Με σαφή επενδυτικό προσανατολισμό λόγω και των πόρων που θα έρθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης, σε βαθμό μάλιστα που το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) αφορά σχεδόν αποκλειστικά επενδυτικά σχέδια και όχι δαπάνες άλλης φύσης, όπως για παράδειγμα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καταρτίστηκε το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025 που κατατέθηκε στη Βουλή. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΠΔΕ αφορά σχεδόν αποκλειστικά επενδυτικά σχέδια και όχι δαπάνες άλλης φύσης (π.χ. δαπάνες αντιμετώπισης της πανδημίας). Παράλληλα, το υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει για τα επόμενα έτη την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης αρχής γενομένης από φέτος. Για το 2021 το οικονομικό επιτελείο διατηρεί την πρόβλεψη για θετικό ρυθμό ανάπτυξης 3,6% παρά το γεγονός ότι διεθνείς οργανισμοί και ευρωπαϊκοί θεσμοί εκτιμούν μεγαλύτερη ανάπτυξη φέτος.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025,
- μέχρι το τέλος του 2025 το ΑΕΠ θα επιστρέψει στα 217 δις. ευρώ. Η επιστροφή στην ανάκαμψη, θα ξεκινήσει από φέτος –με το ΑΕΠ να διαμορφώνεται στα 172,1 δις. ευρώ έναντι 165,8 δις. ευρώ το 2020, αυξημένο κατά 3,6%. Πολύ ισχυρή ανάκαμψη προβλέπεται για όλη την περίοδο από το 2023 έως το 2025 με το ΑΕΠ να «κερδίζει» πάνω από 10 δις. ευρώ σε ετήσια βάση. Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία θα καταγράψει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης 6,2% το 2022, 4,1% το 2023, 4,4% το 2024 και 3,3,% το 2025. «Η ανάπτυξη φέτος είναι πιθανόν να είναι μεγαλύτερη αν επιβεβαιωθούν και στους επόμενους μήνες οι πολύ θετικές εξελίξεις που κατέγραψε για το ΑΕΠ η ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2021». Όπως εκτιμάται, στο σύνολο των ετών 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Κινητήρια δύναμη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αποτελέσουν οι επενδύσεις, φτάνοντας τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ στο 16,7% το 2025, από 11,1% το 2020. Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή θα έχει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
- η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα, 2% το 2023, 2,8% το 2024 και 3,7% το 2025. Όπως επισημαίνεται το πρωτογενές έλλειμμα φέτος θα διαμορφωθεί στο 7,15% για να υποχωρήσει σημαντικά το 2022, στο 0,5%. Στο ΜΠΔΣ διευκρινίζεται ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που απεικονίζονται κυρίως προς τα τελευταία έτη του Προγράμματος αποτελούν το βασικό σενάριο χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων πολιτικής, που σε κάθε περίπτωση θα προσαρμοστούν στους στόχους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα που θα τεθούν στη βάση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαλείφοντας τυχόν υπερβάσεις αυτών.
* οι ιδιωτικές επενδύσεις (λόγω και των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης) θα αυξηθούν εφέτος κατά 7%, για να εκτιναχθούν στο 30,3% το 2022 και να συνεχίσουν να αυξάνονται, κατά 12,3% το 2023, κατά 10,8% το 2024 και κατά 7,4% το 2025.
- · Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα ακολουθήσουν ανοδική πορεία: Κατά 10,4% το 2021, κατά 13,8% το 2022, κατά 7,5% το 2023, κατά 6,2% το 2024 και κατά 5,2% το 2025.
- Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 2,6% εφέτος, κατά 2,9% το 2022, κατά 2,1% το 2023, κατά 2,8% το 2024 και κατά 2,2% το 2025.
- Θα συνεχιστεί η αποκλιμάκωση της ανεργίας, το ποσοστό της οποίας θα διαμορφωθεί στο 16,3% εφέτος (αμετάβλητο σε σχέση με το 2020), για να μειωθεί στο 14,4% το 2022, στο 13,2% το 2023, στο 11,9% το 2024 και στο 11,1% το 2025.
Δημόσιο χρέος
Στο ΜΠΔΣ 2022-2025 εκτιμάται ότι το δημόσιο χρέος θα υποχωρεί σταδιακά από το 205,6% του ΑΕΠ το 2020 στο 204, 8% το 2021 ενώ το 2022 υποχωρεί κάτω από το 200%, στο 189,5% για να φτάσει στο 156,9% του ΑΕΠ το 2025. Η τήρηση υψηλού ποσού συνολικών ταμιακών διαθεσίμων συνεισφέρει ουσιαστικά στην επίτευξη χαμηλού κόστους χρηματοδότησης, ενώ θετική επίδραση στην πορεία των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά έχει η συνέχιση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (“PEPP”) για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, που υλοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2022.
Η πολιτική δανεισμού για το επόμενο χρονικό διάστημα βασίζεται στις ακόλουθες αρχές:
- Γνωστοποίηση με διαφανή τρόπο της ετήσιας στρατηγικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου.
- Διατήρηση της συνεχούς και μόνιμης παρουσίας του Ε.Δ. στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
- Δημιουργία χώρου για εκδοτική δραστηριότητα.
- Ολοκλήρωση της επανασύστασης και συνεχή επικαιροποίηση της καμπύλης αποδόσεων των ελληνικών κρατικών χρεογράφων.
- Έκδοση κρατικών ομολόγων με ικανό ποσό έκδοσης ώστε να θεωρούνται εκδόσεις αναφοράς (benchmarks) με όρους χωρών ευρωζώνης.
- Διερεύνηση πιθανής έκδοσης «πράσινων ομολόγων» (green bonds).
- Περαιτέρω βελτίωση της ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά ομολόγων.
- Προσπάθεια μείωσης του περιθωρίου πιστωτικού κινδύνου (spread) σε όλο το φάσμα της καμπύλης ώστε να προσεγγίσει αυτό των άλλων χωρών της ευρωζώνης.
- Ενεργητική διαχείριση των κινδύνων αγοράς που ενυπάρχουν στο χαρτοφυλάκιο δημοσίου χρέους, τόσο μέσω μίας πολιτικής ενεργούς διαχείρισης όσο και μέσω της εκδοτικής δραστηριότητας, καθώς επίσης και περαιτέρω μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης.
- Διατήρηση του συνεχούς διαλόγου με την επενδυτική κοινότητα, οικοδόμηση ισχυρότερων σχέσεων με εν δυνάμει μελλοντικούς επενδυτές και προσπάθεια περαιτέρω επέκτασης της επενδυτικής βάσης.
- Τακτική επικοινωνία με τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με ταυτόχρονη παροχή του συνόλου της αναγκαίας και απαραίτητης πληροφορίας.
- Επέκταση της υφιστάμενης ενεργούς διαχείρισης της βραχυχρόνιας ρευστότητας και των κρατικών ταμειακών διαθεσίμων καθώς και των διαθεσίμων του συνόλου των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης.
Οι προβλέψεις για το 2021
Ετος μερικής ανάκαμψης αναμένεται να είναι το 2021 σε σχέση με το 2020 καθώς η συνισταμένη μεταξύ δυσμενών οικονομικών επιδράσεων (λόγω της πανδημίας) και ευνοϊκών αντισταθμιστικών παραγόντων (λόγω των πολιτικών αντιμετώπισής της) τείνει προς το θετικότερο κατά τη διάρκεια του έτους.
Στην Ελλάδα, η άρση των περιορισμών του δεύτερου lockdown πραγματοποιήθηκε σταδιακά μετά το πέρας του πρώτου τριμήνου του 2021, έναντι της υπόθεσης στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2021 για βαθμιαία άρση από τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους. Αυτό ενέτεινε τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους αναφορικά με τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, υπαγορεύοντας νέα επέκταση της υποστηρικτικής δημοσιονομικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις χωρών στην υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων τους, επέβαλε πιο συντηρητικές εκτιμήσεις για τις διεθνείς τουριστικές αφίξεις στην Ελλάδα κατά το καίριο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, με τις αναμενόμενες εισπράξεις από το εξωτερικό σήμερα στο 45% του επιπέδου του 2019, από 60% που ήταν η υπόθεση στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2021.
Από την άλλη πλευρά, η καλύτερη της εκτιμώμενης επίδοση του τέταρτου τριμήνου 2020, έχει επίδραση μεταφοράς στο 2021 ευμενέστερη από ό,τι ήταν η εκτίμηση στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2021 κατά περισσότερες από 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Την ίδια στιγμή, η επίπτωση του δεύτερου lockdown αναμένεται να παραμείνει μειούμενη και στο πρώτο τρίμηνο του 2021, όπως φαίνεται από τα προσωρινά στοιχεία.
«Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος συνδέεται με το ορατό πλέον τέλος της πανδημίας, χάρη στη συντεταγμένη υλοποίηση του ελληνικού εμβολιαστικού προγράμματος και τη διαθεσιμότητα ολοένα μεγαλύτερου αριθμού εμβολίων για την κάλυψη του πληθυσμού και τη δημιουργία συνθηκών ανοσίας. Ακόμα, τα συνεχιζόμενα μέτρα οικονομικής στήριξης των πληττόμενων κλάδων, που αποτιμώνται στο 9,1% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος, ενισχύουν την οικονομική εμπιστοσύνη και συνεισφέρουν στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας κατά πάνω από 4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κατ’ εκτίμηση»
Πέραν των μέτρων στήριξης του 2020 που παρατάθηκαν και για το διάστημα ισχύος των περιοριστικών μέτρων μέσα στο 2021, υλοποιούνται και νέα μέτρα, με έναρξη ισχύος το τρέχον έτος, προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στη μετά-Covid εποχή χωρίς έξοδο βιώσιμων επιχειρήσεων από την αγορά και χωρίς απώλεια θέσεων εργασίας. Προς τον σκοπό αυτό, τα νέα μέτρα εστιάζουν κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τον κύριο κορμό του παραγωγικού ιστού της οικονομίας και απασχολούν το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων. Σε αυτά περιλαμβάνονται
- η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και
- η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ιδιωτικών υπαλλήλων κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες για την περίοδο 2021-2022,
- η μη επιστρεπτέα επιχορήγηση προς μικρές επιχειρήσεις μέσω των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
- το νέο πρόγραμμα εγγυημένης χρηματοδότησης για πολύ μικρές επιχειρήσεις από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων Covid-19 της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας,
- το πρόγραμμα «Γέφυρα 2» για επιδότηση δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων πληγεισών από την πανδημία,
- το πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών πληγεισών επιχειρήσεων,
- η μη επιστροφή μέρους των ενισχύσεων από τους τρεις πρώτους κύκλους της επιστρεπτέας προκαταβολής (σε σύνδεση με τη μείωση του κύκλου εργασιών),
- το πρόγραμμα κεφαλαίου κίνησης για την εστίαση και τον τουρισμό και άλλα μέτρα ενίσχυσης των κλάδων που πλήττονται από την πανδημία.
Για το 2021, υπολογίζεται θετική συμβολή στην ανάπτυξη κατά 1,4% από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ η συνεπαγόμενη μέση αύξηση στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της περιόδου 2021-2025 εκτιμάται σε 1,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα έχει καθοριστική συμβολή στο κλείσιμο του επενδυτικού κενού της Ελλάδας. «Η ενεργοποίηση του Ταμείου από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 αναμένεται να ωθήσει το ποσοστό επενδύσεων στο ελληνικό ΑΕΠ στο 11,5% στο σύνολο του τρέχοντος έτους έναντι 11,1% το 2020 και 10,1% το 2019, λειτουργώντας ανασταλτικά προς την επιδείνωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών κατά την επαναφορά της ιδιωτικής οικονομίας σε συνθήκες πλήρους λειτουργίας». Η ανοδική πορεία του ποσοστού επενδύσεων στο ΑΕΠ αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα έτη, λόγω των αυξημένων ροών του Ταμείου και της κινητοποίησης μεγαλύτερου όγκου ιδιωτικών επενδυτικών πόρων, αλλά και της διαρθρωτικής επίδρασης των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου. Μεταξύ του 2020 και του 2025, από τη συνολική μείωση του επενδυτικού κενού της Ελλάδας έναντι της Ευρωζώνης περίπου στο ήμισυ (ή κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ), το 73% εκτιμάται ότι θα έχει προέλθει από επενδύσεις χρηματοδοτούμενες μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Το 2021 το ποσοστό ανάκτησης των απωλειών παραγόμενου προϊόντος του 2020 αναμένεται να κυμανθεί στο 40%, κοντά στην αντίστοιχη εκτίμηση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2021. Αυτό υποδηλώνει έναν πιο εύρωστο ρυθμό ανάκαμψης στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, με βασικούς παράγοντες τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις και την εκτιμώμενη αυξημένη ροπή για κατανάλωση την πρώτη περίοδο μετά το παρατεταμένο lockdown.
Η δημόσια κατανάλωση αναμένεται συνεχίσει την ανοδική πορεία της για τρίτο συνεχόμενο έτος το 2021 (+1,5% σε ετήσια βάση), εν μέσω συνέχισης των μέτρων στήριξης της οικονομίας και αυξημένης πρόβλεψης για την ενδιάμεση ανάλωση της Γενικής Κυβέρνησης.
Για τις καθαρές εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται θετική συμβολή στο πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς η αύξηση των τουριστικών εισπράξεων από το εξωτερικό κατά 3,7 δισεκατομμύρια ευρώ ή 87,1% έναντι του 2020 και η αντίστοιχη ανάκαμψη των μεταφορικών και λοιπών εξαγωγών υπηρεσιών κατά 9,4% υπεραντισταθμίζουν την εκτιμώμενη αύξηση εισαγωγών υπηρεσιών (+9,7% σε σταθερές τιμές).
Τα μέτρα στήριξης το β’ εξάμηνο του 2021
Σύμφωνα με το ΜΠΔΣ, οι κυριότερες παρεμβάσεις στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων το β΄ εξάμηνο του 2021 εστιάζονται:
- Πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών επιχειρήσεων ύψους 500 εκατ. ευρώ,
- προγράμματα επιδότησης κεφαλαίου κίνησης μέσω του ΕΣΠΑ για την εστίαση, τον τουρισμό, τα γυμναστήρια και τους παιδότοπους, συνολικού ύψους 766 εκατ. ευρώ,
- νέο εγγυοδοτικό πρόγραμμα μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας για πολύ μικρές επιχειρήσεις με κόστος 220 εκατ. ευρώ που με τη μόχλευση η διαθέσιμη ενίσχυση ανέρχεται σε 450 εκατ. ευρώ,
- επέκταση προγράμματος ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ έως τον Σεπτέμβριο, με ειδική πρόβλεψη για τους εποχικά απασχολούμενους, με εκτιμώμενο κόστος 122 εκατ. ευρώ για την εν λόγω περίοδο,
- επιδότηση δανείων δανειοληπτών φυσικών προσώπων μέσω του ΓΕΦΥΡΑ και νομικών προσώπων μέσω του ΓΕΦΥΡΑ 2, με εκτιμώμενο κόστος περί τα 400 εκατ. ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2021,
- ενίσχυση της απασχόλησης μέσω του προγράμματος των 100.000 θέσεων εργασίας, με ειδική πρόβλεψη για τους εποχικά απασχολούμενους, με εκτιμώμενο κόστος 200 εκατ. ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2021,
- προγράμματα κοινωνικού τουρισμού του Υπουργείου Τουρισμού και του ΟΑΕΔ, ύψους 110 εκατ. ευρώ,
- μείωση προκαταβολής φόρου επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών με κόστος 907 εκατ. ευρώ,
- αναστολή πληρωμής εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα με εκτιμώμενο κόστος για το επόμενο διάστημα έως τέλη του έτους: 609 εκατ. ευρώ,
- μείωση τριών μονάδων ασφαλιστικών εισφορών για τον ιδιωτικό τομέα με εκτιμώμενο κόστος για το επόμενο διάστημα έως τέλη του έτους: 408 εκατ. ευρώ.
Για το έτος 2022 έχει προβλεφθεί η επέκταση των μέτρων της αναστολής πληρωμής εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα με κόστος 767 εκατ. ευρώ και της διατήρησης της μείωσης των τριών μονάδων ασφαλιστικών εισφορών για τον ιδιωτικό τομέα με κόστος 816 εκατ. ευρώ. Παράλληλα έχουν προβλεφθεί οι απαραίτητες πιστώσεις ύψους 276 εκατ. ευρώ για το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού και το έκτακτο υγειονομικό προσωπικό.
Επιπλέον των μέτρων αντιμετώπισης της Πανδημίας, από το 2022 και έπειτα προβλέπεται σε μόνιμη βάση διατήρηση της μείωσης του ποσοστού της προκαταβολής φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων στο 55% και των νομικών προσώπων στο 80%. Επιπλέον στα δημοσιονομικά αποτελέσματα έχει ληφθεί υπόψη η μείωση του ποσοστού φορολογίας νομικών προσώπων από 24% στο 22% με εκτιμώμενο κόστος 183 εκατ. ευρώ για το 2022, 112 εκατ. ευρώ για το 2023, 125 εκατ. ευρώ για το 2024 και 136 εκατ. ευρώ για το 2025.
2022
Το 2022 αναμένεται σημαντική επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμού οικονομικής ανάκαμψης στο 6,2%, με διατήρησή του κοντά στο 4% κατά μέσο όρο στην υπόλοιπη μεσοπρόθεσμη περίοδο.
Η ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική του 2022 αντανακλά την ανάκτηση του συνόλου των οικονομικών απωλειών λόγω της πανδημίας κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του έτους, με το πραγματικό ΑΕΠ να υπερβαίνει στο τέλος του 2022 το επίπεδο του 2019 κατά 1%. Η κύρια οικονομική ώθηση αναμένεται να προέλθει από τις ροές του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, την επιταχυνόμενη ανάκαμψη του εξωτερικού τουρισμού (στο 80% του προ κρίσης επιπέδου εισπράξεων), και τη θετική επίδραση μεταφοράς από το 2021, υπό την εξωτερική υπόθεση επαρκούς εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού από το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
Ακόμα, ευνοϊκός παράγοντας για τη διαμόρφωση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης το 2022 είναι η παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το 2022, καθώς δίνει τη δυνατότητα για πιο ομαλή μετάβαση σε δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023, και η συνέχιση της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, μέσω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας (PEPP), έως τουλάχιστον τον Μάρτιο του 2022.
Από το 2023, η εξομάλυνση της αναπτυξιακής δυναμικής σε σχέση με το 2022 οφείλεται κυρίως στην εξάλειψη της υποαπασχόλησης πόρων της οικονομίας έναντι της περιόδου της πανδημίας, και δευτερευόντως σε επιδράσεις βάσης από το δημοσιονομικό πεδίο και την κατανομή ροών του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Συνολικά την περίοδο 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο.
Κίνδυνοι
Η πανδημία διαμόρφωσε το τελευταίο ενάμισι έτος ένα περιβάλλον μεγάλων αβεβαιοτήτων εντός του οποίου οι μακροοικονομικές προβλέψεις διενεργούνται με μεγάλη επισφάλεια.
Σήμερα, η υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων διεθνώς δίνει διέξοδο στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, και διαμορφώνει ένα λιγότερο ασταθές περιβάλλον για τις οικονομίες και τις κοινωνίες.
Οι εξωγενείς κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές περιλαμβάνουν, αφενός, μία μεγαλύτερη επιμονή της πανδημίας (μεταλλάξεις, νέα έξαρση), η οποία θα ανέβαλλε εκ νέου την ανάκαμψη προς το 2022 και, αφετέρου, μεγαλύτερες ασυμμετρίες στην ανάκτηση των οικονομικών απωλειών μεταξύ χωρών, σε συνάρτηση με την έκθεση στον τουρισμό. Πέραν αυτών, εξωτερικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία συνεχίζουν να αποτελούν τυχόν διαταραχές της γεωπολιτικής σταθερότητας, του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, και της υλοποίησης του Brexit.
Από την άλλη πλευρά, θετικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να έχουν μία πιο γρήγορη ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου, λόγω ταχύτερης βελτίωσης των επιδημιολογικών δεδομένων, και από δυνητικά μόνιμα κέρδη από την ψηφιακή εξοικείωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας (τηλεκπαίδευση, τηλεργασία, ηλεκτρονικές συναλλαγές).
Οι ενδογενείς προκλήσεις είναι κυρίως οικονομικές, και συνοψίζονται, βραχυπρόθεσμα, στη στήριξη της ρευστότητας και της αγοράς εργασίας κατά τη μετάβαση στην μετά-Covid19 εποχή ώστε να αποσοβηθούν μόνιμες επιπτώσεις στον παραγωγικό ιστό λόγω της πανδημίας, ενώ παράλληλα θα επιδιώκεται βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική προς ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Τα ανωτέρω συνδέονται με την πρόκληση να διατηρηθεί αδιασάλευτη η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων και η βελτίωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας. Για τον σκοπό αυτό, μέτρα πολιτικής για την αποφυγή μεγάλων ασυμμετριών στην ανάκαμψη μεταξύ κλάδων, διόγκωσης του ιδιωτικού χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω των συνεπειών της πανδημίας, επίπτωσης των μέτρων στήριξης κατά της πανδημίας στο δημόσιο χρέος, αύξησης της μακροχρόνιας ανεργίας, συμπίεσης της απασχόλησης και κάμψης της παραγωγικότητας, αποτελούν προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Προς τούτο, την τρέχουσα περίοδο έχει ήδη αρχίσει η υλοποίηση νέων μέτρων που εστιάζουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στους φορείς οικονομικής δραστηριότητας που αποδεδειγμένα έχουν πληγεί από την κρίση.
Στο ίδιο πλαίσιο, πρωτεύουσα σημασία έχει η υλοποίηση του σχεδιασμού του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με την οποία συνδέονται τόσο ευκαιρίες για μεγαλύτερη κινητοποίηση πόρων και δημιουργία τεχνολογικών συνεργειών, όσο και προκλήσεις αναφορικά με τη μεγιστοποίηση απορρόφησης των ροών.
Ραλλού Αλεξοπούλου