Skip to main content

Σε αχαρτογράφητα νερά ανοίγει το Χρηματιστήριο

Από την έντυπη έκδοση 

Της Ιουλίας Ζαφόλια
[email protected]

Μια πρωινή συνεδρίαση του δ.σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εκκρεμεί προκειμένου να δοθεί και επισήμως το «πράσινο φως» στη σημερινή επαναλειτουργία του Χρηματιστηρίου, η οποία αναμένεται με σαφή αγωνία ως προς τη σφοδρότητα των πιέσεων που θα δεχθούν οι τιμές των μετοχών, ιδιαίτερα στις πρώτες συνεδριάσεις της εβδομάδας.

O συνδυασμός των περιορισμένων συναλλαγών, της ανησυχίας για το μέλλον, αλλά και της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να οδηγήσει το Χ.Α. σε πτώση που θα ξεπεράσει το 20%, σημειώνουν εκπρόσωποι της αγοράς, που χαρακτηρίζουν τη σημερινή ημέρα δύσκολη για το Χρηματιστήριο.

«Η πιθανότητα να δούμε έστω και μια μετοχή να ανεβαίνει είναι σχεδόν μηδενική» σημειώνει στο Reuters ο κ. Ζαμάνης από την Βeta Xρηματιστηριακή, προσθέτοντας πως «υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για την ικανότητα της κυβέρνησης να υπογράψει εγκαίρως τη συμφωνία, όπως επίσης και για το θέμα των πρόωρων εκλογών».

Για προσοχή στραμμένη στις τράπεζες κάνει λόγο στο Reuters εκπρόσωπος ελληνικού fund, που σημειώνει πως οι τραπεζικοί τίτλοι θα υποφέρουν πολύ δεδομένου ότι οι μέτοχοί τους έχουν να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο από μία αναμενόμενη ανακεφαλαιοποίηση.

«Η επανέναρξη της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου έπειτα από έναν ολόκληρο μήνα αποτελεί ένα βήμα ομαλότητας και μαζί ένα παράθυρο για το μέλλον» δηλώνει στη «Ν» ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κώστας Μποτόπουλος, προσθέτοντας: «Είναι βέβαιο ότι θα χρειασθεί υπομονή και ψυχραιμία και ότι τίποτα δεν θα είναι ακριβώς όπως πριν. Οι περιορισμοί σταδιακά θα αρθούν αλλά ο κύκλος της αξιοπιστίας μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερος. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα είναι διαρκώς παρούσα για την εκπλήρωση του θεσμικού της ρόλου υπό οποιεσδήποτε συνθήκες».

Νέους όρους

Την αναγκαιότητα να ανοίξει η χρηματιστηριακή αγορά, αλλά και το γεγονός ότι ο ΣΜΕΧΑ δεν συμφωνεί με τους όρους επαναλειτουργίας της τονίζει στη «Ν» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Σπύρος Κυρίτσης, επισημαίνοντας πως θα συνεχίσει την προσπάθεια για άρση των άνισων όρων με τους οποίους ξεκίνησε η λειτουργία του Χρηματιστηρίου.

Με επιστολή του προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA), o ΣΜΕΧΑ κάνει λόγο για αδικαιολόγητους περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, ενώ τονίζει πως το γεγονός ότι οι περιορισμοί επιβάλλονται στις συναλλαγές αγορών τίτλων και όχι στις πωλήσεις ευνοεί ξεκάθαρα τις πωλήσεις, προκαλώντας ανισορροπίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απώλεια εμπιστοσύνης στους μηχανισμούς και στην ακεραιότητα της ελληνικής αγοράς.

«Οι άνισοι όροι με τους οποίους θα ξεκινήσουν εκ νέου οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο δεν μας βρίσκουν σύμφωνους» δηλώνει στη «Ν» ο πρόεδρος του ΣΕΔΥΚΑ Γιάννης Πολυχρονίου, κάνοντας λόγο για αγορά δύο ταχυτήτων. Ο ΣΕΔΥΚΑ θα καταθέσει εντός των επόμενων ημερών και επισήμως πρόταση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία θα αφορά στον εξής σχεδιασμό: «Να λειτουργεί η αγορά ελεύθερα για Ελληνες και ξένους και να θεσπιστεί ένα όριο (πλαφόν) για πιθανές εκροές από το τραπεζικό σύστημα. Σε περίπτωση που οι εκροές θα πλησιάζουν το όριο αυτό, τότε να ενεργοποιείται κάποιο -εκ των προτέρων προσδιορισμένο- ατομικό πλαφόν ανά τραπεζικό λογαριασμό».

Ο κ. Πολυχρονίου εκφράζει τον φόβο ότι οι περιορισμοί στις συναλλαγές Τ+2 αλλά και στο margin θα αφαιρέσουν ρευστότητα από την αγορά, προσθέτοντας ότι εάν δούμε νέο χρήμα αυτό θα αποτελέσει μεγάλη έκπληξη. Αναγνωρίζει ωστόσο την ανάγκη άμεσης επαναλειτουργίας του Χρηματιστηρίου και εκφράζει την ελπίδα οι όποιες ανισορροπίες του συστήματος να διορθωθούν άμεσα.

«Παραμένοντας κλειστό, κινδυνεύει άμεσα η βιωσιμότητα του συνόλου των επενδυτικών εταιρειών. Εάν ωστόσο δεν διορθωθούν οι ανισορροπίες το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, απλώς θα πρόκειται για αργό θάνατο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την προστασία των επενδυτών και να είναι ιδιαίτερα αυστηρή σε ενδεχόμενες πράξεις χειραγώγησης της αγοράς» καταλήγει ο πρόεδρος του ΣΕΔΥΚΑ.

Ηδη από σήμερα αναμένονται επαφές στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αλλά και του Χρηματιστηρίου τόσο με τον οίκο FTSE όσο και με επικεφαλής άλλων ξένων οίκων προκειμένου να τους ενημερώσουν λεπτομερώς για τους όρους επαναλειτουργίας της χρηματιστηριακής αγοράς. Σε λίγες ημέρες θα έληγαν και οι καταληκτικές ημερομηνίες που τόσο ο FTSE όσο και οι ΜSCI και Stoxx είχαν δώσει προκειμένου να προβούν σε εκ νέου αξιολογήσεις της εγχώριας αγοράς και να λάβουν αποφάσεις για μεταφορά αυτής ή όχι σε κατηγορία standalone.

Παραμένουν τα όρια

Η σημερινή συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου θα ξεκινήσει όπως όλα δείχνουν με διατήρηση των ημερήσιων ορίων διακύμανσης στο +/-30% και επίσης κανονική διάρκεια αυτής. Στην πρωινή συνεδρίαση του δ.σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναμένεται να αποφασισθεί και η συμμετοχή των τραπεζικών τίτλων κανονικά, καθώς επίσης η απαγόρευση του short selling.

Για το πρώτο -τουλάχιστον- τριήμερο θα είναι μειωμένο τόσο το στατικό όσο και το δυναμικό όριο ΑΜΕΜ. Υπενθυμίζεται ότι ο ΑΜΕΜ είναι μηχανισμός ελέγχου συναλλαγών ως προς τις διακυμάνσεις των τιμών τους, τον οποίο διενεργεί το σύστημα με αυτοματοποιημένο τρόπο.

Ως στατικό όριο ορίζεται η διακύμανση της τιμής ενός χρεογράφου γύρω από την τελευταία τιμή auction (τιμή αναφοράς στατικού ορίου) που έχει πραγματοποιηθεί γι’ αυτό το χρεόγραφο. Η τιμή αναφοράς του στατικού ορίου είναι η τιμή του τελευταίου auction. Δυναμικό όριο είναι η διακύμανση της τιμής ενός χρεογράφου γύρω από την τιμή της τελευταίας πράξης (Τιμή Αναφοράς Δυναμικού Ορίου), πριν από την έναρξη της εκτέλεσης μιας εντολής. Εάν δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πράξη (π.χ. έχει ξεκινήσει η συνεχής διαπραγμάτευση μιας μετοχής και το πρώτο auction δεν έδωσε τιμή), τότε το δυναμικό όριο δεν υφίσταται.

Θυμίζουμε ότι στην τελευταία συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου ο γενικός δείκτης τερμάτισε στις 797,52 μονάδες και ο τζίρος είχε διαμορφωθεί στα 65 εκατ. ευρώ. Η εβδομάδα εκείνη είχε ολοκληρωθεί με κέρδη 16% για τον βασικό δείκτη, ενώ η κεφαλαιοποίηση της αγοράς εκείνη την ημέρα είχε υπολογισθεί στα 49,22 δισ. ευρώ.