Skip to main content

Προβληματισμός για τα «κόκκινα» δάνεια

Από την έντυπη έκδοση 

Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]

Δύσκολο εγχείρημα αποτελεί το ξεκαθάρισμα των ισολογισμών των τραπεζών από τα «κόκκινα» δάνεια για ολόκληρη την Ευρώπη, παρά το γεγονός πως τα μεγέθη δείχνουν βελτίωση. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το εγχείρημα ασφαλώς φαντάζει δυσκολότερο, καθώς η χώρα μας απέχει αισθητά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, παρά τη θετική πορεία του εγχειρήματος μείωσης των NPEs την τελευταία διετία. Στις προγραμματικές δηλώσεις του, ωστόσο, ο πρωθυπουργός τόνισε πως η έγκριση των προταθεισών συστημικών λύσεων του ΤΧΣ και της ΤτΕ για το θέμα αυτό δεν θα αργήσει σε ό,τι αφορά τους θεσμούς.

Οι τιτλοποιήσεις
Παρά, πάντως, το γεγονός πως τα μεγέθη δείχνουν πρόοδο πανευρωπαϊκά, όπως υποστήριξε σε πρόσφατο άρθρο της και η έγκυρη διεθνής εφημερίδα «Wall Street Journal», σε πολλές περιπτώσεις οι τράπεζες βγάζουν τα «κόκκινα» δάνεια από την πόρτα και αυτά μπαίνουν από το παράθυρο. Το εργαλείο των τιτλοποιήσεων δούλεψε πολύ σε όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Από το 2018, στο σύνολο των δανείων τα οποία μεταβίβασαν οι τράπεζες με στόχο να καθαρίσει ο ισολογισμός τους, 57 δισ. ευρώ τιτλοποιήθηκαν, ενώ 148 δισ. ευρώ άλλαξαν χέρια με άλλον τρόπο. Το 2019, 32,4 δισ. ευρώ άλλαξαν χέρια με τρόπο διαφορετικό και 1,6 δισ. ευρώ τιτλοποιήθηκαν.

Η χώρα μας απέχει πολύ ακόμη από την κανονικότητα σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια. Εκτιμάται, πάντως, πως εφόσον το ελληνικό αξιόχρεο ανακτηθεί, η πώληση «κόκκινων» δανείων θα αποτελέσει απλή υπόθεση και θα γίνεται με μεγαλύτερη ευχέρεια και σε καλύτερες τιμές.

Δυστυχώς, ωστόσο, η χώρα μας δεν αναμένεται νωρίτερα του έτους να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα, παρατηρούν αξιόπιστοι τραπεζικοί αναλυτές.

Μέσα στο κρίσιμο 2018 οι ιταλικές τράπεζες πούλησαν «κόκκινα» δάνεια αξίας 103,6 δισ. ευρώ, οι ισπανικές 43,2 δισ. ευρώ, οι ιρλανδικές 14,3 δισ. ευρώ, οι ελληνικές 13,9 δισ. ευρώ και οι πορτογαλικές 8 δισ. ευρώ. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ξεκαθαρίσει πλέον τα μισά τοξικά δάνεια από τους ισολογισμούς τους, ωστόσο σε αυτούς υπάρχει μια εν δυνάμει «βόμβα». Ποια είναι αυτή; Ένα κομμάτι των δανείων αυτών δεν έχει απομακρυνθεί πλήρως.

Σύμφωνα με τα όσα δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα «κόκκινα» δάνεια στους ισολογισμούς των τραπεζών της Ευρωζώνης ανέρχονται στο 3,7% του συνόλου των χορηγήσεων, από 8% που διαμορφώνονταν το 2014. Στην Ιταλία, που θεωρείται το κέντρο των τραπεζικών προβλημάτων της Ευρώπης, με δεδομένο πως η Ελλάδα είναι πολύ μικρή, οι προβληματικές χορηγήσεις φθάνουν στο 8%, από 17% το 2014. Τα ποσοστά, βεβαίως, στη χώρα μας είναι πολύ διαφορετικά, όπως και η πραγματικότητα. Αυτή, ωστόσο, η διαφορετική πραγματικότητα δεν εμποδίζει και την Ελλάδα να υιοθετεί τα κακώς κείμενα της λοιπής Ευρωζώνης στο θέμα αυτό.

Αμερικανικά funds, λοιπόν, υπήρξαν οι αγοραστές αυτών των «κακών» δανείων, όπως η Cerberus, η Pimco και το Apollo. Αντί, ωστόσο, οι τράπεζες να πουλήσουν εντελώς τα τοξικά χαρτοφυλάκιά τους, ορισμένες παρέμειναν εκτεθειμένες στα δάνεια τα οποία υποτίθεται έπρεπε να ξεφορτωθούν και μάλιστα με έναν τελείως ιδιόμορφο τρόπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις δανείζουν τον αγοραστή του «κακού» δανείου, αλλά συχνά και τον ίδιο τον οφειλέτη που δεν πλήρωσε το δάνειο. 

Έτσι, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει η «Wall Street Journal», οι τράπεζες επαναγοράζουν κομμάτι των «κακών» δανείων μέσω πολύπλοκων τιτλοποιήσεων. Αυτό σημαίνει πως σπρώχνεις το δάνειο από την πόρτα και αυτό σου έρχεται πίσω από το παράθυρο.

Προβληματική εξυγίανση
Η προβληματική εξυγίανση των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι ένας από τους σημαντικούς λόγους που η Ευρώπη δεν έχει ανακάμψει. Έτσι, όταν οι τράπεζες παραμένουν εκτεθειμένες σε «κακά» δάνεια έχουν λιγότερους πόρους για να στηρίξουν με καινούργιο δανεισμό την οικονομία. Αυτό γίνεται απολύτως αντιληπτό στη χώρα μας. Ο ρυθμός αύξησης των χορηγήσεων ήταν προβληματικός στις χώρες εκείνες που είχαν περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα της WSJ. Θα πρέπει δε να σημειωθεί πως οι παραπάνω πρακτικές δεν εφαρμόζονται ασφαλώς χωρίς την άδεια των αρχών.

Η παραπάνω μόχλευση, λοιπόν, δύσκολα αφήνει χώρο στους ισολογισμούς των τραπεζών για να χρηματοδοτήσουν την οικονομία. Στις ΗΠΑ, πάντως, τα πράγματα κινήθηκαν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στην Ευρώπη. 

Έτσι, το αμερικανικό πρόγραμμα ανακούφισης από προβληματικά χαρτοφυλάκια τραπεζών -γνωστό και ως TARP- εισέφερε νέο κεφάλαιο στις τράπεζες. Τα «κόκκινα» δάνεια στις ΗΠΑ αποτελούν περίπου το 1% επί των συνολικών δανείων και ενώ το 2009 το εν λόγω ποσοστό είχε ανέλθει στο 5%.

Πόσο κοντά είναι η λύση για την Ελλάδα
Στην Ευρωζώνη οι κυβερνήσεις είχαν το πρόβλημα των δικών τους χρεών, το οποίο μετέφεραν μοιραία και στις τράπεζες, με αποτέλεσμα η διαδικασία να κινηθεί απελπιστικά αργά. Στην περίπτωση της χώρας μας κατατέθηκαν εγκαίρως προτάσεις από τις ίδιες τις τράπεζες για την αντιμετώπιση του θέματος, οι οποίες πάντως δεν έγιναν δεκτές από τους θεσμούς ούτε στην Ευρώπη ούτε και στην ίδια τη χώρα, μολονότι στη συνέχεια συζητήθηκαν και πάλι με άλλες πρωτοβουλίες. Σημασία έχει πως τα πράγματα καθυστέρησαν.

Σχετικά πρόσφατα, κυβερνητικά προγράμματα, όπως μια ιταλική κρατική εγγύηση, με τη βοήθεια της εισροής μεγάλων επενδυτών, αναμόχλευσαν την αγορά.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, υπάρχουν πλέον δύο λύσεις στο τραπέζι των συζητήσεων: εκείνη που έχει προτείνει το ΤΧΣ και εκείνη της ΤτΕ. Καμία δεν έχει ακόμη λάβει την έγκριση των αρχών. Καταβάλλεται, ωστόσο, κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε τελικώς να υπάρξει άμεσα έγκριση από την DG Comp προκειμένου να προχωρήσουν τα πράγματα, καθώς αποτελεί κοινό τόπο πως μόνο μια συστημική λύση θα μπορέσει να βγάλει τις τράπεζες από το αδιέξοδό τους.

Με βάση, ωστόσο, τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα σε ό,τι αφορά τους θεσμούς την περασμένη εβδομάδα, δεν φάνηκε οι υπεύθυνοι να έχουν την απόλυτη αίσθηση του χρονοδιαγράμματος και σε ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν επ’ αυτού απαντούσαν πως σύντομα θα υπάρχει αποτέλεσμα σχετικά με τις συστημικές προταθείσες λύσεις. Εκτιμάται ότι ως προς το APS, δηλαδή τη λύση που προτείνει το ΤΧΣ, η κάθετη πτώση των spreads θα βοηθήσει την τιμολόγηση των εγγυήσεων και θα επισπεύσει την έγκριση της πρότασης, όμως και αυτό μένει να το δούμε.