Με τις τιμές των ακινήτων σε χαμηλά επίπεδα, η Ελλάδα προσελκύει ολοένα και περισσότερους επενδυτές που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα δεύτερο σπίτι σε ελληνικό νησί, σε ασυναγώνιστες τιμές. Αυτό γράφει η Le Monde σε σημερινό ρεπορτάζ της. «Η απόκτηση μιας βίλας σε νησί γίνεται όνειρο εφικτό για αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων, αφού πρώτα όμως ολοκληρώσουν τον γραφειοκρατικό κυκεώνα που απαιτείται για την απόκτηση ακινήτου» σχολιάζει η γαλλική εφημερίδα.
Όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ κάποιοι πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να αγοράσουν στις Κυκλάδες κατοικία μπροστά στη θάλασσα με 150.000 ευρώ. Οι τιμές είναι χαμηλές στην Ελλάδα, όμως όχι σε αυτό το επίπεδο, διαλύει τις ψευδαισθήσεις κτηματομεσίτης. «Υπάρχουν μέρη στη χώρα που δεν υπολείπονται σε τίποτε της Κυανής Ακτής … μόνο η τιμή είναι χαμηλότερη», συνεχίζει.
Στην Κρήτη, λ.χ., είναι εύκολα να βρεις σπίτι τριών δωματίων, με πισίνα, δίπλα στη θάλασσα με 200.000 ευρώ. Στην Πάρο, οι τιμές είναι περίπου 3.000 ευρώ/τ.μ., στη Μύκονο κυμαίνονται από περίπου 5.000 ευρώ/τ.μ. ως 8.000 ευρώ / τ.μ. για τα πιο πολυτελή οικήματα, δίνει κάποια παραδείγματα ο ίδιος κτηματομεσίτης.
Στο δημοσίευμα γίνεται αναφορά και στην ηπειρωτική Ελλάδα και τις ευκαιρίες πολυτελούς ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι ο όμιλος του Costa Navarino προσφέρει στους ενδιαφερόμενους αγροτεμάχια προς πώληση προκειμένου να χτίσουν τα δικά τους σπίτια. Τιμή εκκίνησης τα 2,5 εκατ. ευρώ για μια ιδιοκτησία άνω των 300 τ.μ., κοντά σε ελαιώνες και γήπεδα γκολφ.
Το κόστος αυτών των εξοχικών κατοικιών μπορεί να υπερβεί τα 8 εκατομμύρια ευρώ, για μια επιφάνεια κατοικίας 1.200 τ.μ. Εκτιμάται ότι περίπου 40 σπίτια πρόκειται να οικοδομηθούν τα επόμενα 5-7 χρόνια. Η ανάκαμψη της αγοράς πολυτελών ακινήτων στην Ελλάδα οφείλεται εν μέρει σε μέτρο που ψήφισε η ελληνική κυβέρνηση το 2015 και αφορά τη χορήγηση πενταετούς θεώρησης Schengen σε αλλοδαπούς που θα επενδύσουν τουλάχιστον 250.000 ευρώ στην ελληνική αγορά ακινήτων. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν πολύ. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα ξένα κεφάλαια για αγορές ακινήτων αυξήθηκαν κατά 61,7% μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2016 και του πρώτου τριμήνου του 2017.
Πηγή: ΑΜΠΕ