Από την έντυπη έκδοση
Του Παναγιώτη Ψαριανού*
Το δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Ναυτεμπορική» της 13ης Απριλίου 2021 με τίτλο «Υπό έρευνα 8.480 φοροφυγάδες και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος», που περιείχε ανακοινωθέντα στοιχεία της ΑΑΔΕ, μας οδήγησε σε κάποιες θλιβερές σκέψεις. Τρομάζει η λέξη «φοροφυγάδες».
Από εμμονή στις ακριβείς έννοιες των λέξεων αναφέρουμε ότι η λέξη «φοροφυγάς» προέρχεται από το «φόρος + φυγάς» και σημαίνει αυτόν «που με αθέμιτα μέσα αποκρύπτει από τις δημόσιες αρχές το πραγματικό εισόδημά του για να μην πληρώνει τον οφειλόμενο φόρο που αντιστοιχεί σε αυτό», σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνεται από το Βικιλεξικό.
Επειδή γνωρίζουμε τις ειλικρινείς και καλές προθέσεις των αρμοδίων του υπουργείου Οικονομικών αλλά και τις προσπάθειες που καταβάλλονται από αυτούς, θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη προσοχή, αφού κάποια θέματα -σε συνδυασμό με την αυξημένη ευαισθησία των ανθρώπων, ύστερα από τόσες δυσκολίες που αντιμετώπισαν όλα αυτά τα χρόνια- μπορεί να προκαλέσουν δυσάρεστα συναισθήματα με ποικίλες αντιδράσεις, παρά τη βούληση της κυβέρνησης που δείχνει να συμμερίζεται τα τεράστια προβλήματα των πολιτών.
Στο συγκεκριμένο κείμενο του άρθρου διαβάζουμε: «Στις 8.480 ανήλθαν οι υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής και μη πληρωμής μεγάλου ύψους οφειλών προς το Δημόσιο, οι οποίες εντοπίστηκαν στην περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 28η Φεβρουαρίου 2021 από την ΑΑΔΕ…» και ειδικότερα από τις «…φοροελεγκτικές υπηρεσίες, δηλαδή το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ), τις ΔΟΥ και τις Υπηρεσίες Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ)», δηλαδή όλες τις ελεγκτικές υπηρεσίες του Δημοσίου.
«Οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες εντόπισαν συνολικά 7.395 περιπτώσεις φορολογουμένων με ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο άνω των 50.000 ευρώ, για τις οποίες υπέβαλαν αναφορές προς την Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο διάπραξης και του αδικήματος του ξεπλύματος “μαύρου” χρήματος από τους οφειλέτες»(!). Εδώ θα έπρεπε να διευκρινιστεί αν τα ποσά αυτά, που αφορούσαν ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο, είχαν καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία των φορολογουμένων, αν είχαν υποβληθεί δηλώσεις και δεν είχαν καταβληθεί τα καταχωρημένα ποσά, αν είχαν υποβληθεί ανακριβείς δηλώσεις και είχαν αποδοθεί μειωμένα ποσά ή δεν είχαν υποβληθεί καθόλου δηλώσεις. Ούτως ή άλλως, όμως, το οφειλόμενο ποσό από τη μη πληρωμή ΦΠΑ πάνω από 50.000 ευρώ συνιστούσε ποινικό αδίκημα και τιμωρούνταν με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, βάσει των διατάξεων του άρθρου 66, του ν. 4174/2013, το οποίο ίσχυε μέχρι 30/6/2019, μέχρι και την τροποποίησή του από το άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019), περί του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
Και συνεχίζει το δημοσίευμα: «Η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες απέστειλε προς τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ 2.187 έγγραφα παροχής πληροφοριών για 4.978 πρόσωπα εμπλεκόμενα σε υποθέσεις ξεπλύματος “μαύρου” χρήματος, προκειμένου να διερευνηθούν τα βασικά αδικήματα φοροδιαφυγής τα οποία διέπραξαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα. […] Τα ποσά που βεβαιώθηκαν στις 1.372 ήδη ελεγχθείσες υποθέσεις ανέρχονται σε 169,19 εκατ. ευρώ, όμως τα ποσά που εισπράχθηκαν φθάνουν μόλις τα 6,36 εκατ. ευρώ»(!). Δηλαδή, το εισπραχθέν ποσό ανά υπόθεση για ξέπλυμα “μαύρου” χρήματος ανέρχεται στο… τεράστιο νούμερο των 4.635,57 ευρώ(!).
«Σύμφωνα εξάλλου με στοιχεία της ΑΑΔΕ, κατά το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2021: Το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ) ολοκλήρωσε τη διενέργεια 59 φορολογικών ελέγχων και καταλόγισε ποσά φόρων και προστίμων συνολικού ύψους 104,06 εκατ. ευρώ. Εισέπραξε δε 29,08 εκατ. ευρώ βεβαιωθέντων ποσών φόρων και προστίμων, εκ των οποίων τα 21,82 εκατ. ευρώ ήταν του πρώτου διμήνου και τα 7,26 εκατ. ευρώ από ελέγχους προηγούμενων ετών».
«Το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) ολοκλήρωσε τη διενέργεια φορολογικών ελέγχων σε 303 υποθέσεις και καταλόγισε φόρους και πρόστιμα 15,08 εκατ. ευρώ. Εισέπραξε όμως μόλις 250.000 ευρώ»(!). Δηλαδή, μόλις 825 ευρώ ανά έλεγχο από υποθέσεις μεγάλου πλούτου!
«Τέλος, η ΥΕΔΔΕ διενήργησε 1.065 στοχευμένους επιτόπιους ελέγχους σε ισάριθμες επιχειρήσεις και εντόπισε παραβάσεις σε 521 ελεγχθείσες επιχειρήσεις, επέβαλε δε πρόστιμα 1,79 εκατ. ευρώ». Δηλαδή, ποσοστό 48,92% των ελληνικών επιχειρήσεων παραβαίνουν τους ισχύοντες φορολογικούς νόμους! Προφανώς, εδώ κάτι δεν πάει καλά είτε με τους φορολογικούς νόμους ή με τους φορολογικούς ελεγκτές ή με τον τρόπο διεξαγωγής των ελέγχων και την απαίτηση των ελεγκτικών αρχών για τον, οπωσδήποτε, καταλογισμό φόρων, αφού οι μισές, σχεδόν, ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται να παραβαίνουν τους ισχύοντες φορολογικούς νόμους!
Και αν λάβουμε υπόψη ότι ο κάθε φορολογικός έλεγχος απέδωσε στο Δημόσιο μόλις 1.680,75 ευρώ, τότε ούτε τα έξοδα της μισθοδοσίας των εφοριακών ελεγκτών δεν έβγαλε το Δημόσιο.
Άντε να πάμε έτσι μπροστά, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης.
Αν για την ΑΑΔΕ οι 7.395 φορολογούμενοι που άφησαν απλήρωτα χρέη προς το Δημόσιο μέσα στη δωδεκαετή, τεράστια και πρωτοφανή οικονομική κρίση που βίωσε η χώρα μας ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και θεωρούνται ύποπτοι για ξέπλυμα «μαύρου χρήματος»(!), τότε εμείς τι να πούμε και σε τι να ελπίσουμε;
Και, βέβαια, από όλα αυτά τεκμαίρεται ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει σε μεγάλη υπόληψη τους Έλληνες επιχειρηματίες, κάτι που δεν είναι αλήθεια, αφού υπάρχουν αρκετά στελέχη του, ακόμα και απλοί υπάλληλοι, που έχουν διαφορετική άποψη.
Αν το αντιληφθούν αυτό οι αρμόδιοι, είμαστε βέβαιοι ότι θα αλλάξουν άμεσα τις διαδικασίες για τη διεξαγωγή των φορολογικών ελέγχων, αλλά και αρκετές διατάξεις των φορολογικών νόμων. Κυρίως, όμως, θα προσπαθήσουν να βελτιώσουν την αντίληψή τους για τις επιχειρήσεις και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Αλλά είναι επόμενο να συμβαίνουν αυτά όταν η ΑΑΔΕ ξεκινά τον ετήσιο προϋπολογισμό των εσόδων από φορολογικούς ελέγχους με συγκεκριμένα ποσά, π.χ. είσπραξη 2 δισ. ευρώ. Καλά, αν τύχει και από τις επιχειρήσεις που θα ελεγχθούν προκύψουν πολύ λιγότεροι φόροι, εφαρμόζοντας κανονικά τις φορολογικές διατάξεις, τότε τι θα γίνει; Θα υποχρεωθούν οι αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες, πιέζοντας τους εφοριακούς ελεγκτές, να βγάλουν τους, κατά πολύ περισσότερους, προβλεπόμενους φόρους; Η απάντηση είναι απλή: Ναι, ακριβώς αυτό θα συμβεί, όπως συμβαίνει τόσα χρόνια τώρα.
Κι επιπροσθέτως, αν όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία για την ποιότητα των φορολογικών ελέγχων τα δούμε και υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι επί των 100 ενδικοφανών προσφυγών επί των φύλλων ελέγχου και των πράξεων επιβολής προστίμων προς τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) οι 38 απορρίπτονται, λόγω αβάσιμων λόγων και μη νόμιμων καταλογισμών φόρων και προστίμων, καταδεικνύεται η τακτική και η νοοτροπία των ελεγκτικών αρχών για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων, όπως προαναφέραμε, αλλά και η ελλιπής εκπαίδευση των εφοριακών ελεγκτών, ένα θέμα που γνωρίζει πολύ καλά το υπουργείο Οικονομικών.
Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά άξια και νέα σε ηλικία στελέχη του αναγκάστηκαν να φύγουν από την Υπηρεσία και την ενεργό δράση για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων και το μισθολογικό, που κατά την άποψή μας θεωρείται μέγα θέμα και επιβάλλεται, κάποια στιγμή, η κυβέρνηση να το εξετάσει και να το αντιμετωπίσει σοβαρά, αφού δεν είναι δυνατόν να απαιτείς τεράστιες γνώσεις και προσπάθειες, αλλά και ευθύνες από τους υπαλλήλους σου και να τους αμείβεις με ελάχιστα χρήματα.
Εντύπωση, επίσης, προκαλεί, ότι από τις «8.480 υποθέσεις», οι οποίες εντοπίστηκαν από όλες τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως την 28η Φεβρουαρίου 2021 από την ΑΑΔΕ, δηλαδή σε πέντε χρόνια, οι 7.395 περιπτώσεις αφορούσαν φορολογούμενους «με ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο άνω των 50.000 ευρώ».
Οπότε, όλος ο ελεγκτικός μηχανισμός επί πέντε χρόνια ουσιαστικά απασχολήθηκε με 1.085 φορολογικές υποθέσεις για ποινικά κολάσιμα αδικήματα φοροδιαφυγής άνω των 50.000 ευρώ.
Αυτά όλα συμβαίνουν όταν είναι παγκοίνως γνωστό ότι το Δημόσιο μόνο από τον ΦΠΑ, χάνει ετησίως περίπου 7 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι συμπεριλαμβανομένης και της απώλειας του φόρου εισοδήματος, που ανέρχεται τουλάχιστον σε άλλα 8 δισ., το απολεσθέν ποσό φτάνει στα 15 δισ. ευρώ. Αν λάβουμε υπόψη ότι το συνολικό ποσό φοροδιαφυγής και διαφθοράς υπολογίζεται γύρω στα 24 δισ. ευρώ τον χρόνο, ήτοι το 50% των συνολικών φορολογικών εσόδων του κράτους(!), καταδεικνύεται η ανάγκη ριζικών αλλαγών στον τρόπο ελέγχου και αντιμετώπισης των επιχειρήσεων και των φορολογουμένων.
Πάντως, να σημειώσουμε με έμφαση -αν και περιττεύει- ότι οι επιχειρηματίες που κρατήθηκαν και κράτησαν την Ελλάδα όρθια μέσα στη μεγάλη οικονομική κρίση είναι πραγματικοί ήρωες και χρειάζονται τον έπαινο και όχι τη χλεύη.
Κι ακόμα, ότι αυτή η συμπεριφορά του κράτους έναντι των φορολογουμένων επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τη φορολογική συνείδηση των πολιτών, οι οποίοι σε πάρα πολλές περιπτώσεις αμύνονται και ταλαιπωρούνται άδικα αντί να κοιτάζουν την προώθηση των εργασιών τους, από την οποία το κράτος μπορεί να εισπράξει πολύ περισσότερους φόρους με δίκαιο και νόμιμο τρόπο.
* Ο κ. Ψαριανός είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας οικονομικών συμβούλων και ελεγκτών Γραφείο Ψαριανού Α.Ε.