, η ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες συνδέονται με την εξέλιξη της πανδημίας και με την πρόοδο του εμβολιαστικού προγράμματος, αλλά και μακροοικονομικές ανισορροπίες που θα πρέπει να διορθωθούν για να διασφαλιστεί η επάνοδος της οικονομίας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.

Ηπιότερη του αναμενομένου ύφεση το α΄ τρίμηνο του 2021 − Βελτίωση των προσδοκιών εξαιτίας της επιτάχυνσης του προγράμματος εμβολιασμού 

Στη διάρκεια του 2020 και κατά το α΄ τρίμηνο του 2021, η οικονομική δραστηριότητα υποχώρησε σημαντικά, εξαιτίας της πανδημίας και των μέτρων για τον περιορισμό της. Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8,2% το 2020, κυρίως λόγω της κάμψης των εξαγωγών υπηρεσιών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αντίθετα, η ανθεκτικότητα που επέδειξαν οι εξαγωγές αγαθών, η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης μετρίασαν έως ένα βαθμό τις απώλειες. Τα πολλαπλά δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν, μέρος των οποίων παραμένει σε ισχύ, σε συνδυασμό με τις δράσεις πολιτικής των ευρωπαϊκών θεσμών, περιόρισαν σημαντικά τις επιπτώσεις της πανδημίας και οδήγησαν στη σταδιακή προσαρμογή της οικονομίας στις νέες συνθήκες. Αυτή η βαθμιαία προσαρμογή διαφαίνεται από τις ηπιότερες συνέπειες που είχε το τρίτο κύμα της πανδημίας στην πραγματική οικονομία, όπως αποδεικνύεται από την ισχυρή ανάπτυξη της βιομηχανίας, την ανάκαμψη των εξαγωγών, αλλά και τη σημαντική αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου.

Ειδικότερα, η παράταση και η αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση του τρίτου κύματος της πανδημίας οδήγησαν σε πτώση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 2,3% σε ετήσια βάση το α΄ τρίμηνο του 2021. Ωστόσο, η πτώση αυτή ήταν μικρότερη από ό,τι αναμενόταν, λόγω της συνέχισης και διεύρυνσης των μέτρων στήριξης και της θετικής πορείας των επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών.

Σύμφωνα με τους διαθέσιμους δείκτες προσδοκιών και οικονομικής συγκυρίας, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει το β΄ τρίμηνο του έτους και να επιταχυνθεί το δεύτερο εξάμηνο σε συνάρτηση και με την πρόοδο του προγράμματος εμβολιασμών, την περαιτέρω άρση των περιοριστικών μέτρων και την υποχώρηση της πανδημίας.

Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα επιταχύνει την ανάκαμψη

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2021 η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 4,2%. Η ανάκαμψη αναμένεται να είναι ιδιαίτερα δυναμική το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ως αποτέλεσμα της εγχώριας ζήτησης που είχε περιοριστεί, της έναρξης των έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της αναμενόμενης αύξησης των τουριστικών εισπράξεων σε σχέση με το 2020. Το 2022 και το 2023 ο ρυθμός μεταβολής της οικονομικής δραστηριότητας προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,3% και 3,9% αντίστοιχα.

Η αύξηση της αποταμίευσης που έλαβε χώρα όλο το προηγούμενο διάστημα τόσο για λόγους πρόνοιας όσο και εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και η πραγματοποίηση αγορών που είχαν αναβληθεί εκτιμάται ότι θα συμβάλουν θετικά στην αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης το τρέχον έτος. Τα επόμενα δύο έτη προβλέπεται ταχύτερη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε συνάρτηση με την αναμενόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας και την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος.

Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης. Καθοριστικό ρόλο αναμένεται να παίξουν οι ευρωπαϊκοί πόροι, οι οποίοι θα χρηματοδοτήσουν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις με κύριους στόχους την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας. Οι εξαγωγές αγαθών προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, εξαιτίας της ενίσχυσης της εξωτερικής ζήτησης. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα κινηθούν ανοδικά το τρέχον έτος, καθώς οι τουριστικές εισπράξεις θα ανακάμψουν μερικώς, ενώ και η ζήτηση ναυτιλιακών υπηρεσιών θα σημειώσει αύξηση, συμβαδίζοντας με την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου. Η άνοδος των εξαγωγών υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί έως το τέλος της περιόδου πρόβλεψης. Αύξηση όμως θα σημειώσουν και οι εισαγωγές, ακολουθώντας την πορεία της εγχώριας ζήτησης.

Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει αρνητικός και το 2021, κυρίως λόγω των υπηρεσιών, ιδιαίτερα του τουρισμού, και των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν τους πρώτους μήνες του έτους και τα οποία επηρέασαν τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών. Το 2022 και το 2023 ο γενικός δείκτης θα καταγράψει θετικό αλλά χαμηλό ρυθμό μεταβολής.

Το τρίτο κύμα της πανδημίας στην αρχή του 2021 κατέστησε αναγκαία την παράταση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων και τη συνέχιση και επέκταση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2021, υπολογιζόμενο με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα περίπου 7,1% του ΑΕΠ.

Τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου 2020-2021 έχουν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη. Ενώ συνεχίζεται η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία διατηρούνται πλέον οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, με την προϋπόθεση όμως ότι διατηρούνται τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο. Ως εκ τούτου, εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών. 

Οι προβλέψεις υπόκεινται σε κινδύνους και αβεβαιότητες – Εφικτό ωστόσο το ενδεχόμενο ταχύτερης ανάκαμψης έναντι του βασικού σεναρίου

Οι προβλέψεις υπόκεινται σε κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξελίσσεται ομαλά, η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας και τυχόν επιδείνωση της πανδημίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποτονική τουριστική περίοδο και να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα. Η άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτωχεύσεις ορισμένων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε κλάδους που έχουν πληγεί από την πανδημία, σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και σε επιδείνωση της αγοράς εργασίας. Ένας επιπλέον κίνδυνος πηγάζει από μια ενδεχόμενη καθυστέρηση στην απορρόφηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης.

Από την άλλη πλευρά, η ταχύτερη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η πλήρης απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων και ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη κατά την περίοδο πρόβλεψης. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη την αξιοσημείωτη βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης τους τελευταίους μήνες, στο προσεχές διάστημα είναι πιθανό τα νοικοκυριά να αυξήσουν την κατανάλωσή τους σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό του αναμενομένου, αξιοποιώντας τις αποταμιεύσεις που έχουν συσσωρεύσει για λόγους πρόνοιας και εξαιτίας της αναγκαστικής αναβολής καταναλωτικών δαπανών ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων.

Μεσοπρόθεσμα, η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (μέσω της αυξημένης διακράτησης κρατικών ομολόγων εκ μέρους των τραπεζών, της παροχής κρατικών εγγυήσεων στο τραπεζικό σύστημα και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων) επιτείνει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος (καθώς και το υψηλό απόθεμα ενδεχόμενων υποχρεώσεων του Δημοσίου λόγω της παροχής εγγυήσεων) αποτελούν παράγοντες κινδύνου και καθιστούν περισσότερο ευάλωτη την οικονομία σε μια νέα αρνητική εξωτερική διαταραχή. Πρόσθετο κίνδυνο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αποτελεί και το ενδεχόμενο τερματισμού των έκτακτων, λόγω της πανδημίας, μέτρων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, πριν ανακτήσουν τα ελληνικά ομόλογα την επενδυτική βαθμίδα. Σε αυτή την περίπτωση, τα ελληνικά ομόλογα θα καταστούν ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από μια απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες ως αποτέλεσμα της ταχύτερης του αναμενομένου αύξησης του πληθωρισμού.

Στο εξωτερικό περιβάλλον, τυχόν γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου ενδέχεται να οξύνουν την προσφυγική κρίση και να επηρεάσουν το οικονομικό κλίμα και τις επενδύσεις.

Παρά τους κινδύνους και την αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα θετικά αποτελέσματα που απορρέουν από την έγκαιρη και πλήρη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θεωρούνται πιο πιθανά σε σχέση με τους καθοδικούς κινδύνους, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Κατά συνέπεια, είναι εφικτή μια καλύτερη του αναμενομένου πορεία της οικονομίας την περίοδο 2021-2023.

Τραπεζικό σύστημα – Καταγραφή ζημιών το α΄ τρίμηνο του 2021 – Υποχώρηση της κεφαλαιακής επάρκειας – Σημαντικές και στη σωστή κατεύθυνση οι πρόσφατες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου – Παραμένει η πρόκληση της υψηλής αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης

Το α΄ τρίμηνο του 2021, οι τράπεζες, συνολικά, κατέγραψαν ζημίες (όπως και το 2020). Παρότι τα καθαρά έσοδα εμφάνισαν αύξηση, ωστόσο, μετά το σχηματισμό προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο (οι οποίες αντανακλούν κυρίως τις ζημίες συνεπεία της προγραμματισμένης πώλησης μεγάλου όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων μιας συστημικής τράπεζας), προέκυψαν ζημίες σε επίπεδο συστήματος. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, το α΄ τρίμηνο του 2021 τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση υποχώρησαν ελαφρώς σε σύγκριση με το 2020, αλλά παρέμειναν σε ικανοποιητικό επίπεδο (13,6% και 15,6% αντίστοιχα στο τέλος Μαρτίου του 2021). Ωστόσο, υπολείπονται πλέον του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Κατά τα τελευταία τρίμηνα, αρνητική επίδραση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ασκούν οι τιτλοποιήσεις που γίνονται στο πλαίσιο της μείωσης των ΜΕΔ και η σταδιακή ενσωμάτωση της επίδρασης του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 11,8% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%. Περίπου το 65% των κεφαλαίων CET1 των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Η παρούσα στρατηγική για τη μείωση των ΜΕΔ εκτιμάται ότι θα αυξήσει αυτό το ποσοστό.

Οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν ποιοτικά και ποσοτικά τα κεφάλαιά τους, κατεύθυνση στην οποία καταγράφονται ήδη θετικές εξελίξεις. Προβληματισμό ωστόσο δημιουργούν τα σχετικά αδύναμα μεγέθη κεφαλαιακής επάρκειας ορισμένων μη συστημικών τραπεζών.

Προκλήσεις

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις σε βραχυπρόθεσμο και μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Βραχυπρόθεσμα, η κύρια πρόκληση σχετίζεται με τον έλεγχο της πανδημίας και την επάνοδο σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.

Σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, η πανδημία ανέδειξε νέες προκλήσεις και επέτεινε προϋπάρχουσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, οι οποίες σχετίζονται με τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Οι προκλήσεις αυτές είναι:

  • Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αυξάνει τους κινδύνους και μπορεί να δυσχεράνει την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
  • Η λήξη του έκτακτου λόγω της πανδημίας προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα μπορούσε να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου αν έως τότε η πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
  • Οι τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνονται από ένα υψηλό απόθεμα ΜΕΔ, τα οποία αναμένεται να αυξηθούν μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης. Παράλληλα, η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών αναμένεται να αποδυναμωθεί περαιτέρω ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης πολιτικής μείωσης των ΜΕΔ.
  • Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει συγκριτικά χαμηλή, παρά τη βελτίωση σε ορισμένους τομείς.
  • Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και ενδέχεται να αυξηθεί μετά την άρση των μέτρων στήριξης, ιδιαίτερα σε κλάδους υπηρεσιών που επηρεάστηκαν αρνητικά από την πανδημία. Καθώς η πανδημία οδηγεί σε αλλαγές των καταναλωτικών προτύπων, η ανάκαμψη στους κλάδους αυτούς ενδέχεται να καθυστερήσει, με κίνδυνο η ανεργία να μετατραπεί σε διαρθρωτικό φαινόμενο.
  • Το υψηλό επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας περιορίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας

Η επιστροφή σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά συναρτάται με τον περιορισμό της πανδημίας, με το άνοιγμα όλων των επαγγελματικών δραστηριοτήτων και με την άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών προκειμένου να αυξηθεί η τουριστική δραστηριότητα σύμφωνα με τις προσδοκίες. Κρίσιμη παράμετρος για τον έλεγχο της πανδημίας και τη διατηρήσιμη ανάκαμψη είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού.

Επισημαίνεται ότι η βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας ενδέχεται να απειληθεί μετά το τέλος της πανδημίας, τόσο με την άρση των διευκολύνσεων που παρέχονται έως τώρα από το πιστωτικό σύστημα όσο και με την απόσυρση των κρατικών προγραμμάτων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων. Για το λόγο αυτό, η διαδικασία άρσης των μέτρων θα πρέπει να είναι σταδιακή και σε συγχρονισμό με την εδραίωση της ανάκαμψης. Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, η άρση των μέτρων θα πρέπει να συνδυαστεί με ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, προκειμένου να μην οδηγήσει σε αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας και να βοηθήσει ώστε να επιστρέψουν στο εργατικό δυναμικό όσοι έχουν αποθαρρυνθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

H δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να παραμείνει στοχευμένη και προσωρινή, προκειμένου να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και να μη μετατραπεί η υγειονομική κρίση σε κρίση δημόσιου χρέους. Επιπλέον, το ταμειακό απόθεμα θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, δεδομένου ότι οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπονται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης. Μεσοπρόθεσμα, δεδομένου του υψηλού λόγου χρέους προς ΑΕΠ και των αυξημένων χρηματοδοτικών αναγκών, απαιτείται η γρήγορη και αξιόπιστη αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Ειδικά όσον αφορά το δημόσιο χρέος, η μεγάλη αύξησή του, παρά το χαμηλό κόστος δανεισμού και το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών του, εξαλείφει οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και καθιστά περισσότερο κρίσιμη την ανάγκη διαφύλαξης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, μέσω της επιστροφής σε ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα και της συμμόρφωσης με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.

Η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, που θα υποβοηθήσουν και τη μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, απαιτεί ταχεία απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, προκειμένου να δοθεί αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία μέσω της επιτάχυνσης των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Η υλοποίηση αναπτυξιακών δράσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας σχετικών με τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα αναμένεται να ενισχύσει τις υποδομές, την παραγωγή, την απασχόληση και τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Παράλληλα, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και η επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων, η υλοποίηση του οποίου καθυστέρησε στη διάρκεια της πανδημίας, θα συμβάλουν στην άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ και της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας σε βάθος χρόνου.

Βασική προϋπόθεση για τη στήριξη της αναπτυξιακής προσπάθειας και την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, προκειμένου να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει υγιείς επιχειρήσεις μετά την πανδημία. Αυτό απαιτεί:

  • την αντιμετώπιση των υφιστάμενων ΜΕΔ και όσων δημιουργηθούν μετά την άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας,
  • την αναθεώρηση των προβλέψεων των τραπεζών για τον πιστωτικό κίνδυνο,
  • την ουσιαστική ενεργοποίηση του νέου πτωχευτικού κώδικα, που θα συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και στην αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων,
  • την αντιμετώπιση του υψηλού ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα ίδια κεφάλαια και
  • την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.

naftemporiki.gr