Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η προστιθέμενη αξία του ιδιωτικού τομέα είναι ακόμη 38% χαμηλότερη σε σύγκριση με το 2008, τα διαρθρωτικά ζητήματα που διαμορφώνουν το επενδυτικό περιβάλλον είναι ορθάνοιχτα, η ανεργία παραμένει πάνω από το 20% και η ένταση γνώσης και τεχνολογίας βρίσκεται με διαφορά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Έκθεση του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών στο Βερολίνο τεκμηριώνει τα κακώς κείμενα της ελληνικής οικονομίας για να καταλήξει στο συμπέρασμα: Η Ελλάδα δεν έχει φτάσει στο σημείο καμπής.
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων αδύναμη, με την προστιθέμενη αξία των ελληνικών ιδιωτικών επιχειρήσεων καθηλωμένη στο 62% του επιπέδου το 2008, όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έκθεσης που εκπόνησαν οι ερευνητές Αλέξανδρος Κρητικός, Lars Handrich και Anselm Mattes.
«Μετά από 10 χρόνια και πολλές μεταρρυθμίσεις, η κρίση δυσανάλογα επηρέασε τη βιομηχανική οικονομία της Ελλάδας», συμπεραίνουν οι συντάκτες της έκθεσης, οι οποίοι αναμένουν «χαμηλή ανάπτυξη» των ελληνικών επιχειρήσεων το επόμενο διάστημα.
Παρ’ όλη την προσπάθεια στη σταθεροποίηση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, προβάλλουν αδύναμα τα σημάδια της ανάκαμψης, δεδομένου ότι τα διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής και η εφαρμογή τους από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις δεν επέφεραν τις απαιτούμενες μεταβολές στη διάρθρωση του ελληνικού συστήματος· «υπερβολική γραφειοκρατία, ογκώδεις διοικητικές διαδικασίες, αργά δικαστήρια, περίπλοκοι φόροι, ανεπαρκής μεταφορά γνώσης».
Η έκθεση του DIW στέκεται στο γεγονός ότι τον Αύγουστο μαζί με το πρόγραμμα προσαρμογής τερματίζεται και ο υψηλός βαθμός της εξωτερικής πίεσης για διαρθρωτικές αλλαγές, εγείροντας το ερώτημα κατά πόσο η κυβέρνηση -είτε αυτή, είτε η επόμενη- θα αισθανθεί αναγκασμένη να ολοκληρώσει και να εφαρμόσει τις εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις. Η αναφορά αυτή αντικατοπτρίζει το κλίμα που οδηγεί στην επίμονα αυστηρή στάση της Γερμανίας -βλ. ΦΠΑ στα νησιά, πόσο μάλλον συντάξεις- στην τελική ευθεία του προγράμματος.
Από το report για την πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν απουσιάζει η παράμετρος του εξαιρετικά υψηλού ποσοστού -περίπου στο 50% του συνόλου- των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν αναλογιστεί κανείς την έμφαση που δίνει στο συγκεκριμένο ζήτημα η ρητορική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, παρουσιάζει το σκέλος της ανάλυσης του DIW για την κοινωνική στήριξη των αδύναμων, καθώς «με δεδομένη την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας που θα πληροί τα ευρωπαϊκά πρότυπα».
Στον αντίποδα, διακρίνονται σημαντικές ευκαιρίες που διαμορφώνουν θετική προοπτική, υπό προϋποθέσεις. «Η Ελλάδα θα μπορούσε να ενισχύσει περισσότερο όχι μόνο την τουριστική της βιομηχανία αλλά και τον τομέα των μεταφορών και του εφοδιασμού, τις υπηρεσίες έντασης γνώσης και, σε μικρότερο βαθμό, τον κλάδο της μεταποίησης».
Κυρίως, όμως, η χώρα μπορεί και πρέπει να υποστηρίξει πιο δραστικά τις καινοτόμους επιχειρήσεις της, ενδυναμώνοντας τη συνεργασία της επιστήμης και της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, μέσω κινήτρων στον τομέα του R&D· «το μερίδιο της προστιθέμενης αξίας των βιομηχανιών έντασης έρευνας και των υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας (KIBS) στην ΕΕ ανήλθε στο 33% το 2017. Το μερίδιο αυτό είναι μικρότερο στην Ελλάδα, αν και πρόσφατα αυξήθηκε στο 27%, από 23% πριν από την κρίση».
Δεν είναι επίσης αμελητέα η παράμετρος της παραγωγής κλίμακας, μέσω της αύξησης του αριθμού των μεγάλων επιχειρήσεων. Μόλις το 15% του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα απασχολείται σε επιχειρήσεις των 250+ εργαζομένων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις της ελληνικής βιομηχανίας απασχολούν μόλις το 18% του συνόλου των εργαζομένων, όταν το αντίστοιχο μερίδιο σε επίπεδο ΕΕ είναι 42%.
Με δεδομένο το σημερινό ΑΕΠ -ιδιαιτέρως χαμηλό για χώρα της Ευρωζώνης- ως χαμηλό σημείο εκκίνησης, «η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να στοχεύσει σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 5%». Τουλάχιστον σύμφωνα με την προσέγγιση του DIW, με εργαλείο τις μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της προσφοράς και με όχημα την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων.