Το νομοσχέδιο με τίτλο «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά» παρουσιάστηκε σήμερα από τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κ. Χατζηδάκη, ενώ όπως τόνισε ο ίδιος είναι μια παρέμβαση με το βλέμμα στους νέους που επιδιώκει -με βάση τις γενικότερες οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί- να σιγουρέψει και να αυξήσει τις συντάξεις των νέων εργαζομένων».
Μαζί με τον κ. Χατζηδάκη, παρουσίασε το ν/σχ και ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνος Τσακλόγλου και η γενική γραμματέας Κοινωνικής Ασφάλισης Παυλίνα Καρασιώτου.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, με το νομοσχέδιο εισάγονται στοιχεία κεφαλαιοποιητικού συστήματος στις επικουρικές συντάξεις για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας και εθελοντικά για εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους έως 35 ετών. Η μεταρρύθμιση ακολουθεί επιτυχημένα μοντέλα που εφαρμόζονται πολλά χρόνια σε ευρωπαΪκές χώρες. Στηρίζεται στη λογική του «ατομικού κουμπαρά» που δίνει μεγαλύτερο έλεγχο στο νέο ασφαλισμένο πάνω στο τελικό ύψος της σύνταξής του και τον συνδέει με αυτή. Δημιουργεί κουλτούρα αποταμίευσης και οδηγεί σε υψηλότερες συντάξεις για τους νέους, μέσω της επαγγελματικής διαχείρισης των κεφαλαίων που θα επενδυθούν. Και έχει ξεκάθαρο αναπτυξιακό πρόσημο, αφού μέσω της συσσώρευσης των κεφαλαίων που θα επενδυθούν στην ελληνική οικονομία θα ενισχυθεί η ανάπτυξη και η απασχόληση.
Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης δήλωσε στην εισαγωγική του τοποθέτηση ότι «Σήμερα παρουσιάζουμε το νομοσχέδιο για την μεταρρύθμιση του συστήματος της επικουρικής ασφάλισης, υλοποιώντας έτσι μια ακόμα βασική μας προεκλογική δέσμευση. Προηγήθηκε η παρέμβασή μας στο σκέλος της κύριας σύνταξης με τον νόμο 4670/2020, με τον οποίο η κυβέρνηση διόρθωσε αρκετές από τις ατέλειες του ‘νόμου Κατρούγκαλου’. Συνεχίζουμε με την αλλαγή της αρχιτεκτονικής του συστήματος για τις επικουρικές συντάξεις, που -μαζί με τις κύριες συντάξεις- συνιστούν τον πρώτο πυλώνα του ασφαλιστικού μας συστήματος.
Όπως διευκρίνισε, το ασφαλιστικό σύστημα επηρεάζεται από μια σειρά παράγοντες όπως η δημοσιονομική σταθερότητα και οι ρυθμοί ανάπτυξης αλλά και από το δημογραφικό. Στο δημογραφικό, σημείωσε, «είναι γνωστό ότι υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια επιδείνωση. Η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους είναι πλέον 1,7 προς 1, ενώ το σύστημα δομήθηκε -αρκετές δεκαετίες πριν- με αναλογία 4 προς 1.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει όλη η Ευρώπη, όμως η Ελλάδα ακόμα περισσότερο. Εκτιμάται ότι το 2030 θα έχουμε πάρει από την Ιταλία μια ανεπιθύμητη πρωτιά: Αυτή της πιο γερασμένης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι επιλογές που έχουν οι ασφαλισμένοι για το μέλλον τους στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι λιγότερες σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες».
«Το νέο σύστημα», τόνισε ο υπουργός, «εισάγεται σταδιακά, ακολουθώντας και ως προς αυτό το μοντέλο πολλών ευρωπαϊκών κρατών, ιδιαίτερα δε των σκανδιναβικών χωρών όπως η Σουηδία, που φημίζονται για την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού τους κράτους», ενώ με αυτή την αναγκαία, όπως χαρακτήρισε, παρέμβαση σημείωσε τα εξής πλεονεκτήματα.
– Πρώτο πλεονέκτημα είναι ότι ο νέος ασφαλισμένος θα αποκτήσει σημαντικό έλεγχο πάνω στη σύνταξή του και στο τελικό της ύψος. Δεν θα αποφασίζουν άλλοι γι’ αυτόν, χωρίς αυτόν. Η παρέμβασή μας λοιπόν βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα, συνδέοντάς τους με τη σύνταξή τους. Πολλοί νέοι πιστεύουν ότι «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη». Αυτή την αντίληψη πάμε να αλλάξουμε.
– Δεύτερο πλεονέκτημα είναι ότι με το σύστημα του «προσωπικού κουμπαρά» θα δημιουργηθεί μια νέα κουλτούρα αποταμίευσης. Τα χρήματα που θα αποταμιευθούν θα επενδυθούν με σωστότερο και πιο επαγγελματικό τρόπο. Έτσι θα γίνουν περισσότερες επενδύσεις που σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το δημόσιο ταμείο.
– Τρίτον πλεονέκτημα, ότι τα νέο σύστημα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους. Αυτό δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία την οποία ακολουθούμε. Μια σειρά από στοιχεία τα οποία παρουσιάζουμε δείχνει ότι η αξιοποίηση των πόρων μέσω αυτού του συστήματος έχει αποδειχθεί αποτελεσματικότερη.
– Και τέταρτο, η παρέμβαση αυτή ενισχύει τη βιωσιμότητα του ευρύτερου ασφαλιστικού συστήματος καθώς εισάγει μια ποικιλομορφία, αποφεύγοντας δηλαδή το δημόσιο και οι ασφαλισμένοι να βάζουν όλα τα αυγά τους για τις κοινωνικές ασφαλίσεις στο ίδιο καλάθι όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
«Η μεταρρύθμιση αυτή συνοδεύεται από μια ένα σύστημα διπλής εγγύησης: Για τους σημερινούς ασφαλισμένους δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτε. Οι συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος είναι πλήρως διασφαλισμένες γιατί όποιο χρηματοδοτικό κενό προκύψει, θα καλυφθεί χωρίς προβλήματα από τον προϋπολογισμό.
Και για τους νεοεισερχόμενους, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με τις επενδύσεις των αποταμιεύσεών τους, το κράτος παρέχει εγγύηση ότι η σύνταξη δεν θα είναι χαμηλότερη από τις εισφορές που κατέβαλαν», εξήγησε ο κ. Χατζηδάκης.
Ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνος Τσακλόγλου υπογράμμισε ότι «Πρόκειται για μια ουσιώδη διαρθρωτική μεταρρύθμιση που μεριμνά για την επάρκεια των μελλοντικών επικουρικών συντάξεων των νέων εργαζομένων, χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι σημερινές συντάξεις».
Με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση δήλωσε, επιδιώκεται:
- Η μείωση του δημογραφικού κίνδυνου στο σύνολο της κοινωνικής ασφάλισης
- Η εξασφάλιση υψηλότερων επικουρικών συντάξεων στους μελλοντικούς συνταξιούχους
- Η μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος σε μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας
- Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων ασφαλισμένων στο δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα με την παροχή ισχυρών κινήτρων για νόμιμη εργασία.
Επίσης υπογράμμισε ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο περιλαμβάνει δύο σημαντικές κρατικές εγγυήσεις.
– Πρώτον, το κράτος εγγυάται την καταβολή των συντάξεων του υφισταμένου συστήματος με υπολογισμό τους ωσάν στο σύστημα να συμμετείχαν όλοι οι ασφαλισμένοι (παλαιοί και νέοι).
– Δεύτερον, ακόμα και στην εξαιρετικά απίθανη περίπτωση που οι σωρευτικές αποδόσεις των επενδύσεων του ατομικού λογαριασμού του ασφαλισμένου στο νέο σύστημα είναι αρνητικές, το κράτος εγγυάται ότι η επικουρική του σύνταξη θα αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε ο ασφαλισμένος σε πραγματικούς όρους. «Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι του νέου συστήματος θα είναι προστατευμένοι από τυχόν ακραίες διακυμάνσεις των αγορών», επεσήμανε.
Τόνισε επίσης ότι για λόγους πληρότητας, διαφάνειας και επιστημονικής τεκμηρίωσης, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανέθεσε την εκπόνηση τριών οικονομικών μελετών των επιπτώσεων της εισαγωγής του νέου συστήματος επικουρικής ασφάλισης: (α) στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή αναλογιστική μελέτη, (β) στο Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) μελέτη μακροοικονομικών επιπτώσεων και (γ) στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) μελέτη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Οι μελέτες αυτές θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το σχέδιο νόμου – κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά- σε ασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Τέλος, η γενική γραμματέας Κοινωνικής Ασφάλισης Παυλίνα Καρασιώτου, αναφέρθηκε στις βασικές αρχές που ακολουθήθηκαν ως προς το σχεδιασμό του νέου συστήματος. Τόνισε ότι έχουν ληφθεί υπόψη οι καλές πρακτικές των άλλων χωρών, οι κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ και των διεθνών οργανισμών, αλλά και οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας, ενώ αναφέρθηκε και σε μη πετυχημένες πρακτικές οι οποίες λήφθηκαν υπόψη ώστε να αποφευχθούν λάθη. Όπως σημείωσε, «το νέο σύστημα σχεδιάστηκε πάνω στις αρχές της ορθής εταιρικής διακυβέρνησης, της επαγγελματικής διαχείρισης των επενδύσεων, αλλά και στον ισχυρό έλεγχό του εκ μέρους του νέου Ταμείου, προς όφελος των ασφαλισμένων». Καταλήγοντας, επεσήμανε ότι με την κατάθεση και ψήφιση του νομοσχεδίου αρχίζει ο δρόμος της εφαρμογής του, «με το υπουργείο να έχει ξεκινήσει με τις υπουργικές αποφάσεις και τις λοιπές οργανωτικές πτυχές, ώστε να είμαστε έγκαιρα σε θέση να αρχίσουμε να παρέχουμε στους ασφαλισμένους αυτά που υποσχόμαστε».
Παράλληλα, το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, εξέδωσε ενημερωτικό σημείωμα σχετικά με το νομοσχέδιο.
«Η μεταρρύθμιση του συστήματος Επικουρικής Ασφάλισης που προωθείται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο είναι μια μεταρρύθμιση με το βλέμμα στη νέα γενιά. Αποτελεί υλοποίηση της προεκλογικής δέσμευσης της κυβέρνησης που απαντά στην πρόκληση της γήρανσης του πληθυσμού -που υπονομεύει το υφιστάμενο σύστημα- «κεφαλαιοποιώντας» την εμπειρία από επιτυχημένα μοντέλα ευρωπαϊκών χωρών που φημίζονται για την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού τους κράτους, όπως η Σουηδία, η Δανία, η Ολλανδία», σημειώνει.
Όπως αναφέρει, τα βασικά πλεονεκτήματα της παρέμβασης είναι τα ακόλουθα:
- Οδηγεί σε υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία την οποία ακολουθούμε, με πλήρη διασφάλιση των υφιστάμενων συντάξεων
- Εισάγει τη λογική του «ατομικού κουμπαρά», δίνοντας στον νέο ασφαλισμένο περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερο έλεγχο στο τελικό ύψος της σύνταξής του.
- Βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα συνδέοντάς τους με την σύνταξή τους και απαντώντας στην ανησυχία που εκφράζουν πολλοί νέοι ότι «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη»
- Δημιουργεί καινούρια κουλτούρα αποταμίευσης, με σημαντικά οφέλη για την εθνική οικονομία. Γιατί μέσα από το νέο σύστημα θα δημιουργηθεί και ένας εθνικός «κουμπαράς», οι πόροι του οποίου θα επενδυθούν στην εθνική οικονομία. Οι επενδύσεις σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το κράτος
- Ενισχύει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αποσυνδέοντας την επικουρική ασφάλιση από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις
Το πρόβλημα
Το υπουργείο επισημαίνει ότι με το νέο σύστημα επιχειρείται να αντιμετωπιστούν οι παρενέργειες που προκύπτουν από την επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων, ενώ το ισχύον, εξολοκλήρου διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (που προβλέπει ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των σημερινών εργαζομένων χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων) λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι. Κάτι που συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά όχι πια.
Η αλλαγή, υπογραμμίζει, των δημογραφικών συσχετισμών προς το χειρότερο είναι μια πραγματικότητα που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και πολλές ανεπτυγμένες χώρες. «Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 όταν ‘χτιζόταν’ το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχων στην Ελλάδα ήταν 4 προς 1. Σήμερα είναι 1,7 προς 1. Η Eurostat εκτιμά ότι το 2030 η Ελλάδα αναμένεται να πάρει από την Ιταλία τα σκήπτρα της πιο γερασμένης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης», τονίζει.
«Ειδικά όσον αφορά στην επικουρική ασφάλιση, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής σήμερα 1,2 εκατομμύρια δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης μοιράζονται τις εισφορές 3,3 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Το 2050, 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050», συμπληρώνει.
Η προτεινόμενη λύση
Το υπουργείο σημειώνει ότι για να μην βρεθούν οι νέοι εργαζόμενοι να εισπράττουν χαμηλές επικουρικές συντάξεις, δρομολογεί τη βαθμιαία μετατροπή του συστήματος επικουρικής ασφάλισης από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό.
Βασικό, όπως υποστηρίζει, χαρακτηριστικό του νέου συστήματος είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί («κουμπαράδες») από τους οποίους θα καταβληθούν οι μελλοντικές συντάξεις των νέων εργαζομένων. Αντί δηλαδή οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό, από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις. Οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων.
Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς.
Προαιρετικά, αν δηλαδή το επιθυμούν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει. Δηλαδή 6,5% μέχρι τα μέσα του 2022 και 6% από εκεί και πέρα.
Η διαχείριση των ατομικών λογαριασμών θα γίνεται μέσω ενός νέου δημοσίου φορέα, (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης-ΤΕΚΑ) που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες.
Θα δημιουργηθεί περιορισμένος αριθμός προσεκτικά σχεδιασμένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων, όπου -με επιλογή του ασφαλισμένου και ανάλογα με το προφίλ του- θα επενδύονται τα κεφάλαια του «ασφαλιστικού κουμπαρά» του. Θα υπάρχει η συντηρητική επιλογή, η ενδιάμεση και μια πιο «επιθετική» με στόχο τη διασφάλιση μεγαλύτερων αποδόσεων. Ο ασφαλισμένος θα έχει τη δυνατότητα ανά τακτά χρονικά διαστήματα να αλλάζει την στρατηγική του. Θα μπορεί δε να έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking.
Ο νόμος θα προβλέπει έναν μαθηματικό τύπο («ράντα») που θα υπολογίζει το ύψος της σύνταξης με βάση διάφορους παράγοντες, με κυρίαρχο τις ασφαλιστικές εισφορές που θα έχουν συσσωρευτεί στον ατομικό κουμπαρά του κάθε ασφαλισμένου αλλά και την απόδοση που θα έχει εξασφαλίσει.
Επίσης, δεν τίθεται κανένα θέμα ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης. Η νέα επικουρική παραμένει δημόσια. Στο νομοσχέδιο θα προβλέπεται ρητά εγγύηση του Δημοσίου περί μη αρνητικής απόδοσης που σημαίνει ότι κανείς δεν θα πάρει επικουρική σύνταξη χαμηλότερη από αυτή που αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε.
Το πιθανότερο, σύμφωνα με το ΥΠΕΡΓ, είναι ότι η εγγύηση αυτή να μην χρειαστεί να ενεργοποιηθεί, αν ληφθεί υπόψη η εμπειρία χωρών όπου κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά συστήματα λειτουργούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Ως παράδειγμα αναφέρει τη Σουηδία, όπου από το 1995, λειτουργούν δυο παράλληλα συστήματα δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Το ένα, που παρέχει τις κύριες συντάξεις είναι διανεμητικού χαρακτήρα. Το δεύτερο –που αφορά στην επαγγελματική ασφάλιση- είναι κεφαλαιοποιητικό, σαν αυτό που σχεδιάζουμε με τη μεταρρύθμιση. Για την περίοδο 1995-2019 η μέση ετήσια απόδοση για την διανεμητική ασφάλιση ήταν σε πραγματικούς όρους 1,7%, ενώ για την κεφαλαιοποιητική ασφάλιση 4,2%. Με άλλα λόγια, σε αυτή την περίοδο, το κεφάλαιο του διανεμητικού συστήματος αυξήθηκε κατά 52% ενώ αυτό του κεφαλαιοποιητικού κατά 180%.
Διαχειρίσιμο το κόστος μετάβασης- Καμία αλλαγή στις υφιστάμενες συντάξεις
Το ΥΠΕΡΓ διαβεβαιώνει ότι από τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση δεν επηρεάζεται ούτε η καταβολή ούτε το ύψος των επικουρικών συντάξεων του υφιστάμενου συστήματος. Θα αναγράφεται ρητά στο νόμο πως οι καταβαλλόμενες από το «παλιό» Επικουρικό Ταμείο συντάξεις δεν θα θιγούν από τη μεταρρύθμιση και για το λόγο αυτό θα υπάρχουν επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό προς το «παλιό» ταμείο επικουρικής ασφάλισης.
Το ποσό που απαιτείται υπολογίζεται σε 300 εκατ. ευρώ –κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Ποσό απόλυτα διαχειρίσιμο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 15 δις. ευρώ σε ετήσια βάση.
Για τη συνολική περίοδο αναφοράς (2022-2070) η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού υπολογίζεται στα 120 εκατ. ευρώ (6 δισ. ευρώ σωρευτικά). Το ποσό αυτό προκύπτει εάν από το ταμειακό κενό αφαιρεθούν τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν χάρις στη μεταρρύθμιση. Δηλαδή, το «μέρισμα ανάπτυξης» σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζει το ακαθάριστο κόστος μετάβασης αφήνοντας πολύ μικρά κενά που μπορούν εύκολα να απορροφηθούν από τον προϋπολογισμό.
Οι τρεις μελέτες (Αναλογιστική, Μακροοικονομική, Ανάλυση Βιωσιμότητας Δημοσίου Χρέους) για τις επιδράσεις της μεταρρύθμισης
Το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αναφέρει ότι ανάθεσε την εκπόνηση τριών μελετών ώστε να έχει πλήρη εικόνα των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στην οικονομία. Οι μελέτες θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο.
- Η αναλογιστική μελέτη, για το κόστος της μετάβασης στο νέο σύστημα και το ρυθμό ωρίμανσής της εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Από αυτήν προέκυψε ότι το ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από τη νέα επικουρική θα ξεπεράσει το 50% το 2045 και το 90% το 2065. Τα στοιχεία για το κόστος μετάβασης αναφέρθηκαν πιο πάνω.
- Η μακροοικονομική μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), τα βασικά ευρήματα της οποίας είναι τα εξής:
– Το αποθεματικό του νέου Ταμείου στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) εκτιμάται στο 31% του ΑΕΠ
– Οι ετήσιες εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2070
– Σταδιακή αύξηση ΑΕΠ σε σύγκριση με το σενάριο της μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης η οποία θα φτάσει σε ύψος 6-7% στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070)
– Ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, άμεσων και έμμεσων φόρων
– Τέλος, η ανάλυση βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), δείχνει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2045 οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρές.
Από τις μελέτες και τις προβολές που έχουν γίνει, επισημαίνει το ΥΠΕΡΓ, προκύπτει ότι το νέο σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις σε σχέση με το υφιστάμενο.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, ενώ αυτή τη στιγμή το ύψος της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης για μέσο μισθό 1.400 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 235 ευρώ, με το νέο σύστημα η επικουρική σύνταξη μπορεί να φτάσει στα 326 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ και στα 479 ευρώ με βάση τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που έχουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα με τις υψηλότερες αποδόσεις.
Σε ένα άλλο παράδειγμα, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ. Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.
Μπορεί δε, όπως υποστηρίζει, να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στα 257 ευρώ (+68% σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα) εάν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μικτό Αμοιβαίο Κεφαλαίο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών.