Σε καθεστώς αρνητικής παρακολούθησης έθεσε την Ελλάδα ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης η ενέργεια αυτή αντανακλά την άποψη ότι ορισμένες από τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που εξήγγειλε η νέα ελληνική κυβέρνηση είναι ασυμβίβαστες με το πλαίσιο πολιτικής που συμφωνήθηκε μεταξύ της προηγούμενης κυβέρνησης και των επίσημων πιστωτών.
Όπως επισημαίνει η S&P, αν η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν καταφέρει να κλείσει μια συμφωνία με τους επίσημους πιστωτές της για την χρηματοδοτική της στήριξη, αυτό θα εξασθενίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας αλλά και τη χρηματοδοτική της θέση.
Σημειώνει ακόμη πως ενδεχομένως να προχωρήσει σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, που παραμένει στο Β, αν οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, την ΕΚΤ και ΔΝΤ «κολλήσουν».
Ο S&P επικαλείται, μεταξύ άλλων, και ανησυχίες για «τις πρόσφατες, αυξημένες εκροές καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες, με την ταυτόχρονη αύξηση της χρηματοδότησης της ΕΚΤ προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».
Στο προεκλογικό πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει επίσης, μεταξύ άλλων, την αύξηση του κατώτατου μισθού, την κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας, καθώς και τη χαλάρωση του στόχου του προϋπολογισμού για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Κατά τη γνώμη των αναλυτών του οίκου, οι πολιτικές αυτές προτάσεις δεν είναι σύμφωνες με το ισχύον μνημόνιο συναντίληψης που συμφωνήθηκε μεταξύ της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης και των επίσημων πιστωτών της.
Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, η πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές ομολόγων είναι περιορισμένη, καθιστώντας τη χρηματοδότηση από τους επίσημους πιστωτές αναγκαία, ώστε να εξασφαλιστεί η αποπληρωμή των ομολόγων, το ύψος των οποίων ανέρχεται στα 17 δισ. ευρώ το 2015.
Από το σύνολο των 17 δισ. ευρώ, τα 6,7 δισ. ευρώ αποτελούν το χρέος που βρίσκεται στην κατοχή της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης, ενώ τα 8,6 δισ. ευρώ αφορούν χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σύμφωνα με τον οίκο, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα εξαρτηθεί και από την πορεία της οικονομίας, καθώς και από το πολιτικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί.
Το ελληνικό χρέος έχει εξαιρετικά μεγάλη περίοδο ωρίμανσης και πολύ χαμηλά επιτόκια, δύο χαρακτηριστικά τα οποία θα πρέπει να συνυπολογιστούν στην εκτίμηση για τη βιωσιμότητα του χρέους.