Skip to main content

Σύσταση Λαγκάρντ σε ΕΚΤ για νέα στήριξη

Από την έντυπη έκδοση

Του Μωυσή Λίτση
[email protected]

Εμπορικές διαμάχες, Brexit και ιταλικό χρέος απειλούν την οικονομία της Ευρωζώνης, προειδοποιεί η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, καλώντας την ΕΚΤ να προχωρήσει σε νέο πακέτο στήριξης της οικονομίας.

Στην τελευταία ετήσια έκθεση για την οικονομία της Ευρωζώνης, πριν την αποχώρηση της Λαγκάρντ για τη θέση της προέδρου της ΕΚΤ τον Νοέμβριο, το ΔΝΤ επισημαίνει πως τα σχέδια της ΕΚΤ για διατήρηση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής είναι «ζωτικής σημασίας», καθώς η Ευρωζώνη βρίσκεται αντιμέτωπη «με παρατεταμένη περίοδο αναιμικής ανάπτυξης και πληθωρισμού».

Η έκθεση του διεθνούς οργανισμού διαπιστώνει επίσης ότι το ευρώ παραμένει ελαφρώς υποτιμημένο παρά την ανατίμησή του πέρυσι και καλεί τις χώρες με εμπορικά πλεονάσματα, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, να επενδύσουν περισσότερα προκειμένου να βοηθήσουν στην επαναφορά της ισορροπίας στη συναλλαγματική ισοτιμία.

Το ΔΝΤ προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης για την Ευρωζώνη στο 1,3% φέτος από 1,9% το 2018, ανακάμπτοντας στο 1,6% το 2020. Οι προβλέψεις είναι λίγο καλύτερες από αυτές που δημοσιοποίησε την Τετάρτη η Κομισιόν, η οποία προβλέπει ανάπτυξη 1,2% φέτος και 1,4% του χρόνου.

Η έκθεση δίνει ωστόσο έμφαση στους αυξανόμενους κινδύνους που απειλούν την οικονομία της Ευρωζώνης, όπως οι εμπορικές διαμάχες, η αβεβαιότητα για την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. και το ευάλωτο της Ιταλίας λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου βρίσκεται στα ταμεία των εγχώριων τραπεζών.

Πληθωρισμός στο 1,3%
Ο πληθωρισμός εκτιμά το ΔΝΤ ότι θα παραμείνει πολύ μακριά του στόχου της ΕΚΤ για 2%, τουλάχιστον έως το 2022. Για φέτος προβλέπει πληθωρισμό 1,3%, όσο και η ΕΚΤ.

Με δεδομένη την περαιτέρω υποχώρηση των πληθωριστικών προσδοκιών, το ΔΝΤ υποστηρίζει πως χρειάζεται περαιτέρω χαλάρωση, στην οποία θα μπορούσε να περιληφθεί ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.

Η ετήσια έκθεση του ΔΝΤ με την προτροπή για νέα χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής συνέπεσε με τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της τελευταίας συνεδρίασης της ΕΚΤ τον Ιούνιο, τα οποία επιβεβαιώνουν την ετοιμότητα της κεντρικής τράπεζας να στηρίξει την οικονομία της Ευρωζώνης.

Στη σύνοδο του Ιουνίου υπήρξε «ευρεία συμφωνία» για στήριξη της οικονομίας η οποία βρίσκεται σε περιβάλλον «αυξημένης αβεβαιότητας», μέσω μείωσης των επιτοκίων, αλλαγή στις κατευθύνσεις της πολιτικής της ΕΚΤ ή και μέσω νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων.

Με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας να πλήττει τους εξαγωγείς της Ευρωζώνης, ιδίως τη Γερμανία, και τη Fed να αναμένεται να προχωρήσει μέσα στον μήνα σε μείωση των επιτοκίων, η ΕΚΤ δέχεται πιέσεις να ακολουθήσει τη διεθνή τάση για μείωση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.

Η συντονισμένη διάθεση των μεγάλων κεντρικών τραπεζών να μειώσουν τα επιτόκια, φοβούμενες τα «αχορτογράφητα νερά» της εμπορικής σύγκρουσης ΗΠΑ-Κίνας, θυμίζει τη διεθνή προσπάθεια για μετριασμό της ύφεσης το 2009, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.

Τα κοντέρ των επιτοκίων μειώθηκαν σχεδόν παντού στο μηδέν, ενώ Fed, EKT και Τράπεζα της Αγγλίας προχωρούσαν σε γενναιόδωρα πακέτα ποσοτικής χαλάρωσης, αγοράς δηλαδή κρατικών χρεογράφων που ισοδυναμούσε με έμμεσο τύπωμα χρήματος, προκειμένου να αποτρέψουν την κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και της παγκόσμιας οικονομίας.

Σε αντίθεση ωστόσο με το 2009, που στο διεθνές πολιτικό σκηνικό επικρατούσε σύμπνοια, σήμερα οι διαφορές μεταξύ των μεγάλων οικονομικών παικτών γίνονται όλο και πιο έντονες. Επιπλέον με τα επιτόκια στο μηδέν ή και κάτω από αυτό, εκφράζονται όλο και περισσότερο αμφιβολίες για την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να ρίξουν άπλετο χρήμα και να σώσουν από μόνες τους την οικονομία από την επαπειλούμενη ύφεση.

Η ΕΚΤ στη σύνοδο στις 5-6 Ιουνίου ανέστειλε το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων για τουλάχιστον έναν χρόνο, με τον πρόεδρό της Μάριο Ντράγκι να ανοίγει εμφατικά την πόρτα για νέα μέτρα νομισματικής υπερχαλάρωσης.

Η ΕΚΤ συνεδριάζει ξανά στις 24-25 μήνα. Θεωρείται ωστόσο μάλλον απίθανο μέχρι την ολοκλήρωση της θητείας Ντράγκι και την ανάληψη της ηγεσίας από την Κριστίν Λαγκάρντ να υπάρξει κάποια κίνηση όσον αφορά τη νομισματική πολιτική.