Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Πολύ μικρό καλάθι κρατούσαν χθες κυβερνητικές πηγές για την προγραμματισμένη για σήμερα συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το Ταμείο αναμένεται να επιμείνει στη θέση του ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, κάτι άλλωστε που «μέτρησε» σε μεγάλο βαθμό στην απόφαση της κυβέρνησης να μην προχωρήσει αυτή την εβδομάδα στην έξοδο στις αγορές.
Η όποια συγκρατημένη αισιοδοξία υπάρχει αυτή τη στιγμή στο οικονομικό επιτελείο συνδέεται με το ενδεχόμενο οι δημόσιες τοποθετήσεις του Ταμείου να είναι τέτοιες ώστε να επιτρέψουν την «αναχρηματοδότηση» υφιστάμενου δανεισμού και όχι την έκδοση καινούργιων ομολόγων, που θα είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του χρέους και σε απόλυτο αριθμό αλλά και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε, ανάλογα βέβαια και με το κλίμα στις αγορές, στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου χρέους να εκδώσει μέσα στις επόμενες ημέρες ένα νέο 5ετές ομόλογο λήξης 2022 με αποκλειστικό σκοπό την αντικατάσταση -με χαμηλότερο επιτόκιο- του 5ετούς ομολόγου που εκδόθηκε το 2014.
Ουσιαστικά η κυβέρνηση περιμένει όχι μόνο το αν θα επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που μετέδωσαν από προχθές τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία -και οι οποίες έφερναν το ΔΝΤ να θέτει σήμερα θέμα ανάγκης θέσπισης ανώτατου «πλαφόν» για το ελληνικό χρέος-, αλλά και την ακριβή διατύπωση που θα υιοθετηθεί από το Ταμείο. Από μόνο του το θέμα του πλαφόν, ακόμη και αν οριστεί στα σημερινά επίπεδα στα οποία διαμορφώνεται το χρέος, δηλαδή κοντά στα 320 δισ. ευρώ, δεν επιφέρει κάποια ουσιαστικά αλλαγή. Και αυτό διότι η Ελλάδα και φέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια, τουλάχιστον μέχρι το 2022, θα αναχρηματοδοτεί το χρέος της και δεν θα το αυξάνει ούτε ως απόλυτο ποσό ούτε -πολύ περισσότερο- ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και αυτό γιατί:
1. Με τις εκταμιεύσεις που γίνονται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης ουσιαστικά αποπληρώνονται παλαιότερες οφειλές (κυρίως προς το ΔΝΤ και προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), οι οποίες και κοντινότερες λήξεις έχουν και μεγαλύτερα επιτόκια. Έτσι, με τις εκταμιεύσεις από τον επίσημο θεσμό, μειώνεται το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους χωρίς να αυξάνεται το χρέος.
2. Με τον πήχη των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% για όλη την περίοδο μέχρι και το 2022, ουσιαστικά ο ετήσιος προϋπολογισμός είναι ισοσκελισμένος, καθώς καλύπτεται με πόρους του ίδιου του κρατικού προϋπολογισμού το μεγαλύτερο μέρος ή ακόμη και το σύνολο των αναγκών για την καταβολή των τόκων.
Ακόμη και η έκδοση του 5ετούς ομολόγου, που επιθυμεί η ελληνική πλευρά, δεν αποτελεί «φρέσκο» χρέος, αλλά συνιστά πράξη αναδιάρθρωσης υφιστάμενου δανεισμού, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τα ομόλογα που θα εκδοθούν θα αντικαταστήσουν τα υφιστάμενα. Η μόνη διαφοροποίηση που επιδιώκεται είναι να μειωθεί το επιτόκιο δανεισμού σε επίπεδο χαμηλότερο -ιδανικά κατά μισή ποσοστιαία μονάδα- από το 4,95% με το οποίο επιβαρύνεται αυτή τη στιγμή ο κρατικός προϋπολογισμός λόγω του ομολόγου του 2014.
Το οικονομικό επιτελείο με τους συμβούλους του θα παρακολουθούν στενά και σήμερα αλλά και τα επόμενα 24ωρα τη διακύμανση της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου -χθες ξεπέρασε κάποια στιγμή το 5,3%- προκειμένου να εκτιμήσουν το κατά πόσο θα επιχειρηθεί το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών για το 5ετές ομόλογο μέσα στην επόμενη εβδομάδα. Αν εκτιμηθεί ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί επιτόκιο αισθητά χαμηλότερο του αντίστοιχου του 2014, η έκδοση θα αναβληθεί.