Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Η αναζήτηση της βέλτιστης λύσης για τον προσδιορισμό του πλαφόν στις συντάξεις αποτελεί μία από τις βασικές προτεραιότητες του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, καθώς μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια θα πρέπει να προσδιοριστεί το νέο ανώτατο ύψος των συντάξιμων αποδοχών. Ήδη η αρμόδια επιστημονική επιτροπή, την οποία συνέστησε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, εξετάζει διαφορετικά σενάρια, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και η σύνδεση του ανώτατου πλαφόν στις συντάξεις με τον κατώτατο μισθό.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι με βάση την ισχύουσα νομοθεσία το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού. Μετά τον καθορισμό νέου κατώτατου μισθού που ισχύει από την 1η Φεβρουαρίου του 2019, αυτό το πλαφόν αναπροσαρμόσθηκε από 5.860,80 σε 6.500 ευρώ, εφόσον ο νέος κατώτατος μισθός ορίσθηκε στα 650 ευρώ μικτά (10×650 ευρώ). Αυτό το στοιχείο της αύξησης του κατώτατου μισθού και της σύνδεσής του με τον υπολογισμό των ασφαλιστέων αποδοχών, άρα και των συντάξιμων αποδοχών, αποτελεί βασικό δεδομένο για τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγιστεί η νέα πρόταση.
Πριν από τον Ιανουάριο του 2017, όταν θεσπίστηκε το πλαφόν των 5.860 ευρώ με τον νόμο Κατρούγκαλου, υπήρχε ως ανώτατο ασφαλιστικό όριο το ποσό των 5.543,55 ευρώ για τους λεγόμενους «παλαιούς», αλλά και τους «νέους» ασφαλισμένους, δηλαδή όσους πρωτοασφαλίστηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1993. Υπενθυμίζεται ότι το όριο αυτό είχε θεσμοθετηθεί αρχικά μόνο για τους «νέους» ασφαλισμένους, ενώ για τους «παλαιούς» (ασφαλισμένοι πριν από τις 31/12/1992) ίσχυε πλαφόν 2.432,25 ευρώ. Στη συνέχεια, όμως, με αφορμή τις ραγδαίες ανακατατάξεις στο ασφαλιστικό σύστημα εξαιτίας των μνημονίων, το 2012 αυτά τα δύο όρια εξισώθηκαν, με αποτέλεσμα και οι «παλαιοί» ασφαλισμένοι να μπουν στο πλαφόν των 5.543,55 ευρώ. Από 1ης Ιανουαρίου 2017 το όριο αυτό αυξήθηκε και προσδιορίστηκε στις 5.860,80 ευρώ, ενώ από 1ης Φεβρουαρίου 2019 αυξήθηκε στα 6.500 ευρώ, καθώς είναι το δεκαπλάσιο του κατώτατου μισθού και ισχύει πλέον για όλους τους ασφαλισμένους: μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες.
Έτσι, το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού. Αυτό σημαίνει ότι η οποιαδήποτε μελλοντική αύξηση των κατώτατων μισθών θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα και την αντίστοιχη αύξηση των ασφαλιστέων αποδοχών, άρα και των συντάξεων. Εκτός κι αν υπάρξει διαφορετική νομοθετική ρύθμιση μέσα στους επόμενους μήνες. Δηλαδή, ρύθμιση που θα «κλειδώνει» το ανώτατο πλαφόν και τις ασφαλιστέες αποδοχές σε επίπεδα μικρότερα των σημερινών, προκειμένου να μην υπάρξει επανάληψη υπολογισμού συντάξεων σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, όπως αυτές των 8.000, 10.000, 15.000 ή και 24.000 ευρώ, για τις οποίες βέβαια καταβλήθηκαν οι νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές. Επισημαίνεται ότι πέρα από τα έτη ασφάλισης, τις συντάξιμες αποδοχές και το ύψος των εισφορών που καταβλήθηκαν σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, στο συνολικό ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης προσμετρήθηκε και η εθνική σύνταξη των 384 ευρώ που χορηγείται σε όσους έχουν πάνω από 20 έτη ασφάλισης.