Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Πυρετώδεις είναι οι διεργασίες μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας και των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων που συνυπογράφουν την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τη συγκρότηση του κοινωνικού μετώπου κυβέρνησης – ΓΣΕΕ και εκπροσώπων των εργοδοτικών οργανώσεων, εν όψει της φθινοπωρινής διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των θεσμών για το εργασιακό.
Τα εργασιακά θέματα θα συζητηθούν και στη σημερινή συνάντηση που θα έχει ο κ. Κατρούγκαλος με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, η οποία γίνεται με αφορμή την αναδιοργάνωση και τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό των λειτουργιών του ΟΑΕΔ. Χθες, ο υπουργός Εργασίας συναντήθηκε εκτάκτως με τον πρόεδρο του ΣΕΒ Θεόδωρο Φέσσα, προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα συμφωνίας μεταξύ της κορυφαίας εργοδοτικής οργάνωσης και των υπόλοίπων κοινωνικών εταίρων, καθώς και του υπουργείου Εργασίας, στην συγκρότηση της ατζέντας γύρω από τις επερχόμενες αλλαγές στα εργασιακές σχέσεις.
Τα επίμαχα θέματα της συζήτησης μεταξύ των κ.κ. Κατρούγκαλου και Φέσσα αφορούσαν την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την ιδιαιτερότητα των επιχειρησιακών συμβάσεων, τον ρόλο του ΟΜΕΔ, καθώς και τον εκσυγχρονισμό του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982, για τον οποίο τόσο ο ΣΕΒ όσο και οι υπόλοιπες εργοδοτικές οργανώσεις έχουν θέσει θέματα «πρακτικών στρέβλωσής του». Επίσης, σήμερα θα συνεχιστεί για δεύτερη ημέρα η συνεδρίαση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Εργασίας, η οποία αναμένεται στο τέλος του επόμενου μήνα να παραδώσει στον κ. Κατρούγκαλο υπόμνημα με την εφαρμογή των «βέλτιστων πρακτικών» που ισχύουν για τις εργασιακές σχέσεις στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Τα «καυτά» θέματα και οι εκκρεμότητες
Η δημιουργία «κοινωνικού μετώπου» για το εργασιακό αποτελεί βασική επιλογή του υπουργείου Εργασίας εν όψει των διαβουλεύσεων με τους θεσμούς. Όμως, η επίτευξή του, παρά τις πρώτες θετικές αντιδράσεις των περισσοτέρων εκ των κοινωνικών εταίρων, απαιτεί συγκλίσεις σε εξαιρετικά ακανθώδη θέματα, τα βασικότερα εκ των οποίων είναι τα εξής:
1. Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας: Όλες οι πλευρές (υπουργείο Εργασίας – ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ – ΓΣΕΕ) συμφωνούν με την επαναφορά του θεσμού των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου των ανειδίκευτων εργαζομένων.
Στο θέμα αυτό η βασική εκκρεμότητα αφορά το επίδομα γάμου. Οι κρίσιμες διατάξεις για τις εργασιακές σχέσεις περιέχονται στο 1ο άρθρο του ν.4093/2012. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, οι διατάξεις περί του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ αφορούν όλες ανεξαιρέτως τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες. Όμως, η προσαύξηση του επιδόματος γάμου (ύψους 10%) δεσμεύει μόνο όσους εργοδότες είναι μέλη των οικείων εργοδοτικών οργανώσεων. Αυτό σημαίνει ότι όσοι εργοδότες δεν είναι μέλη των συμβαλλόμενων οργανώσεων για την κατάρτιση της σύμβασης και οι οποίοι ταυτόχρονα δεν δεσμεύονται από καμία άλλη συλλογική ρύθμιση, δεν υποχρεούνται στην καταβολή του επιδόματος γάμου.
2. Κλαδικές συμβάσεις εργασίας και επεκτασιμότητα. Η επαναφορά του θεσμικού ρόλου των κλαδικών συμβάσεων καθώς και η επεκτασιμότητας τους είναι μία από τις βασικές προτεραιότητες του υπουργείου Εργασίας.
Εκκρεμότητα: Το μεγάλο «αγκάθι» στο θέμα αυτό είναι η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, καθώς οι εργοδοτικές οργανώσεις θεωρούν ότι ύστερα από 7 χρόνια ύφεσης, σε μία οικονομία που ακόμη δεν έχει βρει τις ισορροπίες της και την απαραίτητη σταθερότητα, με αρκετές επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν ακόμη και το φάσμα της χρεοκοπίας, η οριζόντια εφαρμογή της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου θα δημιουργήσει ή και θα οξύνει ακόμη περισσότερο τα ήδη υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλές επιχειρήσεις. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων προτείνουν ως κυρίαρχη σύμβαση εργασίας την επιχειρησιακή και όχι την κλαδική, έτσι ώστε η κάθε επιχείρηση να επιλύει τα μισθολογικά και θεσμικά αιτήματα των εργαζομένων της μέσα από τις δικές της πραγματικές οικονομικές δυνατότητες.
3. Ομαδικές απολύσεις. Είναι ένα θέμα που προκαλεί πάντα έντονες συζητήσεις. Το υπουργείο Εργασίας έχει ως πάγια θέση να παραμείνουν ως έχουν τα σημερινά όρια των ομαδικών απολύσεων. Στην πρόσφατη συνέντευξή του για τα εργασιακά, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας ανέφερε: «Οι ομαδικές απολύσεις είναι ένα δυσάρεστο μέτρο που θα πρέπει να εφαρμόζεται με ιδιαίτερη μέριμνα και μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις διάσωσης, συγχώνευσης ή αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων». Μέχρι σήμερα οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν έχουν θέσει θέμα αύξησης των ορίων των ομαδικών απολύσεων. Όμως, ο ΣΕΒ πρότεινε την απεμπλοκή του υπουργείου Εργασίας από τη διαδικασία έγκρισης των ομαδικών απολύσεων. Συνεπώς, εδώ προκύπτει μία σοβαρή διαφωνία μεταξύ ΣΕΒ και υπουργείου Εργασίας, η οποία, σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου, «παρεκκλίνει από το κοινό ανακοινωθέν των κοινωνικών εταίρων που κοινοποιήθηκε μετά την τριμερή συνάντησή τους στη Γενεύη στις 30/9/2014 υπό τον συντονισμό του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας».
4. Νόμος 1264/1982 για τη λειτουργία των συνδικάτων. Οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων έχουν θέσει αυτό το θέμα και στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας, επισημαίνοντας ότι «από τη θέσπιση του νόμου το 1982 μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει τομείς που χρήζουν βελτίωσης, καθώς και πρακτικές στρέβλωσης τους νόμου».
Το «αγκάθι» με τις προσφυγές στον ΟΜΕΔ
Οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων εκτιμούν ότι πρέπει να αλλάξει ο τρόπος και η διαδικασία προσφυγής στη διαιτησία που ισχύει σήμερα, επειδή κατά την εκτίμησή τους νοθεύεται η ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καθώς ο νόμος δίνει τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ, ενός εκ των δύο συμβαλλομένων μερών, όταν αποτυγχάνουν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συλλογικής σύμβασης.
Σε αυτό το μείζον θέμα αξίζει να επισημάνουμε ότι ακριβώς πριν από δύο χρόνια, τον Ιούνιο του 2014, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ως αντισυνταγματική τη διάταξη μνημονιακής ρύθμισης (6η πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 2012), η οποία απαγόρευε τη μονομερή προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Πρόκειται για το άρθρο που απαγόρευε τη μονομερή προσφυγή στον ΟΜΕΔ, κάτι που κρίθηκε ως αντίθετο με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος. Έως τότε, το άρθρο 3 παρ. 1 καθιέρωνε το δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών (εργοδοτών – εργαζομένων).
Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου περιόριζε την προσφυγή στη διαιτησία αποκλειστικά στον καθορισμό βασικού μισθού ή και του βασικού ημερομισθίου με απαγόρευση ρύθμισης οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, ακόμη και διατηρητικών ρητρών, ενώ η παράγραφος 4 όριζε ότι εκκρεμείς προσφυγές στον ΟΜΕΔ, εάν είχαν κατατεθεί μονομερώς ετίθεντο στο αρχείο, ενώ αν είχαν κατατεθεί με κοινή συμφωνία κρίνονταν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ΠΥΣ 6/2012.
Η απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε έπειτα από προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο, της ΓΣΕΕ και της ΟΤΟΕ, με την οποία οι δύο οργανώσεις ζητούσαν την ακύρωση της 6ης Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου. Συνεπώς, από τον Ιούνιο του 2014 το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία περιβάλλεται και ταυτόχρονα ενισχύεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό από την απόφαση του ΣτΕ.