Skip to main content

Η «εργαλειοθήκη» στη διαπραγμάτευση για τα πλεονάσματα

H ανάγκη να ελαφρυνθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι για να ενισχυθεί η ανάπτυξη προσκρούει στον όρο των πιστωτών να διατηρηθεί ο συμφωνημένος ρυθμός αποπληρωμής του ελληνικού χρέους. Λύση απεμπλοκής ενδεχομένως προσφέρουν προτάσεις οι οποίες έχουν κατατεθεί και προβλέπουν ένα διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής με επισκόπηση δαπανών για εξοικονομήσεις και αποκλιμάκωση φορολογικών συντελεστών για αύξηση των εσόδων.

Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα θα πετύχει παγκόσμιο ρεκόρ αν διατηρήσει τα συμφωνημένα αυτά πρωτογενή πλεονάσματα: 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ έως το 2060. Προκειμένου η χώρα να προσεγγίσει τα επίπεδα των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, και να διαθέσει έτσι περισσότερα χρήματα για επενδύσεις και εξαγωγές, κρίνεται σκόπιμη η επαναδιαπραγμάτευση των στόχων ώστε αυτοί να μειωθούν ιδανικά περίπου στο 1-1,5% του ΑΕΠ.

Ο τέως συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Παναγιώτης Λιαργκόβας, είναι ανάμεσα στους οικονομολόγους που έχουν δείξει τον πιθανό δρόμο για ένα πιο υγιές μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, που δεν θα καταπνίγει την ανάπτυξη. Με σχετική μελέτη για το ΚΕΦΙΜ, έχει προκρίνει την ανάγκη η χώρα να ανταλλάξει μεταρρυθμίσεις με πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να καταφέρει να αυξήσει το ΑΕΠ και τελικά να επιτύχει τον ίδιο στόχο στο πεδίο της βιωσιμότητας του χρέους.

«Κλειδί» η αναλογία δαπανών και φόρων

 Η μείωση των δαπανών κρίνεται αποτελεσματικότερη έναντι της αύξησης της φορολογίας σε ό,τι αφορά την επίτευξη στόχων δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς η αύξηση της φορολογίας ενισχύει τα έσοδα και δημιουργεί ταμειακή ευχέρεια στους υπουργούς, άρα και κίνητρο να δαπανήσουν περισσότερα. Επιπλέον, δημιουργεί αντικίνητρα για περισσότερη εργασία και επενδύσεις, και κίνητρα για φοροδιαφυγή, ενώ από ένα σημείο και μετά η αύξηση των φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε μείωση των κρατικών εσόδων.

«Σε εμπειρικό επίπεδο, πλήθος έγκυρων επιστημονικών εργασιών και μελετών διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ, προσδιορίζουν την άριστη κατανομή: 70% να αφορά μέτρα στην πλευρά των δημοσίων δαπανών (με την εξαίρεση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων), και 30% μέτρα στην πλευρά της φορολογίας», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη μελέτη του ΚΕΦΙΜ. «Μόνο στην αρχή της περιόδου προσαρμογής στην Ελλάδα, το 2010 και το 2013, η βαρύτητα των δημοσίων δαπανών ξεπέρασε το 70%. Στα χρόνια της βαθιάς ύφεσης 2011 και 2012, όπου η σωρευτική πτώση του ΑΕΠ ήταν 15,5%, η πλευρά των φορολογικών εσόδων συνεισέφερε περισσότερο, κατά 54.9% και 51.50% αντίστοιχα. Η επιλογή αύξησης της φορολογίας ήταν επίσης ξεκάθαρη στο τρίτο μνημόνιο υπερβαίνοντας μάλιστα το 90% των συνολικών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής».

Προτείνεται συνεπώς η αύξηση της βαρύτητας των δημοσίων δαπανών έναντι των φόρων κατά τη διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής. Με τον τρόπο αυτόν, ενισχύεται η παραγωγικότητα καθώς δημιουργούνται κίνητρα για περισσότερη εργασία, ενισχύονται οι ιδιωτικές επενδύσεις και τονώνεται η ανάπτυξη. 

Οι δυνατότητες από την επισκόπηση δαπανών

Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσει η επέκταση της επισκόπησης δαπανών στις κεντρικές υπηρεσίες του κράτους. Οι επισκοπήσεις δαπανών (spending reviews) αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως χρήσιμο εργαλείο για τη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων οικονομικών. Στη ζώνη του ευρώ, οι επισκοπήσεις δαπανών έχουν ιδιαίτερη σημασία, πολύ περισσότερο δε σε περιόδους υψηλού δημόσιου χρέους και χαμηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης όπου καθίσταται επιτακτικότερη η ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικής χρήσης των χρημάτων των φορολογουμένων.

«Το δημοσιονομικό εργαλείο της επισκόπησης δαπανών αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση Τσίπρα αποδίδοντας περίπου 320 εκ. ευρώ από τον εξορθολογισμό δαπανών σε μόλις τρία υπουργεία. Εκτιμάται ότι το ίδιο ποσοστό μείωσης των δαπανών (εξαιρουμένων των ανελαστικών δαπανών που αφορούν κατά κεφαλή μισθούς, συντάξεις και μεταβιβαστικές πληρωμές) εφαρμοζόμενο στο σύνολο των φορέων της γενικής κυβέρνησης θα αποδώσει ετήσια εξοικονόμηση ύψους 400 εκ. ευρώ από τον πρώτο χρόνο», έχει εκτιμήσει ο κ. Λιαργκόβας. 

Μείωση του μισθολογικού κόστους χωρίς απολύσεις

Ο ίδιος εκτιμά ότι μπορεί να επιτευχθεί εξοικονόμηση 185 εκατ. ευρώ ετησίως από τον πρώτο χρόνο μέσω της μείωσης του αριθμού των συμβασιούχων στο επίπεδο του 2015, της εφαρμογής του κανόνα 1 προς 3 στις προσλήψεις του δημοσίου, της ανακατανομής του διοικητικού προσωπικού από περιττές δομές που δημιουργήθηκαν κατά το διάστημα 2015-2019 σε βασικές δομές υποστήριξης της κρατικής λειτουργίας, της μείωσης των μετακλητών υπαλλήλων κατά 25% και του εξορθολογισμού των δαπανών για υπερωρίες. «Αυτό μπορεί να φέρει εξοικονόμηση 185 εκατ. ευρώ ετησίως από τον πρώτο χρόνο». 

Ο ρόλος της ακίνητης περιουσίας

Άλλος τρόπος μείωσης των δαπανών του κράτους είναι η αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας για την στέγαση υπηρεσιών του δημοσίου. Το μοντέλο της δημόσιας διοίκησης που ακολουθεί το εκάστοτε κράτος προϋποθέτει την ύπαρξη, συντήρηση και λειτουργία αρκετών κτηρίων για την κάλυψη των αναγκών του.

«Στην ελληνική πραγματικότητα, η έννοια και η προοπτική του δημοσίου κτηρίου είναι αποτέλεσμα μιας απαξιωμένης εικόνας ενός δημοσίου χώρου, ο οποίος προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες των εξυπηρετούμενων, και όχι μιας βασικής αρχής ή συνέχειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι όποιες αλλαγές χρήσης κτηρίων είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες και συναντούν τις αντιδράσεις ποικίλλων φορέων που συνδέονται με την αντίστοιχη υποδομή – για παράδειγμα, το κτήριο Κεράνη στην περιοχή του Ρέντη που θα μπορούσε να φιλοξενήσει 3 υπουργεία ή άλλες πολλαπλές χρήσεις του δημοσίου, έχει αξιοποιηθεί μόνο μερικώς καθώς συναντά τις αντιδράσεις των υπαλλήλων των υπό μεταστέγαση φορέων. Τα αναξιοποίητα κτήρια που ανήκουν στο δημόσιο υπολογίζονται σε χιλιάδες χωρίς να υπάρχει ακριβής αριθμός ή εικόνα της τύχης τους (εγκατάλειψη, καταπάτηση, αυθαίρετη αλλαγή χρήσης, κατάληψη). Ως ενοικιαστής όμως, το δημόσιο εμφανίζεται ιδιαίτερα γενναιόδωρο», υπογραμμίζει η μελέτη του ΚΕΦΙΜ.

Η ολοκληρωμένη διαχείριση των ακινήτων του δημοσίου και η αντιστοίχισή τους σε ανάγκες οι οποίες καλύπτονται σήμερα με μισθώσεις, οι πιθανές συστεγάσεις οργανισμών και η επιτάχυνση στις διαδικασίες απόδοσης στο δημόσιο των ακινήτων που έχουν καταπατηθεί προκρίνονται ως ικανά να εξαλείψουν τις σπατάλες και να αποδώσουν πλεόνασμα στο κράτος. Εκτιμάται ότι από τη μεταστέγαση υπηρεσιών του δημοσίου σε υφιστάμενες ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, όπως το κτήριο Κεράνη, μπορεί να επιτευχθεί ετήσια εξοικονόμηση 20 εκατ. ευρώ. «Η εκτίμηση αυτή είναι μετριοπαθής, δεδομένου ότι σήμερα το δημόσιο ενοικιάζει 1.050 ακίνητα αναλαμβάνοντας ετήσιο κόστος 125 εκατ. ευρώ». Η εξοικονόμηση από τον συγκεκριμένο τομέα υπολογίζεται σε 20 εκατ. ευρώ ετησίως.

Αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα 

Εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί εξοικονόμηση 1,4 δις ευρώ τον τέταρτο χρόνο από την εφαρμογή των παρακάτω μεταρρυθμίσεων, που περιλαμβάνονται στη μελέτη για τη Δημόσια Διοίκηση και Αυτοδιοίκηση του προγράμματος Ελλάδα 2021: Ατζέντα για την Ελευθερία και την Ευημερία:

-Μετάβαση από τις διοικητικές αρμοδιότητες στα πεδία πολιτικής.

-Έλεγχος του ρυθμιστικού πληθωρισμού.

-Εισαγωγή πρακτικών καλής νομοθέτησης.

-Απλοποίηση και τυποποίηση των διοικητικών διαδικασιών.

-Αναθεώρηση της πολιτικής κωδικοποίησης.

-Μετάβαση στον προϋπολογισμό βάσει απόδοσης.

-Δημιουργία Κέντρου Κυβέρνησης.

-Δημιουργία ανεξάρτητης αρχής για τη συνολική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του Δημοσίου.

-Ενίσχυση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και αναδιοργάνωση διοικητικών δομών.

-Μεταφορά εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στην περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση.

«Η εκτίμηση θεωρείται μετριοπαθής δεδομένου ότι, ενδεικτικά, έρευνα του ΙΟΒΕ υπολογίζει εξοικονόμηση 380 εκατ. ευρώ μόνο από τον πρώτο χρόνο της πλήρους εφαρμογής της ηλεκτρονικής υπογραφής στο δημόσιο. Η υπολογισθείσα εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί με την περικοπή 200 εκ. ευρώ τον δεύτερο χρόνο, επιπλέον 400 εκ. ευρώ τον τρίτο χρόνο και επιπλέον 800 εκ. ευρώ τον τέταρτο χρόνο».

Ο συγκεκριμένος τομέας λοιπόν θεωρείται ότι μπορεί να αποφέρει εξοικονόμηση 1,4 δις ευρώ τον τέταρτο χρόνο, μείωση του χρόνου που απαιτείται για την παροχή υπηρεσιών στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, καθιέρωση μιας κουλτούρας που εκτιμά την απόδοση και σημαντική βελτίωση της διαφάνειας και της κατάταξης της χώρας σε σχετικούς δείκτες (ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα).

Ενίσχυση των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα

Το συγκεκριμένο πεδίο εκτιμάται ότι μπορεί να επιτύχει εξοικονόμηση 550 εκατ. ευρώ τον τέταρτο χρόνο, μέσω της εφαρμογής προγραμμάτων outsourcing για την εκτέλεση έργων που σήμερα υλοποιούνται από δημόσιους φορείς. Πεδία εφαρμογής στα οποία υπάρχει τεχνογνωσία στον ιδιωτικό τομέα είναι αυτά που αφορούν υποστηρικτικές αρμοδιότητες και δομές οι οποίες συνιστούν και το 40% των αρμοδιοτήτων του δημοσίου. «Η εκτίμηση θεωρείται ιδιαίτερα μετριοπαθής. Ενδεικτικά, και δεδομένου του χρόνου που απαιτείται για την απόδοση των συγκεκριμένων μέτρων, η υπολογισθείσα εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί με την περικοπή 150 εκατ. ευρώ τον τρίτο χρόνο και επιπλέον 400 εκατ. ευρώ τον τέταρτο χρόνο».

Τον Σεπτέμβριο στο τραπέζι των διαβουλεύσεων

Σημειωτέον, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε χαρακτηρίσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις θέσεις του ΚΕΦΙΜ. Πρόσφατα, ο υφυπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για τη δημοσιονομική πολιτική, Θεόδωρος Σκυλακάκης, τόνισε ότι ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση θα προβεί στις φοροελαφρύνσεις, σταδιακά σε βάθος τετραετίας, θα ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο δημοσιονομικού κενού που θα επιβάρυνε τους πολίτες, και μίλησε για πλάνο με τρεις άξονες: α) ανάπτυξη με μεταρρυθμίσεις β) διεύρυνση της φορολογικής βάσης με ψηφιοποίηση και πάταξη της φοροδιαφυγής γ) εξορθολογισμός των δαπανών. Επεσήμανε δε ως ζητούμενο η Ελλάδα να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους ότι οι υψηλοί δημοσιονομικοί στόχοι βλάπτουν και τους ίδιους, καθώς στην αντίθετη περίπτωση η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει ταχύτερα, προς όφελος και των πιστωτών. Εξάλλου, «η συνεχιζόμενη τάση αποκλιμάκωσης του κόστους δανεισμού επηρεάζει θετικά τη βιωσιμότητα του χρέους και τις προσδοκίες της αγοράς», όπως υπογράμμισε στην απαντητική του επιστολή προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, σε μια πρώτη κρούση προς τους θεσμούς για τη μείωση των στόχων στα πρωτογενή πλεονάσματα. Οι διαβουλεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμικούς πιστωτές προς αυτήν την κατεύθυνση αναμένεται να αρχίσουν επί της ουσίας ήδη από τον προσεχή Σεπτέμβριο.

naftemporiki.gr