Από την έντυπη έκδοση
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Επιστημονική ομάδα της ARTION
με την καθοδήγηση του Γιώργου Δαλιάνη www.artion.gr
Λογιστική Παρακολούθηση Υποκαταστήματος
Παρόλο που από τις διατάξεις του Ν.4308/2014 (Ε.Λ.Π.), δεν προκύπτει υποχρέωση τήρησης ιδιαίτερων λογιστικών αρχείων για τα υποκαταστήματα, αυτονόητο είναι ότι η λογιστική παρακολούθησή τους, μπορεί να διενεργείται από το λογιστικό σύστημα της οντότητας, «σύμφωνα με τις καθιερωμένες λογιστικές πρακτικές».
Οι λογιστικές πρακτικές, στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρονται στην λειτουργία των υποκαταστημάτων, είτε μέσω της εξαρτημένης λογιστικής παρακολούθησης, είτε στο πλαίσιο της λογιστικής αυτοτέλειας.
Η διοίκηση της οντότητας μπορεί να επιλέξει οποιαδήποτε από τις παραπάνω λογιστικές μεθόδους για ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα, με στόχο πάντα στο τέλος της χρήσης όλα τα δεδομένα να ενσωματώνονται στο λογιστικό σύστημα της έδρας.
Υφίσταται δηλαδή η διακριτική ευχέρεια για την διοίκηση, να επιλέξει την τήρηση της εξαρτημένης λογιστικής παρακολούθησης για ένα υποκατάστημα, πράγμα που σημαίνει ότι οι λογιστικές εγγραφές των συναλλαγών του υποκαταστήματος θα διενεργούνται στο πλαίσιο του λογιστικού συστήματος της έδρας σε ιδιαίτερους υπολογαριασμούς, ώστε να προκύπτουν οι απαραίτητες κάθε φορά πληροφορίες, ενώ για άλλο υποκατάστημα μπορεί να επιλεγεί η λογιστική αυτοτέλεια.
Φόρος υπεραξίας επί πώλησης μετοχών που αποκτήθηκαν με κληρονομιά
Με την παράγραφο 9 του άρθρου 115 του Ν. 4549/2018, τροποποιήθηκε το άρθρο 42 του Ν. 4172/2013 και προστέθηκε στην παράγραφο 4 ένα νέο εδάφιο, με το οποίο ορίζεται ότι ως τιμή κτήσης για τίτλους που έχουν αποκτηθεί λόγω κληρονομικής διαδοχής ή μεταβίβασης με χαριστική αιτία, λαμβάνεται η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή χορηγήθηκε απαλλαγή από αυτόν.
Συνεπώς, για μεταβιβάσεις τίτλων που πραγματοποιήθηκαν ή πραγματοποιούνται από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών και μετά, παύουν να ισχύουν οι οδηγίες της Διοίκησης σύμφωνα με τις οποίες στην περίπτωση που οι μεταβιβαζόμενοι τίτλοι είχαν αποκτηθεί από κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή, ως τιμή κτήσης των τίτλων αυτών λαμβανόταν μόνο ο φόρος που καταβλήθηκε (ΠΟΛ.1032/2015 ).
Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 18α του ίδιου άρθρου από το φορολογικό έτος 2018 και επόμενα.
Σχετική είναι και η ΠΟΛ. 1147/26.7.2018 εγκύκλιος διαταγή με θέμα «Κοινοποίηση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 14 και των διατάξεων των άρθρων 115, 116 και 117 του Ν.4549/2018.
Επομένως, θα προκύψει φόρος υπεραξίας κατά το άρθρο 42 του Ν. 4172/2013 περί Κ.Φ.Ε., μόνο αν η τιμή πώλησης είναι μεγαλύτερη από την τιμή κτήσης (λόγω κληρονομικής διαδοχής), με βάση τη σχετική δήλωση φόρου κληρονομιάς, οπότε στην περίπτωση αυτή προκύπτει φόρος υπεραξίας στην προκύπτουσα διαφορά.
Εκκαθάριση νομικού προσώπου – Αυτούσια απόδοση περιουσιακών στοιχείων
Το προϊόν της εκκαθάρισης θεωρείται διανομή κέρδους κατά το φορολογικό έτος εντός του οποίου ολοκληρώθηκε η εκκαθάριση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, στο βαθμό που το εν λόγω προϊόν υπερβαίνει το καταβεβλημένο κεφάλαιο. Σε περίπτωση που νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες προβαίνουν για την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης στη μεταβίβαση, ως απόδοση των εισφορών τους, παγίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων (αποθεμάτων, τίτλων, κ.λπ.) στα μέλη τους, λαμβάνεται η αγοραία αξία των πιο πάνω παγίων ή η αξία των λοιπών στοιχείων, όπως προκύπτει από κάθε πρόσφορο μέσο (π.χ. έκθεση ορκωτού ελεγκτή).
Για το τυχόν επιπλέον ποσό που προκύπτει από τη διαφορά της κατά τα παραπάνω αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων από το καταβεβλημένο κεφάλαιο, όπως αυτό ορίστηκε παραπάνω, δεν παρακρατείται φόρος εισοδήματος αλλά το ποσό αυτό περιλαμβάνεται στην ετήσια δήλωση φόρου εισοδήματος του δικαιούχου και φορολογείται ως μέρισμα. Ειδικά για ακίνητα που διανέμονται στους μετόχους της Ανώνυμης Εταιρείας αυτά φορολογούνται με φόρο μεταβίβασης 3% κατά την αυτούσια διανομή-απόδοση των ακινήτων της εκκαθάρισης στους μετόχους.
Δημοφιλή Ερωτήματα
Επί μεταβίβασης ακινήτου με πώληση, ο αγοραστής καταβάλλει Φόρο Μεταβίβασης Ακινήτου σε ποσοστό 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου (εκτός αν η αναγραφόμενη στο πωλητήριο συμβόλαιο είναι μεγαλύτερη).