Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Ένα εκτεταμένο «ναι μεν αλλά» εμπεριέχει η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τις ελληνικές τράπεζες, κάτι που τη φέρνει σε σχετική αντίθεση -όπως άλλωστε συνηθίζει το Ταμείο- με τις παραδοχές των αντίστοιχων ευρωπαϊκών αρχών. Έτσι η έκθεση επισημαίνει τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, αλλά την ίδια στιγμή αναφέρεται στην αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να χορηγήσουν καινούργιες πιστώσεις. Βελτιώνονται, όπως λέει, τα μεγέθη των ισολογισμών τους, χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνεται ουσιαστική εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων τους, με αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει για να χορηγήσουν πιστώσεις οι τράπεζες στην πραγματική οικονομία.
Τέλος, η έκθεση θεωρεί επαρκή τα κεφάλαια των τραπεζών, όπως κατέγραψε άλλωστε το πρόσφατο stress test στο οποίο υποβλήθηκαν τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, τονίζει ωστόσο το ευάλωτο της κεφαλαιακής τους επάρκειας σε εξωτερικούς παράγοντες και μεταρρυθμιστικές αποφάσεις.
Τα «κόκκινα» δάνεια
Την ανάγκη να υπάρξουν πιο φιλόδοξοι στόχοι για τη μείωση των NPEs επισημαίνει το ΔΝΤ. Οι τράπεζες θα πρέπει να στοχεύουν σε λύσεις αναδιάρθρωσης που μέσω αυτών θα επιδιώκουν την επιστροφή των δανειοληπτών σε μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, ενώ θα πρέπει να προσπαθήσουν να επιταχύνουν τις διαγραφές και τις πωλήσεις NPEs διαμορφώνοντας πιο φιλόδοξους στόχους για τον περιορισμό τους.
Αν και το θεσμικό πλαίσιο για τον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έχει βελτιωθεί -όπως αναγνωρίζει η έκθεση- (αναδόμηση του πλαισίου αφερεγγυότητας των νοικοκυριών και των εταιρειών, θέσπιση εξωδικαστικού συμβιβασμού, νέο σύστημα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών), ωστόσο θα απαιτηθεί χρόνος για να φανεί η θετική επίδραση στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών. Έτσι τα NPEs θα αποτελούν αγκάθι στην κερδοφορία και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών για κάποιο ακόμη χρονικό διάστημα. Προβληματισμό προκαλεί στο Ταμείο το γεγονός πως οι πρωτοβουλίες επίλυσης του συγκεκριμένου θέματος ενδέχεται να δημιουργήσουν νέους δημοσιονομικούς κινδύνους.
Τα capital controls
Στο πλαίσιο των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας δεν διαφαίνεται άρση των κεφαλαιακών περιορισμών πριν από το 2019.
Σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση, η έκθεση αναγνωρίζει βελτίωση (τα διοικητικά συμβούλια και η ανώτατη διοίκηση έχουν ενισχυθεί), αλλά απαιτούνται περισσότερα -όπως λέει- για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με βάση τα πρότυπα βέλτιστης πρακτικής.
Η κεφαλαιακή επάρκεια
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων stress tests κατέγραψαν πως δεν απαιτούνται άμεσες ενέργειες από τις τράπεζες μολονότι οι τελευταίες εμφανίζονται ευάλωτες σε αντιστροφή των συνθηκών που επικρατούν στην παρούσα φάση όπως και σε εξωγενείς κινδύνους.
Η έκθεση στο πλαίσιο εξυγίανσης των ισολογισμών των πιστωτικών ιδρυμάτων σημειώνει την ανάγκη να περιοριστεί η σημασία του αναβαλλόμενου φόρου για τα αποτελέσματα των τραπεζών, καθώς το εργαλείο αυτό παρέχει περιορισμένη απορρόφηση των ζημιών, ενώ συγχρόνως αποτρέπει τους ιδιώτες επενδυτές να τοποθετηθούν στα πιστωτικά ιδρύματα δημιουργώντας δυνητικό δημοσιονομικό κόστος.
Καθώς η δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου για τις τράπεζες μέσω οργανικής κερδοφορίας δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, θα πρέπει να εξεταστούν ενδεχόμενα κεφαλαιακής ενίσχυσης μέσα από εκδόσεις που δεν προκαλούν απομείωση της περιουσίας των μετόχων, αν και στόχος παραμένει ο περαιτέρω περιορισμός της κρατικής ιδιοκτησίας στα πιστωτικά ιδρύματα.
Η έκθεση αναφέρεται στην αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών από τον διεθνή οίκο S&P τον Ιούλιο. Επισημαίνει την αύξηση των καταθέσεων, τάση την οποία πάντως τη θεωρεί εύθραυστη.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των τραπεζών αναμένεται να υπάρξει μια βελτίωση εμπιστοσύνης που θα τη βοηθήσει. Εκτιμήσεις μιλούν για πλήρη εξάλειψη του ELA μέχρι το τέλος του 2019.
Όμως το Ταμείο στην έκθεσή του δεν αποκλείει, δεδομένης της αβεβαιότητας, σχετικά με την εξέλιξη των καταθέσεων και την ανάγκη των τραπεζών σε φθηνή χρηματοδότηση να χρειαστεί οι τράπεζες να χρησιμοποιήσουν την πιο δαπανηρή λύση του ELA μετά την απεξάρτησή τους από το μνημόνιο, κάτι που θα περιόριζε την κερδοφορία τους.
Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει πως οι τράπεζες ήδη έχουν επανενταχθεί στις αγορές (εκδίδοντας νέα καλυμμένα ομόλογα ύψους 2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017-αρχές 2018).