Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Αποθαρρυντικές ως προς τις προσδοκίες της Αθήνας για μια νέα αναδιάρθρωση του χρέους σε μεσοπρόθεσμο διάστημα εμφανίζονται στη «Ν» πηγές προσκείμενες στο περιβάλλον του Γερούν Ντέισελμπλουμ. Εκφράζουν δε την εκτίμηση ότι πριν από την προσχώρηση της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από την υπογραφή της συμφωνίας.
«Μετά τις πληρωμές του καλοκαιριού ακολουθούν μικρές δόσεις. Τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε χρόνια, το ελληνικό χρέος δεν συνιστά πρόβλημα. Ιδίως όσο παρατηρείται δισταγμός στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, δεν βλέπω τις προϋποθέσεις να δοθεί μια αντίστοιχη ρύθμιση στην ελληνική κυβέρνηση. Νομίζω ότι στην καλύτερη περίπτωση ο Αλέξης Τσίπρας θα λάβει μια πιο συγκεκριμένη διατύπωση της αναφοράς του 2012, η οποία έως σήμερα δεν έχει ενεργοποιηθεί, διότι η Ελλάδα δεν έχει πείσει ότι εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την αναδιάρθρωση της οικονομίας της. Αφού η ελληνική κυβέρνηση δώσει δείγματα γραφής, τότε θα ρυθμιστεί και το χρέος» αναφέρει χαρακτηριστικά αξιωματούχος, ο οποίος αντιπροσωπεύει απολύτως την προσέγγιση της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης στο ζήτημα του ελληνικού χρέους.
Μάλιστα, ως προς το εκτιμώμενο χρονοδιάγραμμα για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, προβάλλει τις ίδιες αξιώσεις από την πλευρά της Ευρωζώνης. «Δεν νομίζω ότι θα αρκεί η υπογραφή της συμφωνίας. Όπως και το χρέος, θα εξαρτηθεί και αυτό από τα αποτελέσματα στην εφαρμογή των μέτρων».
Πηγές στο περιβάλλον του επικεφαλής στο Eurogroup θεωρούν πως η επίτευξη συμφωνίας έως τις 20 Αυγούστου αποτελεί -σύμφωνα με τις ενδείξεις- το επικρατέστερο σενάριο και χαρακτηρίζουν άμεσης εφαρμογής το συνταξιοδοτικό, δύσκολο τα εργασιακό και αγκάθι άγνωστης κατάληξης το αγροτικό. Ωστόσο, εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικές ως προς το στάδιο της υλοποίησης. «Η συμφωνία είναι ένα χαρτί. Τα δύσκολα θα αρχίσουν τον Σεπτέμβριο που θα μπούμε στον πυρήνα της εφαρμογής των μέτρων». Ενώ αναγνωρίζουν ότι η πολιτική ισχύς και η κοινωνική απήχηση του Αλέξη Τσίπρα μπορούν να αποβούν ιδιαίτερα εποικοδομητικές για την πορεία των μεταρρυθμίσεων, συμπληρώνουν ότι ο ίδιος δεν έχει πείσει για τη βούληση εφαρμογής των συμφωνηθέντων.
Αναφορικά με το ισχυρό ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο, τονίζουν ότι η προσέγγιση των εταίρων και πιστωτών θα είναι αμιγώς τεχνοκρατική. «Αν υπάρξει η διαβεβαίωση ότι η συμφωνία θα προχωρήσει, δεν τίθεται ζήτημα ανατροπής της διαδικασίας συνεννόησης των δύο πλευρών. Το ζητούμενο είναι η πορεία των μεταρρυθμίσεων».
Οι ίδιοι κύκλοι μιλούν για χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές, το οποίο προκύπτει από το γεγονός ότι «η ελληνική κυβέρνηση προτάσσει ιδεολογικά ζητήματα απέναντι σε τεχνοκρατικά ζητήματα». Εντοπίζουν δε ευρύτερα «έλλειψη στελεχών», αλλά ξεχωρίζουν ως φωτεινά παραδείγματα «υπουργούς όπως οι Μάρδας και Τσακαλώτος, ο οποίος όμως βάζει κι εκείνος ιδεολογικά ζητήματα, την ώρα που έχει απέναντι τεχνοκράτες όπως οι Σόιμπλε και Ντέισελμπλουμ». Όσο για τον Γιάνη Βαρουφάκη; «Μόνο θεωρία. Από ένα σημείο κι έπειτα, οι Ευρωπαίοι δεν ήθελαν καν να τον ακούν, γι’ αυτό και μιλούσαν απευθείας με τον Αλέξη Τσίπρα». Σύμφωνα με τις πηγές που πρόσκεινται στον σκληρό πυρήνα του ευρώ, ο κίνδυνος του Grexit ήταν δεδομένος κατά τη διαπραγμάτευση του Ιουλίου, αλλά «επικράτησε το κλίμα που διαμόρφωσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση οι Γάλλοι».
Ως προς το τελικό περιεχόμενο της συμφωνίας, αρνούνται ότι αν δεν είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα, θα υπήρχε ένα ευνοϊκότερο αποτέλεσμα. «Βεβαίως, επιβαρύνθηκαν τα νούμερα της ελληνικής οικονομίας, οπότε υπ’ αυτή την έννοια και μόνο ήταν όντως μια επιλογή η οποία επηρέασε τα πράγματα».
Σε μια ευρύτερη συζήτηση για όσα δεν πήγαν καλά στην ελληνική υπόθεση, οι πιστωτές διαχωρίζουν τα δικά τους λάθη σε δύο επίπεδα. «Τα χρόνια πριν από την κρίση δεν υπήρξε ουσιαστικός έλεγχος για τον τελικό προορισμό και την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων που χορηγούνταν στην Ελλάδα. Τα χρόνια μετά την κρίση αποδείχτηκε λαθεμένη η προσέγγιση για γρήγορη, βίαιη λύση. Η διαδικασία ήταν τελικά πιο σύνθετη απ’ ό,τι νομίζαμε. Σημασία έχει ότι τώρα, μετά το δημοσιονομικό σκέλος, επικεντρώνουμε πλέον στο διαρθρωτικό, που έχει και τη μεγαλύτερη σημασία».
Ανατρέχοντας στην περίοδο πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, δηλώνουν: «Από τη μια πλευρά, όλοι γνώριζαν την ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υπερτίμησαν τη βούληση σε τομείς, όπως η διαφθορά και η φοροδιαφυγή. Από την άλλη πλευρά, ο Σαμαράς είχε ενημερωθεί επαρκώς από την άνοιξη για το πώς είχαν τα πράγματα σε σχέση με τη συνέχιση του προγράμματος. Μετά τις ευρωεκλογές πανικοβλήθηκε και αυτό ήταν που πλήρωσε τελικά. Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα ευρύτερα είναι ότι οι κυβερνήσεις ποτέ δεν ανέλαβαν την ιδιοκτησία του προγράμματος».
Ως προς τις συνθήκες κατά το πρώτο μέρος της διαπραγμάτευσης που ολοκληρώθηκε στις 12 Ιουλίου, και ειδικότερα την αναξιοπιστία την οποία έχει καταλογίσει στην Ευρωζώνη ο πρωθυπουργός, σε σχέση με την απρόσκοπτη ροή χρηματοδότησης προς τις ελληνικές τράπεζες καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας (σ.σ.: «προφορική δέσμευση» Ντέισελμπλουμ προς αυτή την κατεύθυνση στις 20 Φεβρουαρίου), στενός συνομιλητής του επικεφαλής στο Eurogroup αναφέρει συγκεκριμένα: «Πρόκειται προφανώς για κάποια παρεξήγηση. Ο Γερούν Ντέισελμπλουμ γνώριζε ότι το Eurogroup δεν μπορούσε να δώσει πολιτική εντολή στην ΕΚΤ, γι’ αυτό και ουδέποτε υποσχέθηκε κάτι τέτοιο. Μόνο η υπογραφή συμφωνίας ήταν ικανή να λύσει τα χέρια του Μάριο Ντράγκι. Τίποτα άλλο».