Skip to main content

Απειλή κατασχέσεων για 556.807 οφειλέτες του Δημοσίου

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]

Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο κατασχέσεων σε μισθούς, συντάξεις, λοιπά εισοδήματά τους και τραπεζικές καταθέσεις τους βρίσκονται 556.807 φορολογούμενοι με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Όσοι μάλιστα από αυτούς χρωστούν στις ΔΟΥ ποσά μεγαλύτερα των 500 ευρώ κινδυνεύουν επιπλέον και με κατασχέσεις σε κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία τους. Η ίδια η ισχύουσα νομοθεσία, ωστόσο, δίδει τη δυνατότητα στους οφειλέτες να αμυνθούν με 5 διαφορετικούς εναλλακτικούς τρόπους, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν προληπτικό χαρακτήρα, θα πρέπει δηλαδή να εξετασθούν και να επιλεγούν πριν ξεκινήσει η διαδικασία της κατάσχεσης.

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, από το σύνολο των 3.727.416 φορολογουμένων με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, 1.694.042 είναι αυτοί εναντίον των οποίων είναι δυνατή η επιβολή κατασχέσεων σε εισοδήματα, καταθέσεις και περιουσιακά στοιχεία, καθώς δεν έχουν μεριμνήσει να εξοφλήσουν ή να ρυθμίσουν σε δόσεις την αποπληρωμή των χρεών τους. 

Ήδη δε, σε 1.137.235 από αυτούς έχουν επιβληθεί τέτοια μέτρα, ενώ στους υπόλοιπους 556.807 τα μέτρα αυτά θα έχουν επιβληθεί το αργότερο εντός των προσεχών 3,5 ετών. Συγκεκριμένα, κάθε μήνα οι ΔΟΥ και οι λοιπές φοροεισπρακτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ επιβάλλουν κατασχέσεις σε περισσότερους από 14.500 οφειλέτες του Δημοσίου εναντίον των οποίων δύνανται να ληφθούν τέτοια μέτρα. Με τους ρυθμούς αυτούς κι αν οι ίδιοι οι φορολογούμενοι που οφείλουν εξακολουθούν να μη συμμορφώνονται, μέσα στους επόμενους 38-39 μήνες, και οι εναπομείναντες 556.807 οφειλέτες θα έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με κατασχέσεις σε εισοδήματα, καταθέσεις και περιουσίες.

Οι οφειλέτες του Δημοσίου που απειλούνται με κατασχέσεις θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η ισχύουσα νομοθεσία για τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης του Δημοσίου κρύβει γι’ αυτούς πολλές παγίδες. Συγκεκριμένα:

1 Κάθε ΔΟΥ δικαιούται να κατάσχει ακίνητο οφειλέτη της, εφόσον το ληξιπρόθεσμο χρέος του προς αυτήν υπερβαίνει τα 500 ευρώ. Αν ένας φορολογούμενος οφείλει στο Δημόσιο ένα ποσό άνω των 500 ευρώ (π.χ. ένα ποσό της τάξεως των 3.000 ευρώ) και δεν έχει καθόλου καταθέσεις στις τράπεζες ούτε κάποια έσοδα ή εισοδήματα ή κινητά περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να κατασχεθούν για να αποπληρωθεί η οφειλή του, τότε υπάρχει πιθανότητα να πληροφορηθεί ότι εκδόθηκε εντολή για κατάσχεση του σπιτιού του ή κάποιου άλλου ακινήτου που κατέχει. Η αρμόδια ΔΟΥ έχει δικαίωμα να δεσμεύσει και να κατάσχει ακίνητο ακόμη και για ένα σχετικά χαμηλό χρέος. Το «γράμμα» του νόμου προβλέπει ότι για ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο άνω των 500 ευρώ δύνανται να επιβληθούν όλα τα εναλλακτικά αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, συμπεριλαμβανομένων και των κατασχέσεων ακινήτων. Συνεπώς, ο κίνδυνος να μπλέξει σε περιπέτειες με την ακίνητη περιουσία του όποιος χρωστά πάνω από 500 ευρώ στο Δημόσιο και δεν τα ‘χει πληρώσει εμπρόθεσμα ή δεν τα έχει ρυθμίσει σε δόσεις είναι υπαρκτός, έστω κι αν οι πιθανότητες να τον αντιμετωπίσει είναι πάρα πολύ μικρές.

2 Κάθε ΔΟΥ μπορεί να προχωρήσει σε κατάσχεση αυτοκινήτου, σκάφους ή οποιουδήποτε άλλου κινητού περιουσιακού στοιχείου κατέχει ένας οφειλέτης της, εφόσον αυτός της χρωστάει πάνω από 500 ευρώ. Το όριο ληξιπρόθεσμων οφειλών μέχρι το οποίο δεν επιτρέπονται κατασχέσεις ακινήτων ισχύει και για τις κατασχέσεις κινητών περιουσιακών στοιχείων. Συνεπώς, για ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο άνω των 500 ευρώ επιτρέπεται στις φορολογικές αρχές να κατάσχουν οποιαδήποτε κινητά περιουσιακά στοιχεία των οφειλετών.

3 Για οποιοδήποτε ποσό ληξιπρόθεσμης οφειλής προς το Δημόσιο η αρμόδια ΔΟΥ έχει το δικαίωμα να κατάσχει τα ακόλουθα ποσά που τυχόν δικαιούται να εισπράξει ο οφειλέτης:

α) Από ποσά μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων άνω των 1.000 και έως 1.500 ευρώ τον μήνα επιτρέπεται η κατάσχεση στα χέρια του εργοδότη ή του ασφαλιστικού ταμείου ποσοστού 50% επί του τμήματος πάνω από τα 1.000 και μέχρι τα 1.500 ευρώ, ενώ από ποσά άνω των 1.500 ευρώ τον μήνα επιτρέπεται η κατάσχεση στα χέρια του εργοδότη ή του ασφαλιστικού ταμείου του συνόλου του υπερβάλλοντος των 1.500 ευρώ ποσού.

β) Του οποιουδήποτε άλλου ασφαλιστικού βοηθήματος καταβάλλεται περιοδικά στον οφειλέτη, εφόσον αυτό υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση το ποσό που απομένει μετά την κατάσχεση δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο των 1.000 ευρώ.

γ) Το 1/5 των καταβαλλόμενων ημερομισθίων.

δ) Το 1/2 του εφάπαξ που καταβάλλεται από οποιοδήποτε ασφαλιστικό ταμείο, λόγω εξόδου από την υπηρεσία ή το επάγγελμα.

ε) Έως και το 100% των ενοικίων των οποίων επίκειται η είσπραξη, εφόσον ο οφειλέτης δικαιούται να λαμβάνει τέτοια εισοδήματα.

στ) Έως και το 100% των πάσης φύσεως αποζημιώσεων (π.χ. για απόλυση του οφειλέτη από την εργασία ή για ζημιά που υπέστη κάποιο ασφαλισμένο περιουσιακό στοιχείο του κ.λπ.)

ζ) Έως και το 100% των πάσης φύσεως εισπράξεων από πωλήσεις προϊόντων ή οποιονδήποτε άλλων πραγμάτων (π.χ. ακινήτων, ΙΧ αυτοκινήτων, σκαφών κ.λπ.).

η) Ολόκληρα τα ποσά των οικογενειακών επιδομάτων που χορηγεί ο ΟΓΑ, καθώς δεν έχει προβλεφθεί η νομοθετική κατοχύρωση του ακατάσχετου των συγκεκριμένων κοινωνικών παροχών!

Οι κατασχέσεις των παραπάνω ποσών επιτρέπεται να γίνονται πριν την καταβολή τους στους δικαιούχους-οφειλέτες του Δημοσίου, δηλαδή ενώ τα ποσά αυτά βρίσκονται ακόμη στα χέρια εκείνων που πρόκειται να τα καταβάλουν (στα χέρια τρίτων, δηλαδή στα χέρια των εργοδοτών αν πρόκειται για μισθούς ή των ασφαλιστικών ταμείων αν πρόκειται για συντάξεις ή άλλες παροχές ή στα χέρια των ενοικιαστών αν πρόκειται για ενοίκια ή στα χέρια των αγοραστών αν πρόκειται για ποσά από πωλήσεις, στα χέρια του ΟΓΑ αν πρόκειται για οικογενειακά επιδόματα κ.λπ.).

4 Για οποιοδήποτε ποσό ληξιπρόθεσμου χρέους προς το Δημόσιο άνω των 30 ευρώ, η αρμόδια ΔΟΥ έχει δικαίωμα να κατάσχει ποσά από τις καταθέσεις του οφειλέτη στις τράπεζες. Εξαιρούνται ορισμένα κοινωνικά επιδόματα, για τα οποία οι νομοθετικές ρυθμίσεις χορήγησής τους περιλαμβάνουν ρητή διάταξη που προβλέπει το ακατάσχετο αυτών. 

Οι πέντε εναλλακτικοί τρόποι για αντιμετώπιση κατασχέσεων

Περαιτέρω, οι ισχύουσες διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων προβλέπουν ότι οι κατασχέσεις που επιβάλλουν οι φορολογικές αρχές μπορούν να αντιμετωπιστούν από τους οφειλέτες με 5 εναλλακτικούς τρόπους, που είναι οι εξής:

1 Η υπαγωγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις φορολογικές αρχές μπορούν να ρυθμιστούν σε έως και 12 μηνιαίες δόσεις ή εάν προέρχονται από έκτακτη αιτία σε έως και 24 μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4152/2013 περί «πάγιας ρύθμισης».

Η υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή προϋποθέτει την υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών τη ρύθμιση οφειλέτης θα πρέπει να αναφέρει αναλυτικά στοιχεία για την εισοδηματική και περιουσιακή του κατάσταση από τα οποία θα πρέπει να προκύπτει αφενός η αδυναμία του να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του αφετέρου η δυνατότητά του να διαθέτει από το μηνιαίο εισόδημά του ένα ποσό για την αποπληρωμή της κάθε μηνιαίας δόσης της ρύθμισης.

Η υπαγωγή στην «πάγια ρύθμιση» του ν. 4152/2013 και η υποβολή τόσο της αίτησης όσο και της απαιτούμενης υπεύθυνης δήλωσης μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά, μέσω ειδικής εφαρμογής του συστήματος ΤΑΧΙSnet, που είναι διαθέσιμη μέσω της ιστοσελίδας της ΑΑΔΕ, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.aade.gr. Κατά την ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να συμπληρώνει τα σχετικά πεδία που εμφανίζονται στην οθόνη της αίτησης.

Σε κάθε περίπτωση, ο φορολογούμενος που θα υπαχθεί στη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να γνωρίζει ότι:

α) Το συνολικό ποσό των οφειλών που θα ρυθμίσει επιβαρύνεται με ετήσιο ποσοστό τόκων 5%.

β) Σε περίπτωση που, μετά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση, δημιουργηθούν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, μπορεί να τις υπαγάγει κι αυτές σε «πάγια ρύθμιση» (άπαξ) με τους ίδιους όρους.

γ) Προϋπόθεση για την ένταξη στη ρύθμιση είναι ο οφειλέτης να έχει υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας καθώς και τυχόν περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ για τις οποίες ήταν υπόχρεος την τελευταία πενταετία.

δ) Για να είναι έγκυρη η ρύθμιση και να μην ακυρωθεί, ο φορολογούμενος θα πρέπει να εξοφλήσει είτε μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) είτε στο ΑΤΜ υποκαταστήματος της τράπεζάς του είτε σε υποκατάστημα οποιασδήποτε τράπεζας την 1η δόση της ρύθμισης μέσα σε χρονικό διάστημα τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης. Η εξόφληση της 1ης δόσης είναι εφικτή είτε με την πληκτρολόγηση -σε περίπτωση πληρωμής μέσω e-banking ή μέσω ΑΤΜ- είτε με την προσκόμιση -σε περίπτωση προσέλευσης στο ταμείο τραπεζικού υποκαταστήματος- της λεγόμενης Ταυτότητας Ρυθμιζόμενης Οφειλής (ΤΡΟ), δηλαδή του ειδικού τριμερούς πολυψήφιου κωδικού αριθμού που συνοδεύει τη ρυθμιζόμενη οφειλή. 

2 Η ασφάλιση των τακτικά καταβαλλόμενων, μέσω τραπεζικών λογαριασμών, μισθών, συντάξεων και λοιπών ασφαλιστικών επιδομάτων και παροχών μέσω της δήλωσης του βασικού τραπεζικού λογαριασμού του οφειλέτη ως «ακατάσχετου». Για κάθε οφειλέτη του Δημοσίου ισχύει ακατάσχετο όριο 1.250 ευρώ όσον αφορά τα ποσά των καταθέσεών του σε έναν λογαριασμό που έχει ανοίξει σε ένα μόνο τραπεζικό ίδρυμα. Ωστόσο, για να ισχύσει το ακατάσχετο αυτό όριο, ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωστοποιήσει στην ΑΑΔΕ τον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό του, υποβάλλοντας ηλεκτρονικά σχετική δήλωση στο σύστημα ΤAXISNET. Εφόσον ο οφειλέτης έχει τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο πιστώνονται κάθε μήνα ποσά μισθών ή συντάξεων ή άλλων ασφαλιστικών βοηθημάτων οφείλει να γνωστοποιήσει αυτόν τον λογαριασμό στην ΑΑΔΕ, ώστε να μην κατάσχονται από αυτόν υπόλοιπα χαμηλότερα των 1.250 ευρώ.

3 Η τμηματική αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου χρέους ανά μη τακτά διαστήματα με την καταβολή ποσών «έναντι», ιδίως αν το ποσό του χρέους υπερβαίνει κατά πολύ τα 500 ευρώ. Η λύση αυτή πρέπει να επιλέγεται μόνο εφόσον είναι αδύνατη η υπαγωγή του χρέους σε «πάγια ρύθμιση» και με πρωταρχικό στόχο το συνολικό ποσό της οφειλής να περιοριστεί κάτω από τα 500 ευρώ που είναι το όριο πάνω από το οποίο επιτρέπεται η επιβολή του μέτρου της κατάσχεσης ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων. Κάθε οφειλέτης που έχει ένα μη ρυθμισμένο ληξιπρόθεσμο χρέος μπορεί, όποτε θέλει και έχει τη σχετική ρευστότητα, να πληρώνει οποιουδήποτε ύψους ποσό «έναντι» του συνολικού αυτού χρέους σε οποιοδήποτε υποκατάστημα Τράπεζας ή των ΕΛ.ΤΑ. ή σε οποιοδήποτε ΑΤΜ Τράπεζας ή μέσω e-banking, χρησιμοποιώντας την Ταυτότητα Οφειλής, δηλαδή τον κωδικό πληρωμής, που συνοδεύει το χρέος του. Με την μέθοδο της καταβολής ποσών «έναντι» επιτυγχάνεται η σταδιακή μείωση του υπολοίπου της οφειλής. Μπορεί δε με τον τρόπο αυτό μια οφειλή της τάξεως των 1.000 ή των 2.000 ευρώ να μειωθεί σταδιακά κάτω από τα 500 ευρώ και ο οφειλέτης να πάψει τουλάχιστον να είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο κατάσχεσης ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει.

4 Η υποβολή αίτησης προς τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ για μείωση του ποσού που υπόκειται σε κατάσχεση. Ο οφειλέτης εναντίον του οποίου έχει ήδη επιβληθεί το μέτρο της κατάσχεσης ποσοστού επί του τμήματος του μηνιαίου μισθού του άνω των 1.000 ευρώ έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ στην οποία υπάγεται, υποβάλλοντας σχετική αίτηση, τη μείωση του ποσοστού του μισθού του που παρακρατείται και κατάσχεση έναντι χρεών του προς το Δημόσιο, εφόσον αποδείξει ότι υπάρχουν σοβαροί οικονομικοί λόγοι που υπαγορεύουν τη μείωση αυτή.

5 Η πώληση ακινήτου περιουσιακού στοιχείου και η απόδοση μέρους ή ολοκλήρου του εισπραττόμενου τιμήματος για την αποπληρωμή της οφειλής. Σε περίπτωση ύπαρξης μεγάλου ληξιπρόθεσμου χρέους, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να πωλήσει ακίνητο περιουσιακό στοιχείο το οποίο κατέχει με την προϋπόθεση της παρακράτησης μέρους ή ολοκλήρου του τιμήματος που θα εισπραχθεί προκειμένου να αποδοθεί στο Δημόσιο για την ολοσχερή ή μερική αποπληρωμή του χρέους. 

Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης επιλέγει ο ίδιος ποιο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του θα πωλήσει. Δηλαδή, με την απόφασή του αυτή δεν επιτρέπει να φθάσει η υπόθεσή του στην κατάσχεση όπου οι φορολογικές αρχές επιλέγουν εκείνες για κατάσχεση και πλειστηριασμό συνήθως το καλύτερο ακίνητο, το οποίο μπορεί να είναι ακόμη και η πρώτη κατοικία του χρεοφειλέτη.