Skip to main content

Εμείς, οι «φθηνοί» και οι άλλοι. Ποιοι παίρνουν τελικά τις επενδύσεις;

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Επενδύσεις. Είναι η λέξη που ακούμε, γράφουμε και αναλύουμε περισσότερο από κάθε άλλη το τελευταίο εξάμηνο. Είναι το «κλειδί» για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας, ακόμη και «χαρτί» στη διαπραγμάτευση για τα δημοσιονομικά. Πώς θα έρθουν όμως στη χώρα; Το επενδυτικό κενό που έχει αφήσει πίσω της η πολυετής κρίση είναι τεράστιο, προσεγγίζοντας τα 100 δισ. ευρώ. Και για να γίνει κατανοητό το μέγεθος, ισοδυναμεί περίπου με 4 ΕΣΠΑ, 12 επενδύσεις όπως του Ελληνικού, 170 επενδύσεις όπως του ΟΛΠ ή 115 επενδύσεις όπως του ΟΛΘ. Αντιλαμβάνεται κανείς πως για να καλυφθεί χρειαζόμαστε μαραθώνιο…. υψηλών ταχυτήτων.

Πώς όμως θα καταστεί η χώρα ελκυστικός επενδυτικός προορισμός;  Η χώρα έχει ξαναμπεί στο ραντάρ των επενδυτών, χάρη σε μία ευρύτερη αίσθηση αισιοδοξίας ότι μπορεί να αφήσει πίσω της την κρίση και να βαδίσει στο δρόμο της σταθερότητας. Οι αναβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης και η θετική ανταπόκριση στις αγορές μετοχών και χρέους έχουν βελτιώσει το κλίμα και αυτό δίνει μία τονωτική ένεση και για πραγματικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Οι κινήσεις που γίνονται στο μέτωπο της φορολογίας και την κατεύθυνση της ελάφρυνσης των βαρών επίσης βοηθούν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρκούν. Το πόσο φθηνός είσαι για μία επιχείρηση δεν είναι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή μίας μεγάλης εταιρείας να φέρει παραγωγή και θέσεις εργασίας. Υπάρχουν στοιχεία, που μετρούν πολύ περισσότερο και αυτό μας το δείχνει η διεθνής εμπειρία.

Στις πρόσφατες επαφές του στο Νταβός ο πρωθυπουργός συναντήθηκε μεταξύ άλλων με υψηλόβαθμο στέλεχος της Microsoft, με το οποίο και συζήτησε την πιθανότητα η αμερικανική εταιρεία να δημιουργήσει ένα data center με έμφαση στην πράσινη τεχνολογία στην Ελλάδα. Οι προθέσεις και τα σχέδια είναι θετικά, αλλά το να φέρουμε εδώ μία τέτοια επένδυση δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.

Γιατί; Την απάντηση μας δίνει η επιλογή που έκανε ένας άλλος αμερικανικός κολοσσός πρόσφατα: η εταιρεία ηλεκτρικών αυτοκινήτων Tesla. O Ίλον Μασκ επέλεξε την πατρίδα του κινητήρα εσωτερικής καύσης για να κατασκευάσει το πρώτο της εργοστάσιο παραγωγής της σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτου της Ευρώπης, με ετοιμοπόλεμους ανταγωνιστές απέναντι στην Tesla, φορολογεί τις επιχειρήσεις με 30%, έχει ισχυρά εργατικά συνδικάτα και υψηλούς μισθούς; Γιατί αυτή λοιπόν και όχι η Πολωνία, η Βρετανία, η Ισπανία; «Η γερμανική μηχανουργία είναι εξέχουσα» εξήγησε ο Μασκ, που γνωρίζει επίσης ότι θα βρει εκεί πλήθος ταλέντων να εργαστούν για αυτόν, ενώ (σε αντίθεση με τη Βρετανία του Brexit) θα συναντήσει και ένα σταθερό περιβάλλον και ελάχιστες εκπλήξεις.

Και ας πάμε και σε ένα δικό μας παράδειγμα: Πρόσφατα ο διευθύνων σύμβουλος της Δρομέας, Αθανάσιος Παπαναγιώτου, αποκάλυψε ότι υπάρχουν σκέψεις για μεταφορά της έδρας της εταιρείας του (που είναι από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στον κλάδο), επικαλούμενος μη φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα, γραφειοκρατία και υψηλό κόστος δανεισμού. Και ποιους προορισμούς έχει στο νου; Όχι τη φθηνή Βουλγαρία, όπως θα σκέφτηκαν ίσως κάποιοι εξαιτίας και της καταφυγής αρκετών ελληνικών εταιρειών.

Ο Δρομέας κοιτάζει προς το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, όπου ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις είναι 24,94% και 29% αντίστοιχα.

Μην το κάνεις όπως η Ιρλανδία

Βεβαίως θα πει κανείς πως υπάρχει και το παράδειγμα της Ιρλανδίας, που χάρη στον συντελεστή του 12,5% και τις ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες, που σήμαιναν σχεδόν μηδενική επιβάρυνση για κάποιους, προσέλκυσε στο έδαφός της γίγαντες, όπως η Google,η Apple και τα Starbucks. Περισσότερες από 700 αμερικανικές  και ξένες πολυεθνικές έχουν φορολογική έδρα στην Ιρλανδία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν και πολλές θέσεις εργασίας. Επιπλέον η χώρα έχει βρεθεί στο στόχαστρο της Κομισιόν που θεωρεί συμφωνίες όπως αυτή με την Apple έμμεση κρατική ενίσχυση, ενώ έχει και άλλα αναμφίβολα πλεονεκτήματα, όπως η γλώσσα και η εγγύτητα με τη Βρετανία. Οπότε παράδειγμα μίμησης για την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι.

Σε πρόσφατο συνέδριο του Economicst o επικεφαλής μίας άλλης μεγάλης ελληνικής επιχείρησης, του ομίλου Ελλάκτωρ, εξηγούσε τι λείπει από τη χώρα. Ο  Αναστάσιος Καλλιτσάντσης σημείωσε ότι η χώρα εξακολουθεί να διατηρεί ένα δαιδαλώδες σύστημα δημόσιας διοίκησης. Όπως είπε, η Ελλάδα ωρίμασε πολύ μέσα από την κρίση, «αν και όχι όσο θα έπρεπε». Ο ίδιος μίλησε για την ανάγκη αύξησης των συγχρηματοδοτούμενων έργων από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα  σε υποδομές στην Ελλάδα.

Ανάλογες οι επισημάνσεις και του Παναγιώτη Παπάζογλου, διευθύνοντα συμβούλου της ΕΥ, σε συνέντευξή του στο ΑΜΠΕ. Έκανε λόγο για διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους και της ελληνικής γραφειοκρατίας, που δημιουργούν πλήθος προβλημάτων στις υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις. Σε αυτές έρχεται να προστεθεί, όπως εξήγησε, και η μειωμένη ή/και ακριβή παροχή ρευστότητας από τις τράπεζες προς τις επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια, η οποία αποτελεί θεμελιώδες πρόβλημα για την εύρυθμη λειτουργία τους. Υπό τις συνθήκες αυτές πολλοί θα προτιμήσουν άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. με πιο εύρυθμη λειτουργία κράτους, πιο υγιές οικονομικό σύστημα.

Τι δείχνουν οι διεθνείς εκθέσεις 

Τις αδυναμίες της Ελλάδας αποκαλύπτουν και έρευνες διεθνών οργανισμών. Από τις πλέον αποκαλυπτικές εκείνη του Παγκόσμιου Οικονομικό Φόρουμ το περασμένο φθινόπωρο για την ανταγωνιστικότητα. Για το 2019 η Ελλάδα ήταν 59η μεταξύ 141 χωρών έχοντας υποχωρήσει δύο θέσεις σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η απόσταση από τους άλλους του Νότου μεγάλ; Η Ισπανία ήταν 23η, η Ιταλία 30η και η Πορτογαλία 34η. Η Γερμανία πολύ υψηλότερα, στην 7η θέση.

Πού αποσπάσαμε τις χειρότερες βαθμολογίες; Στον πρώτο πυλώνα, που εξετάζεται, αυτόν των θεσμών, ήμασταν μόλις στην 85η θέση. Στο κοινωνικό κεφάλαιο στην 118η θέση, στους μηχανισμούς ελέγχου της εξουσίας (checks and balances) στην 82η, στην αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου στην 118η και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στην 83η. Στις επιδόσεις του δημόσιου τομέα στην 92η θέση και στο βάρος των κρατικών ρυθμίσεων την 127η. Όσο για την ικανότητα των κυβερνήσεων να διασφαλίσουν πολιτική σταθερότητα; Το WEF μας κατατάσσει στην 138η θέση, τρεις θέσεις από το τέλος. 

Μόνιμο αγκάθι για τη χώρα μας και η παραγωγικότητα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο μέσος Ελληνας εργάζεται σχεδόν 40% περισσότερες ώρες ετησίως από τον μέσο Γερμανό! Η παραγωγικότητα του τελευταίου, ωστόσο, αποτιμάται κοντά στα 55 δολάρια ανά ώρα, σύμφωνα με τη McKinsey, ενώ η δική μας στα 35 δολάρια.

Η παραγωγικότητα έχει βεβαίως να κάνει με τα προσόντα και την τοποθέτηση του κατάλληλου ατόμου στην κατάλληλη θέση Εξαρτάται επίσης από τα μέσα (εξοπλισμός, τεχνολογία, τεχνογνωσία) τα οποία έχει ο εργαζόμενος στη διάθεσή του. Και εκεί χωλαίνουμε γιατί θεωρούμε τις επενδύσεις σε καινοτομία και νέες τεχνολογίες περιττή πολυτέλεια. Συνολικά η παραγωγικότητα μιας οικονομίας εξαρτάται από παράγοντες όπως η πάταξη της γραφειοκρατίας, η διευκόλυνση του επιχειρείν, το σταθερό φορολογικό πλαίσιο.