Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου 1264/82 που αφορά μεταξύ άλλων και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων για τις απεργίες, καθώς και η περαιτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό επί του ΑΕΠ αναδεικνύονται από την αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στη ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ η εκπρόσωπος του ΔΝΤ Ντέλια Βελκουλέσκου ως τα μείζονα θέματα αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας που θα απασχολήσουν τις επικείμενες διαπραγματεύσεις για την τρίτη αξιολόγηση το ερχόμενο φθινόπωρο.
Ειδικά για το θέμα της αλλαγής του νόμου για τις απεργίες, η κα Βελκουλέσκου ήταν εξαιρετικά σαφής τονίζοντας: «Θα προχωρήσουμε προγραμματισμένες αλλαγές στους κανόνες που διέπουν τον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι μπορούν να εγκρίνουν απεργίες». Υπενθυμίζεται ότι η θέση του ΔΝΤ για τις απεργίες είναι η απόφαση να λαμβάνεται από το 51% των εγγεγραμμένων μελών ενός σωματείου.
Για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η κα Βελκουλέσκου επανέλαβε την πάγια θέση του Διεθνούς Οργανισμού, πως το έλλειμμα του συστήματος είναι υπερβολικά υψηλό (το εκτίμησε στο τετραπλάσιο) συγκρινόμενο με τα αντίστοιχα των χωρών της Ε.Ε. και ως εκ τούτου ανέφερε ότι «παραμένει μη βιώσιμο», ενώ αναγνώρισε πως «τα προσφάτως νομοθετημένα συνταξιοδοτικά μέτρα συμβάλλουν στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης μεσοπρόθεσμα».
Απεργία και «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές»
Η τοποθέτηση της εκπροσώπου του ΔΝΤ για τα θέματα που αφορούν την ατζέντα του υπουργείου Εργασίας προδιαγράφει τις δυσκολίες του επόμενου, τρίτου γύρου των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των θεσμών, καθώς δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για προσεγγίσεις περί «εύκολης διαπραγμάτευσης» ειδικά στο θέμα της αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου ο οποίος έμεινε χωρίς ουσιαστικές αλλαγές επί 35 ολόκληρα χρόνια.
Επισημαίνεται ότι εδώ και μερικά χρόνια στο πεδίο του συλλογικού εργατικού δικαίου στο στόχαστρο μπήκε από τους εκπροσώπους των πιστωτών όχι μόνο ο συνδικαλιστικός νόμος και ιδίως το δικαίωμα στην απεργία, αλλά και η νομιμοποίηση της ανταπεργίας (lock out). Δηλαδή, ζητήματα που τυπικά έκλεισαν πριν από 35 χρόνια, σήμερα δίνεται η ευκαιρία να τεθούν και πάλι, αλλά με εντελώς διαφορετικούς συσχετισμούς στο πεδίο της πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των θεσμών και με ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων δυσμενών ανατροπών σε βάρος των ατομικών και συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με τον νόμο 1264/1982 (άρθρο 8) για τη λήψη απόφασης για απεργιακή κινητοποίηση από ένα πρωτοβάθμιο σωματείο απαιτείται η παρουσία τουλάχιστο του ενός τρίτου (1/3) των οικονομικά τακτοποιημένων µελών. Σε επίπεδο ευρωπαϊκού συγκριτικού δικαίου, σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή της Νομικής Σχολής, Κ. Παπαδημητρίου (2014), η Ελλάδα ως προς τους όρους κήρυξης της απεργίας τοποθετείται στο κέντρο της ευρωπαϊκής κλίμακας (χρειάζεται απόφαση από τη γενική συνέλευση της συνδικαλιστικής οργάνωσης και μάλιστα με μυστική ψηφοφορία των μελών της). Μόνο στη Βουλγαρία απαιτείται απόφαση της πλειοψηφίας του συνολικού αριθμού των εργαζομένων. Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκονται χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία, στις οποίες η κήρυξη μιας απεργίας μπορεί να γίνει και από άτυπες ομάδες εργαζομένων, κάτι που δεν ισχύει στην Ελλάδα.
Πώς το ΔΝΤ «ανεβάζει» το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης
Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των δανειστών και ιδιαίτερα του ΔΝΤ, στη συνολική δημοσιονομική διαχείριση του προβλήματος της Ελλάδας θεωρείται η κοινωνική ασφάλιση ως μία από τις βασικές πηγές της κρίσης χρέους στην οποία έχει περιέλθει κατά τα τελευταία χρόνια η χώρας μας.
Έτσι, οι εκπρόσωποι των δανειστών και πιο συγκεκριμένα το ΔΝΤ ισχυρίζονται ότι στην Ελλάδα ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδοτεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με ετήσιους πόρους που αντιστοιχούν στο 10% του ΑΕΠ, ενώ, όπως ισχυρίζονται στις βόρειες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ποσοστό αυτό, κατά μέσο όρο, αντιστοιχεί μόνο στο 2% του ΑΕΠ. Αξίζει να επισημάνουμε ότι στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης υπολογίζεται από τη διαφορά των εσόδων (δηλαδή εισφορές εργαζομένων + εισφορές εργοδοτών + τριμερής χρηματοδότηση + κρατική επιχορήγηση + αποδόσεις περιουσιακών στοιχείων) και των δαπανών για τις συντάξεις.
Σύμφωνα με μελέτες του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ και του καθηγητή Σάββα Ρομπόλη, στην Ελλάδα από αυτό το ποσοστό που αντιστοιχεί στο 10% του ΑΕΠ, ένα τμήμα του δηλαδή το 4,5% του ΑΕΠ (8,9 δισ. ευρώ) χορηγείται ως τριμερής χρηματοδότηση και ως ασφαλιστικές εισφορές του κράτους και το υπόλοιπο 5,5% του ΑΕΠ (9,1 δις ευρώ) καλύπτει τα ελλείμματα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Συνεπώς το ΔΝΤ συνυπολογίζει στα έξοδα και την τριμερή χρηματοδότηση.
Σε επίπεδο σύγκρισης μεταξύ κρατών – μελών της Ε.Ε. επισημαίνουμε ότι στη Γερμανία για παράδειγμα, ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδοτεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με συνολικούς πόρους που αντιστοιχούν στο 6,9% του ΑΕΠ.
Όμως από αυτό το συνολικό ποσοστό του 6,9%, ένα τμήμα του, δηλαδή το 3,9% του ΑΕΠ εντάσσεται στην τριμερή χρηματοδότηση και το υπόλοιπο 3% του ΑΕΠ κατευθύνεται για την κάλυψη των ελλειμμάτων. Συνεπώς, η διαφορά της συνολικής κρατικής χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας εν προκειμένω, δεν είναι 8% του ΑΕΠ, αλλά 3,1% του ΑΕΠ, δεδομένου ότι η Ελλάδα διαθέτει το 10% του ΑΕΠ και η Γερμανία το 6,9% του ΑΕΠ. Το αντίστοιχο συμβαίνει και στο επίπεδο της κάλυψης των ελλειμμάτων, αφού η διαφορά είναι 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, δεδομένου ότι η Ελλάδα διαθέτει 5,5% και η Γερμανία 3% του ΑΕΠ.
Κατά συνέπεια, όπως καταλήγει στα συμπεράσματά της η σχετική μελέτη, η εμμονή του ΔΝΤ ότι το έλλειμμα του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα σήμερα είναι 10% του ΑΕΠ και χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι με βάση τους ευρωπαϊκούς όρους λανθασμένη.