Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η πρώτη αξιολόγηση του έτους αποδείχθηκε και τυχερή. Ο οίκος Fitch δεν περιορίστηκε στην αναβάθμιση των προοπτικών, αλλά ανέβασε και κατά ένα σκαλοπάτι το αξιόχρεο της Ελλάδας, που απέχει πλέον δύο βήματα από την επενδυτική βαθμίδα. Η τελευταία είναι το «εισιτήριο» για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πραγματική τονωτική ένεση. Ακόμη και πριν την κατακτήσουμε όμως, τα οφέλη των αναβαθμίσεων είναι πολλαπλά. Το πρώτο; Ο δανεισμός από τις αγορές με ευνοϊκότερους όρους.
Η κυβέρνηση είχε στείλει από την πρώτη στιγμή το μήνυμα ότι μία αναβάθμιση θα οδηγούσε σε έξοδο στις αγορές. Αυτή τώρα είναι θέμα ημερών. Παρουσιάζοντας τη χρηματοδοτική στρατηγική για το 2020, ο ΟΔΔΗΧ είχε ανακοινώσει τον Δεκέμβριο ότι σχεδιάζει την άντληση 4 με 8 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης χρέους. Βασική επιδίωξη της Αθήνας είναι ο περιορισμός της εξάρτησης από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων βραχυπρόθεσμης διάρκειας, η βελτίωση τη ρευστότητας στην καμπύλη αποδόσεων, αλλά και η διεύρυνση της επενδυτικής βάσης με επενδυτές πιο μακροπρόθεσμου ορίζοντα.
Κυβερνητικός αξιωματούχος επιβεβαίωνε προ ημερών στο Reuters πως είμαστε έτοιμοι για νέα έκδοση, πυροδοτώντας ράλι των ελληνικών ομολόγων και πτώση των αποδόσεων. Οι πληροφορίες της αγοράς κάνουν λόγο για έξοδο με την έκδοση 15ετούς ομολόγου. Οι περσινές εκδόσεις εκδόσεις είχαν χαρακτηριστεί από υψηλή ζήτηση- χάρη και στο άκρως ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον- και με τη σύνθεση των αγοραστών να είναι ποιοτική. Η συμμετοχή των hedge funds ήταν περιορισμένη.
Χθες η απόδοση του δεκαετούς, με την αγορά να έχει ποντάρει και σε μία θετική ετυμηγορία από τον Fitch, υποχώρησε στο 1,28%. Τη Δευτέρα δεν αποκλείεται η αγορά να πανηγυρίσει την επιβεβαίωση των προσδοκιών με ακόμη μεγαλύτερη πτώση του επιτοκίου του δεκαετούς, επαναφέροντάς το κοντά στο ιστορικό ναδίρ του.
Αναβαθμίζοντας την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε ΒΒ από ΒΒ- με τις προοπτικές θετικές (κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να έρθει και νέα αναβάθμιση σε ορίζοντα δώδεκα μηνών) ο αμερικανικός οίκος υπογράμμισε ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους συνεχίζει να βελτιώνεται, υποστηριζόμενη από το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, την υπεραπόδοση στους δημοσιονομικούς στόχους και την βιώσιμη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Οι θετικές προοπτικές, σύμφωνα με τον Fitch, αντανακλούν τη σταθερή υλοποίηση μεταρρυθμίσεων μετά και τις εκλογές του Ιουλίου, αλλά και τη μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι το χρέος θα συνεχίσει να υποχωρεί. Ο Fitch δηλώνει πεπεισμένος ότι η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει «συνετή», ενώ υπογραμμίζει ότι η μείωση των φόρων σε εργασία και κεφάλαιο και το σχέδιο Ηρακλής για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων των τραπεζών, σε συνδυασμό με άλλες κινήσεις, όπως η προσπάθεια να δοθεί ώθηση σε ιδιωτικοποιήσεις και επενδύσεις, θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Στα θετικά σημειώνει και την εποικοδομητική συνεργασία της Αθήνας με τους θεσμούς.
Μετά τον Fitch τι;
Οι υπόλοιποι οίκοι παραμένουν πιο αυστηροί. Βάσει της «βαθμολογίας» των S&P και DBRS απέχουμε τρία σκαλοπάτια από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ ο οίκος Moody’s μας κρατάει σε απόσταση τεσσάρων βαθμίδων. Ωστόσο όλοι οι μεγάλοι οίκοι έχουν προγραμματίσει δύο αξιολογήσεις για τη χώρα μέσα στο 2020. Στις 24 Απριλίου περιμένουμε διπλή ετυμηγορία από Standard & Poor’s και DBRS, ενώ ο Moody’s θα ακολουθήσει στις 8 Μαΐου.
Η δεύτερη αξιολόγηση του Fitch θα έρθει στις 24 Ιουλίου, ενώ για τους υπόλοιπους οίκους θα πρέπει να περιμένουμε έως το φθινόπωρο. 23 Οκτωβρίου οι S&P και DBRS, 6 Nοεμβρίου ο Moody’s.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι αναβαθμίσεις είναι ακόμη ένα όπλο στη διαπραγμάτευση της Αθήνας με τους Ευρωπαίους για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, που θα αφήσουν την οικονομία να πάρει ανάσες. Και τούτο γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη χαμηλότερο κόστος δανεισμού στις αγορές και κατά συνέπεια σε ουσιαστική βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους μεσοπρόθεσμα. Συμπληρώνουν δε την εικόνα της εισόδου της χώρας σε μία σταθερή τροχιά ανάκαμψης και την πίστη ότι δεν υπάρχει λόγος να αποκλίνει από αυτήν, παρά τα όποια εμπόδια θα συναντά από ένα διεθνές περιβάλλον, στο οποίο η «νέα κανονικότητα» είναι η διαρκής αβεβαιότητα και οι ανατροπές.