Skip to main content

Έγκλημα η φοροδιαφυγή και τιμωρία η φυλάκιση

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Κούρου
[email protected]

Βαριές είναι οι «καμπάνες» που αντιμετωπίζουν όσοι συλλαμβάνονται από τον ελεγκτικό μηχανισμό της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να φοροδιαφεύγουν, καθώς εκτός από τα πρόστιμα και τα λουκέτα βρίσκονται αντιμέτωποι σε αρκετές περιπτώσεις και με ποινικές κυρώσεις, που ξεκινούν από 3 μήνες φυλάκιση και φτάνουν μέχρι και 10 ή ακόμη και 20 χρόνια κάθειρξη. Οι έλεγχοι της ΑΑΔΕ είναι σαρωτικοί και εξονυχιστικοί σε όλες τις νησιωτικές και γενικότερα τουριστικές περιοχές της χώρας, ειδικά την περίοδο που διανύουμε, κατά την οποία «ανθεί» η φοροδιαφυγή, ενώ οι εντολές που έχουν δοθεί στους ελεγκτές είναι συγκεκριμένες και αυστηρές, να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα τα προβλεπόμενα στην ισχύουσα νομοθεσία με στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.

Για τον ΕΝΦΙΑ

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι έγκλημα φοροδιαφυγής στον φόρο εισοδήματος, στον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή στον Ειδικό Φόρο Ακινήτων (ΕΦΑ) διαπράττει όποιος με πρόθεση, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των παραπάνω φόρων, αποκρύπτει από τα όργανα φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη.

Οι εν λόγω μάλιστα περιπτώσεις φοροδιαφυγής τιμωρούνται, ανά είδος φόρου, ως εξής:

* με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, τα 100.000 ευρώ,

* με ποινή κάθειρξης, εφόσον το ποσό του φόρου, σύμφωνα με τα παραπάνω, υπερβαίνει τις 150.000.

Για τον ΦΠΑ

Επίσης, φοροδιαφυγή διαπράττει στον ΦΠΑ, στον φόρο κύκλου εργασιών, στον φόρο ασφαλίστρων και τους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη ή εισφορές, όποιος με πρόθεση, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των φόρων αυτών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς τους φόρους, τέλη ή εισφορές, καθώς και όποιος παραπλανά τη φορολογική διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές.

Οι ποινές για τον ΦΠΑ μάλιστα είναι αυστηρότερες, καθώς προβλέπονται τα εξής:

* ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών, αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις 50.000 ευρώ,

* ποινή κάθειρξης, εφόσον το ποσό του φόρου υπερβαίνει τις 100.000.

Επισημαίνεται ότι για τις υπόλοιπες ανωτέρω περιπτώσεις φοροδιαφυγής, στον φόρο κύκλου εργασιών, στον φόρο ασφαλίστρων και τους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη ή εισφορές, οι ποινές είναι από 2 έτη εφόσον το ποσό υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ, αλλά και κάθειρξη όταν το ποσό ξεπερνά τις 150.000.

Πλαστά τιμολόγια

Αξίζει να σημειωθεί ότι άλλες χαρακτηριστικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής που επισύρουν ποινή φυλάκισης είναι οι εξής:

1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το εάν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου.

Τα εγκλήματα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών (ανεξαρτήτως της αναγραφόμενης αξίας συναλλαγής).

2. Όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, με ποινή:

* φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ,

* κάθειρξης έως 10 έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις 200.000.

Όλες φυσικά οι ποινές εξαρτώνται από το ύψος του φόρου που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε, καθώς και από τη διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης και συνιστά επιβαρυντική περίσταση για τον δράστη η μεταχείριση ιδιαίτερων τεχνασμάτων.

Με βάση τα όσα προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία, εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά αμελλητί, η δε ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ενώ η διαπίστωση της συνδρομής του εγκλήματος φοροδιαφυγής γίνεται με βάση την οριστική πράξη του διορθωτικού προσδιορισμού φόρου.

Από την άλλη πλευρά ως χρόνος έναρξης παραγραφής των εγκλημάτων φοροδιαφυγής ορίζεται η τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησής της.

Σε κάθε περίπτωση πάντως η μηνυτήρια αναφορά από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης υποβάλλεται ανεξάρτητα από την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ή από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου ή από την καταβολή εκ μέρους του φορολογούμενου μέρους ή του συνόλου της οικείας οφειλής.

Η ποινική δίκη

Η ποινική δίκη δυνητικά μπορεί να αναστέλλεται μέχρι την τελεσίδικη κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, ενώ το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται ως πολιτικός ενάγων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων για τις αξιώσεις του που απορρέουν από τα εγκλήματα φοροδιαφυγής. Για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος σε υποθέσεις φοροδιαφυγής στις οποίες τα τελούμενα εγκλήματα τιμωρούνται ως πλημμελήματα (με ποινή φυλάκισης) και κρίνονται ως σοβαρές με βάση, μεταξύ άλλων, και το ύψος της διαφοράς, επιβάλλεται η προβολή των αξιώσεων του Δημοσίου από τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή από τον αρμόδιο υπάλληλο κατόπιν εντολής του προϊσταμένου της αρμόδιας αρχής προκειμένου να εκπροσωπηθεί το Δημόσιο σε παράσταση πολιτικής αγωγής.

Στις περιπτώσεις μάλιστα αυτές ζητείται από το δικαστήριο να επιδικάζεται εις βάρος του δράστη και υπέρ του Δημοσίου ένα εύλογο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη το Δημόσιο (ενδεικτικώς, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του Δημοσίου μπορεί να εκκινεί από το 1/10 του ύψους της φορολογικής διαφοράς, ανάλογα με την περίπτωση), λόγω της προσβολής του κύρους του από τη συμπεριφορά του φορολογουμένου.