Skip to main content

Οι τράπεζες να αναγνωρίσουν τα ΜΕΔ της πανδημίας

Από την έντυπη έκδοση

Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μαζί με το νέο κύμα αθετήσεων που αναμένεται να προκύψει από την πανδημία, παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα πρέπει να επισπεύσουν τη διαδικασία αναγνώρισης των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους, καθώς, με την κατάργηση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών, θα πρέπει να αποτυπώσουν με διαφάνεια τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.

Αυτό επισημαίνεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία παράλληλα προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021 και 5,3% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εξωτερική όσο και η εγχώρια ζήτηση θα ανακάμψουν από το β’ εξάμηνο του 2021, μεταξύ άλλων με τη συμβολή και των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU).

Ο ρυθμός ανάκαμψης

Όπως εξηγεί η ΤτΕ, ο ρυθμός της ανάκαμψης εξαρτάται και από την ταχύτητα επίτευξης ανοσίας του πληθυσμού και την εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης, η οποία θα καθορίσει και την πορεία των τουριστικών εισπράξεων. Αρνητικά ενδέχεται να επιδράσουν τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων από το NGEU. Αντίθετα, ταχύτερη του αναμενόμενου ρυθμού απορρόφησης πόρων αλλά και ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών θα επιταχύνει και τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τόσο το 2021 όσο και τα επόμενα χρόνια.

Αναλυτικότερα, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, η πανδημία COVID-19 επηρέασε καθοριστικά την οικονομική δραστηριότητα το 2020, οδηγώντας την οικονομία σε βαθιά ύφεση και προκαλώντας κλυδωνισμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο, μια σειρά μέτρων, που εφαρμόστηκαν από τις αρχές (ελληνική κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) και καταγράφονται αναλυτικά στην παρούσα Έκθεση, περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να αντιμετωπίσει τόσο τις υπάρχουσες όσο και τις νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την πανδημία και να διασφαλίσει την αδιάκοπη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Κεφαλαιακή επάρκεια

Σύμφωνα με την ΤτΕ η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη τα εποπτικά μέτρα για την κεφαλαιακή ελάφρυνση. Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων, δεδομένου του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credits), η οποία θα αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες εφαρμόζουν τις στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ, δημιουργεί αυξημένους κινδύνους μεσοπρόθεσμα.

Η επί μακρόν συνέχιση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και τα υφιστάμενα μέτρα νομισματικής πολιτικής επηρέασαν ευνοϊκά τις συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, συμβάλλοντας στο λειτουργικό του αποτέλεσμα για τη χρήση 2020. Ωστόσο, η οργανική κερδοφορία παρέμεινε χαμηλή, καθώς η αύξηση του μεγέθους των ισολογισμών των τραπεζών δεν αποδίδεται στην αυξημένη προσφορά πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.

«Σύνδεση» με Δημόσιο

Η Τράπεζα της Ελλάδος θίγει και ένα άλλο ζήτημα, που είναι η αυξανόμενη διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση, η οποία σημειώνει «αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων», καθώς η έκθεση των ελληνικών τραπεζών, μέσω τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, προγραμμάτων χορήγησης εγγυήσεων δανείων και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα.

Ειδικότερα αναφέρει ότι χρήζει προσοχής το ζήτημα της υψηλής και συνεχώς αυξανόμενης διασύνδεσης του τραπεζικού συστήματος με την κεντρική κυβέρνηση. Τον Ιούνιο του 2018 η διασύνδεση ανερχόταν σε 13,8% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού και 18,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ με στοιχεία τέλους έτους 2020 έχει πλέον διαμορφωθεί σε 21,4% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού και 36,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Με δεδομένα τα ποσοστά διακράτησης τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου από τις τράπεζες και τις αποτιμήσεις των ομολόγων που παραμένουν υψηλές, μια απότομη προσαρμογή στις τιμές τους λόγω μιας μη αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεδομένων και σύσφιγξης στις συνθήκες χρηματοδότησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της μεταβλητότητας και μείωση της ρευστότητας της αγοράς.

Συνολικά, τα ανοίγματα των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε χρεωστικούς τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, ο κίνδυνος από τις μεταβολές στην αποτίμηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου θα παραμείνει. Ομοίως, η διασύνδεση των σημαντικών τραπεζών με την κεντρική κυβέρνηση μέσω της ύπαρξης της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC), η οποία με στοιχεία τέλους 2020 ανέρχεται σε 53% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, αναμένεται επίσης να αυξηθεί εάν δεν ληφθούν μέτρα. Ο λόγος είναι ότι κατά την υλοποίηση των τιτλοποιήσεων με σκοπό την ελάφρυνση των ισολογισμών από τα ΜΕΔ χρησιμοποιούνται κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών, με αποτέλεσμα να ενισχύεται συνολικά το ποσοστό της φορολογικής απαίτησης ως ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.

Η ΤτΕ διευκρινίζει ότι το σύνολο των ανοιγμάτων προς την κεντρική κυβέρνηση περιλαμβάνει τα ανοίγματα σε χρεωστικούς τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και το σύνολο των εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί, στο πλαίσιο του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (HAPS). Δεν περιλαμβάνει το σύνολο των εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την ανάσχεση των επιπτώσεων της πανδημίας.