Από την έντυπη έκδοση
Για αύριο είναι προγραμματισμένη η συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου όπου θα συζητηθεί το περιεχόμενο της έκθεσης για την ελληνική οικονομία, η οποία συντάχθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του ΔΝΤ.
Το περιεχόμενο της έκθεσης -στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους- θα έρθει στην επιφάνεια, αν όχι μετά τη λήξη της συνεδρίασης, μέσα στα επόμενα 24ωρα και θα αποτυπώσει τις ενστάσεις του Ταμείου τόσο για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους όσο και για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που καλείται να παρουσιάσει η Ελλάδα για όλη την περίοδο μέχρι και το 2060.
Σαφής πρόγευση του περιεχομένου της έκθεσης έχει δοθεί από το τέλος Ιουνίου με την ολοκλήρωση της αποστολής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ελλάδα.
Το Ταμείο αναμένεται να επιμείνει στη θέση ότι ένας στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 1,5% του ΑΕΠ για την περίοδο μετά το 2023 θα ταίριαζε πολύ περισσότερο στις αντοχές και στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, θα επιμείνει στη θέση ότι για να επιτευχθούν τα πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2060, θα χρειαστεί και οι φορολογικοί συντελεστές να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα και να «θυσιαστούν» κοινωνικές δαπάνες.
Ο διαχωρισμός μεταξύ βιώσιμου και μη
Το ελληνικό χρέος αναμένεται να χαρακτηριστεί ως «βιώσιμο» για την περίοδο μέχρι και το 2032, αν και αυτό θα συνδεθεί με μια σειρά από προϋποθέσεις, κυριότερη εκ των οποίων θα είναι η υλοποίηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένης και της περικοπής των συντάξεων την οποία το ΔΝΤ αντιμετωπίζει ως διαρθρωτικό και όχι ως δημοσιονομικό μέτρο). Από την άλλη, σε μακροπρόθεσμη βάση το ελληνικό χρέος αναμένεται να χαρακτηριστεί ως μη βιώσιμο. Και μόνο η άποψη του ΔΝΤ ότι το πρωτογενές πλεόνασμα σε μακροπρόθεσμη βάση δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1,5% του ΑΕΠ, «βγάζει» αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ ακόμη και άνω του 200% σε μακροπρόθεσμη βάση.
Σύμπλευση για την ανάπτυξη
Στο θέμα της ανάπτυξης το ΔΝΤ φέρεται να συμπλέει πλέον με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Για φέτος ο πήχης ανεβαίνει στο 2% και για το 2019 στο 2,4%, ενώ για την περίοδο μέχρι και το 2060 το μέσο ποσοστό προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 1%. Αυτή είναι και η εκτίμηση που κάνει πλέον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην καινούργια έκθεση βιωσιμότητας του χρέους.
Προβλέψεις – εκτιμήσεις
Στην έκθεση αναμένεται να συμπεριληφθούν και οι ακόλουθες προβλέψεις και εκτιμήσεις:
- Η ανεργία αναμένεται να πέσει από περίπου 20% την τρέχουσα χρονιά σε περίπου 14% μέχρι το 2023.
- Η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί περισσότερο μακροπρόθεσμα μόνο υπό φαινομενικά πολύ φιλόδοξες παραδοχές αναφορικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει υψηλά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, γεγονός που υποδεικνύει ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί πρόσβαση στις αγορές περισσότερο μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
- Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες ώστε να επιτύχει διατηρήσιμη υψηλή ανάπτυξη και να εξασφαλίσει ανταγωνιστικότητα εντός της Ευρωζώνης, υποστηρίζοντας παράλληλα αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη για προστασία.
- Το 2019, η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει με σχεδιασμένες αυξήσεις στην στοχευμένη κοινωνική προστασία και στην επενδυτική δαπάνη, με χρηματοδότηση που θα προέρχεται από εξοικονομήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Το 2020, θα πρέπει να μειώσει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διευρύνει τη φορολογική βάση του φόρου εισοδήματος με έναν δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Αυτά τα μέτρα, υποστηριζόμενα από μεταρρυθμίσεις στο δημοσιονομικό-δομικό τομέα με σκοπό την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της εφαρμογής, θα βοηθήσουν στη μείωση των ποσοστών φτώχειας και των οικονομικών στρεβλώσεων και θα στηρίξουν την ανάπτυξη. Οποιαδήποτε καθυστέρηση σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα υπέσκαπτε σε σημαντικό βαθμό την αξιοπιστία των παραδοχών των μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους.
- Οι αρχές θα πρέπει να είναι προσεκτικές αναφορικά με την υιοθέτηση μόνιμων επεκτατικών μέτρων, πέρα από αυτά που έχουν ήδη νομοθετηθεί, προκειμένου να αποφευχθεί η διακινδύνευση των δημοσιονομικών τους στόχων.
- Προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας συνεισέφεραν στην ανάκτηση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, αλλά η νομοθεσία που θα εισάγει εκ νέου την επεκτασιμότητα και τους ευνοϊκότερους όρους των συλλογικών συμβάσεων αρχίζοντας από αργότερα, φέτος διακινδυνεύει να αναιρέσει όσα κερδήθηκαν. Οποιαδήποτε προσαρμογή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να είναι συνετή και να εναρμονίζεται με κέρδη σε ανταγωνιστικότητα, με στόχο να διατηρηθεί η δυναμική της ανάκτησης της απασχόλησης και να αποφευχθεί οποιαδήποτε απώλεια ανταγωνιστικότητας.
34 δισ. ευρώ
Στην εκτίμηση ότι τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θα κοστίσουν περί τα 34 δισ. ευρώ την προσεχή 10ετία, ανάλογα με το πώς θα κυμανθούν τα επιτόκια, μετέδωσε χθες η γερμανική εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung», επικαλούμενη έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. «Ο όγκος της επιπρόσθετης αναστολής πληρωμής τόκων τα επόμενα δέκα χρόνια θα εξαρτηθεί από τις πραγματικές διακυμάνσεις των επιτοκίων και υπολογίζεται αυτή τη στιγμή από το υπουργείο Οικονομικών ότι θα ανέλθει περίπου στα 34 δισ. ευρώ» αναφέρεται στο έγγραφο του υπουργείου.