Skip to main content

«Στοίχημα» η κατάρτιση του προϋπολογισμού 2020

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Στον σχεδιασμό του προϋπολογισμού του 2020 μετατοπίζεται τώρα το ενδιαφέρον του οικονομικού επιτελείου μετά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Η εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού μέσα στους επόμενους μήνες θα είναι καθοριστική για την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς. Το οικονομικό επιτελείο θα επιδιώξει να διασφαλίσει το ταχύτερο δυνατόν ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, προκειμένου να ενισχύσει και τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης εν όψει της σύνταξης του τελικού σχεδίου του προϋπολογισμού του 2020.

Καθοριστική αναμένεται ότι θα είναι η επίπτωση της ρύθμισης των 120 δόσεων. Με τις αλλαγές που ανακοινώθηκαν, αλλά και αυτές που σχεδιάζονται να ενσωματωθούν στη νομοθετική διάταξη που θα κατατεθεί μεθαύριο Παρασκευή στη Βουλή, το υπουργείο Οικονομικών θέλει να αυξήσει γεωμετρικά τον αριθμό των οφειλετών που θα συμμετέχουν στη διαδικασία, εκτιμώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα τονώσει και τα δημόσια έσοδα. Γι’ αυτό και η τελική ρύθμιση αναμένεται ότι θα περιλαμβάνει κι άλλες «διευκολύνσεις» πέραν αυτών που εξαγγέλθηκαν κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων, με την κυριότερη εξ αυτών να είναι το «κούρεμα» των προσαυξήσεων για όσους φανούν συνεπείς μέχρι την ολοκλήρωση της ρύθμισης.

Με το «άνοιγμα» της ρύθμισης για τα νομικά πρόσωπα, αλλά και τις βελτιωτικές κινήσεις για τα φυσικά πρόσωπα, το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι τα έσοδα που θα συγκεντρωθούν μέχρι το τέλος του έτους μπορούν να προσεγγίσουν το μισό δισ. ευρώ, έναντι μόλις 140-150 εκατ. ευρώ που έχουν εισπραχθεί μέχρι τώρα. Βέβαια, σε δημοσιονομικό επίπεδο δεν παίζουν ρόλο μόνο οι εισπράξεις της ρύθμισης, αλλά το πόσα χρήματα θα συγκεντρωθούν συνολικά από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των προηγούμενων ετών. Στον προϋπολογισμό του 2019 έχει εγγραφεί πρόβλεψη για την είσπραξη περίπου 5,5 δισ. ευρώ. Αν συγκεντρωθεί μεγαλύτερο ποσό, τότε δημιουργείται ένα «μαξιλάρι» για τη χρηματοδότηση και της πρόσθετης έκπτωσης του ΕΝΦΙΑ, η οποία θα επιβαρύνει τον φετινό προϋπολογισμό με επιπλέον 270 εκατ. ευρώ.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εμφανίστηκε βέβαιος χθες (όπως και ο υπουργός Οικονομικών τη Δευτέρα κατά την ομιλία του στη Βουλή) ότι δεν θα υπάρξει δημοσιονομικό κενό ούτε το 2019 ούτε το 2020. Ακόμη, όμως, και αν ο προϋπολογισμός του 2019 εκτελεστεί ομαλά, οι δυσκολίες για τον προϋπολογισμό του 2020 θα είναι πολλές, ειδικά μετά τις χθεσινές διευκρινίσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου:

1. Ο κ. Πέτσας τόνισε ότι στο φορολογικό νομοσχέδιο του Σεπτεμβρίου θα ενσωματωθεί η μείωση του κατώτερου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 9% και ότι δεν πρόκειται να μειωθεί το αφορολόγητο από τα 8.600 ευρώ που είναι σήμερα. Αυτές οι δύο δηλώσεις μεταφράζονται σε πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος περίπου 2,5 δισ. ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2020, καθώς μόνο η διατήρηση του αφορολογήτου κοστίζει 1,9 δισ. ευρώ, ενώ περίπου 500-600 εκατ. ευρώ θα κοστίσει και η μείωση της παρακράτησης φόρου για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.

2. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν θεωρεί ότι το ποσό που μοιράστηκε στους συνταξιούχους τον Μάιο συνιστά 13η σύνταξη, ωστόσο δεσμεύτηκε ότι θα υπάρξει οικονομική ενίσχυση της συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης και το 2020. Το συγκεκριμένο μέτρο κοστίζει 830 εκατ. ευρώ.

3. Τα μέτρα του ΦΠΑ έχουν δημοσιονομικό κόστος 650 εκατ. ευρώ για το 2020, καθώς οι μειωμένοι συντελεστές θα ισχύσουν για το σύνολο του έτους και όχι μόνο για την περίοδο από τον Μάιο μέχρι τον Δεκέμβριο, όπως συμβαίνει φέτος.

4. Ο κ. Πέτσας ξεκαθάρισε ότι ο συντελεστής του 24% θα αφορά τα κέρδη του 2019, άρα ο προϋπολογισμός του 2020 χρειάζεται επιπλέον 800 εκατ. ευρώ για τη χρηματοδότηση και αυτού του μέτρου.

5. Η έκπτωση του ΕΝΦΙΑ θα φτάσει στο 30% του χρόνου, άρα απαιτούνται επιπλέον 280 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2019.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ερωτήθηκε για το πώς θα χρηματοδοτηθούν όλα αυτά τα μέτρα. Τόνισε ότι θα εξαντληθεί το υπερπλεόνασμα του 2020 (σ.σ.: ο υπολογισμός του συνιστά βασική εκκρεμότητα στις διαβουλεύσεις με τους θεσμούς), ενώ εκτίμησε ότι μπορούν να εξοικονομηθούν 1,5 δισ. ευρώ από τις παρεμβάσεις που προγραμματίζονται στο σκέλος των δαπανών (εξορθολογισμός των οροφών δαπανών στο πλαίσιο του spending review κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι το οικονομικό επιτελείο θα επικαλεστεί και την προσδοκία για τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, κάτι όμως που δεν είναι βέβαιο ότι θα υιοθετηθεί ως πρόβλεψη από τους θεσμούς.

Ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβριος θα είναι καθοριστικοί μήνες. Θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της ρύθμισης των 120 δόσεων (ακόμη και αν υπάρξει παράταση), θα έχει φανεί η εισπραξιμότητα των φόρων της φετινής χρονιάς (ΕΝΦΙΑ και φόρος εισοδήματος), θα έχει ανακοινωθεί η πορεία του ΑΕΠ για το δεύτερο τρίμηνο και θα υπάρχει και μια πρώτη εικόνα για την πορεία της οικονομίας κατά το τρίτο και καθοριστικό τρίμηνο.

Υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης σκοπεύει και σε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης κατά το δεύτερο εξάμηνο της φετινής χρονιάς. Ήδη, με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και του ΦΠΑ, προκύπτει μια σημαντική ένεση ρευστότητας στην αγορά, η οποία προσεγγίζει το 1 δισ. ευρώ. Όπως είπε και χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, για κάθε ένα ευρώ που προστίθεται στο ΑΕΠ, τα 50 λεπτά μεταφράζονται σε αύξηση των φορολογικών εσόδων. Έτσι, αν αυτό το επιπλέον 1 δισ. ευρώ που θα πέσει στην αγορά (σ.σ.: το οποίο προστίθεται στα 830 εκατ. ευρώ της 13ης σύνταξης) μεταφραστεί σε αυξημένη κατανάλωση, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τόνωση των εσόδων, ειδικά από τους φόρους κατανάλωσης και τον ΦΠΑ.