Από την έντυπη έκδοση
Των Νατάσας Στασινού και Αγγελικής Κοτσοβού
Οι οικονομικές πολιτικές που κυριάρχησαν στις ΗΠΑ πριν από την εποχή της μεγάλης ύφεσης, δηλαδή τη δεκαετία του 1920, εμπνέουν τη νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Πέραν των υποσχέσεων περί ώθησης στις επενδύσεις για υποδομές, φοροελαφρύνσεων για τις επιχειρήσεις και απορρύθμισης, κεντρικό ρόλο στο πρόγραμμά της έχει ο οικονομικός προστατευτισμός.
Στόχος, όπως επισημαίνει ο νέος πρόεδρος, είναι να θωρακιστούν η αμερικανική παραγωγή και οι θέσεις εργασίας. Ωστόσο, πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά και αναλυτές προειδοποιούν ότι οι πολιτικές των κλειστών συνόρων και των αντιποίνων μπορούν να πυροδοτήσουν έναν εμπορικό πόλεμο από τον οποίο κανείς δεν θα βγει κερδισμένος.
Το στίγμα της νέας πολιτικής εδόθη ξεκάθαρα στη σύντομη ομιλία της ορκωμοσίας, με τη φράση «πρέπει να προστατεύσουμε τα σύνορά μας από τους επιδρομείς άλλων χωρών, που φτιάχνουν τα προϊόντα μας, κλέβουν τις επιχειρήσεις μας και καταστρέφουν τις θέσεις εργασίας». Μία ημέρα αργότερα επαναβεβαίωσε την πρόθεσή του να αποσύρει τις ΗΠΑ από την εμπορική συμφωνία των δώδεκα χωρών του Ειρηνικού (ΤΤP) και να επαναδιαπραγματευτεί τη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου (NAFTA), η οποία υπεγράφη το 1994 ανάμεσα στις ΗΠΑ, στον Καναδά και το Μεξικό.
Οι εμπορικές συμφωνίες
«Για υπερβολικά μεγάλο διάστημα οι Αμερικανοί αναγκάζονταν να αποδεχθούν εμπορικές συμφωνίες οι οποίες θέτουν τα συμφέροντα της ελίτ της Ουάσιγκτον πάνω από εκείνα των σκληρά εργαζόμενων ανδρών και γυναικών αυτής της χώρας» ανέφερε η σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, προσθέτοντας: «Το αποτέλεσμα είναι δεκάδες πόλεις να έχουν δει τα εργοστάσιά τους να κλείνουν και τις καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας να μεταφέρονται στο εξωτερικό, την ώρα που η χώρα έρχεται αντιμέτωπη με μεγάλο εμπορικό έλλειμμα και κατεστραμμένη μεταποιητική βάση». Σύμφωνα με την ανακοίνωση, στο εξής οι ΗΠΑ θα εστιάσουν σε «σκληρές και δίκαιες συμφωνίες» εμπορίου, οι οποίες θα ευνοούν την οικονομική ανάπτυξη και θα συμβάλλουν στο να επιστρέψουν «εκατομμύρια θέσεις εργασίας» σε αμερικανικό έδαφος.
Η περίπτωση της NAFTA
Στην περίπτωση της NAFTA, η επαναδιαπραγμάτευση μιας συμφωνίας η οποία μετράει τόσες δεκαετίες ζωής δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, όσο και εάν η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να το παρουσιάσει ως κάτι πολύ απλό. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει επισημάνει πως εάν τελικά δεν καταφέρει να αποσπάσει πιο δίκαιους όρους για τους Αμερικανούς εργαζόμενους, δεν θα διστάσει να αποσύρει τις ΗΠΑ και από αυτή τη συμφωνία.
Η συμφωνία ΤΤP
Όσον αφορά την TTP, η οποία έχει υπογραφεί αλλά δεν έχει επικυρωθεί ακόμη από τις ΗΠΑ, τα πράγματα είναι κάπως πιο απλά. Και τούτο γιατί από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό το τελικό περιεχόμενό της, οι αντιδράσεις στο Κογκρέσο όχι μόνο από Ρεπουμπλικάνους, αλλά και Δημοκρατικούς ήταν μεγάλες. Μάλιστα και η Χίλαρι Κλίντον, η οποία είχε στηρίξει την ιδέα μiας συμφωνίας με τις χώρες του Ειρηνικού, όταν τελικά ολοκληρώθηκε η διαπραγμάτευσή της και έγιναν γνωστές όλες οι πτυχές της, εξέφρασε σοβαρές ενστάσεις. Είχε μάλιστα δηλώσει πως δεν προτίθεται να την επικυρώσει ως έχει, αλλά θα επιδιώξει ουσιαστικές αλλαγές. Ο Τραμπ πηγαίνει βέβαια ένα βήμα παραπέρα, αφού απορρίπτει εντελώς την ιδέα της επαναδιαπραγμάτευσης.
Παρά το γεγονός ότι δεν θα δυσκολευτεί να βρει υποστηρικτές στο Κογκρέσο για την απόφαση αυτή, αρκετοί ανησυχούν για τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο της στρατηγικής. Η απόσυρση των ΗΠΑ αφήνει ουσιαστικά ένα μεγάλο κενό, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξει να καλύψει η Κίνα.
Ήδη έχουν γίνει οι πρώτες νύξεις για ένταξή της στην TTP. Εάν τελικά το πετύχει θα ενισχύσει περαιτέρω την οικονομική επιρροή της στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, κάτι που η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα προσπαθούσε να αποτρέψει. Η υπογραφή της TTP ήταν το βασικό του «όπλο» στην προσπάθεια αυτή. Ο Ντόναλντ Τραμπ, από την άλλη, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα ακολουθήσει μια επιθετική στρατηγική έναντι της Κίνας, με την επιβολή τιμωρητικών εμπορικών δασμών στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων.
Μένει να φανεί εάν θα το κάνει πράξη, δεδομένου ότι ο ασιατικός δράκος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος πιστωτής των ΗΠΑ (μετά την Ιαπωνία) με αμερικανικά κρατικά ομόλογα άνω του 1 τρισ. δολαρίων στην κατοχή της.
Προσπάθεια για αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% ετησίως
Η δημιουργία 25 εκατ. νέων θέσεων εργασίας μέσα στην επόμενη δεκαετία και η ταχύτερη ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, με στόχο την αύξηση του ΑΕΠ με ετήσιους ρυθμούς 4%, είναι οι βασικές επιδιώξεις των πολιτικών που θα εφαρμόσει η νέα κυβέρνηση Τραμπ, σύμφωνα με κείμενο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου μετά την επίσημη ορκωμοσία του 45ου προέδρου των ΗΠΑ.
«Για να επανέλθει η οικονομία στη σωστή τροχιά, ο πρόεδρος Τραμπ υιοθέτησε ένα τολμηρό σχέδιο για τη δημιουργία 25 εκατ. νέων θέσεων εντός αμερικανικού εδάφους την επόμενη δεκαετία και την επιστροφή σε ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης στο 4%», υπογραμμίζεται στο κείμενο, με τίτλο «Επαναφέροντας την ανάπτυξη και θέσεις εργασίας». Η αναπτυξιακή στρατηγική του νέου προέδρου περιλαμβάνει επιπλέον και μείωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς και χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου.
Η οικονομία των ΗΠΑ -η μεγαλύτερη στον κόσμο- αναπτύσσεται με μέσους ετήσιους ρυθμούς 2,1% από την εποχή που εξήλθε της ύφεσης, τον Ιούνιο του 2009. Οι οικονομολόγοι αναμένουν 2,3% ανάπτυξη του ΑΕΠ φέτος και την επόμενη χρονιά, με βάση τη μέση εκτίμηση των αναλυτών σε δημοσκόπηση του Bloomberg. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην αναθεωρημένη έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (World Economic Outlook), προβλέπει για φέτος ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας 2,3% και επιτάχυνση στο 2,5% την επόμενη χρονιά.
Η τελευταία χρονιά που η ανάπτυξη των ΗΠΑ είχε υπερβεί το 4% ήταν το 2000, τότε που η αμερικανική οικονομία είχε αναπτυχθεί με ρυθμούς 4,1%. Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ είχε αναφερθεί σε «εθνικό στόχο» για οικονομική ανάπτυξη 4%, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι οι πολιτικές του θα έχουν ως αποτέλεσμα μέσους ρυθμούς 3,5% για την επόμενη δεκαετία. Ο Στίβεν Μνιούτσιν, που αναμένεται να αναλάβει καθήκοντα υπουργού Οικονομικών, σε δηλώσεις του την προηγούμενη εβδομάδα ενώπιον επιτροπής της Γερουσίας, εξέφρασε την πεποίθηση ότι «θα είμαστε σε θέση να φτάσουμε σε σταθερή ανάπτυξη 3% με 4%».
Οι οικονομολόγοι, από την άλλη πλευρά, εμφανίζονται επιφυλακτικοί για το κατά πόσον οι ΗΠΑ θα καταφέρουν για μεγάλο διάστημα να διατηρήσουν τόσο υψηλούς ρυθμούς, ενώ αμφιβολίες εκφράζουν και για τον δεκαετή στόχο των 25 εκατ. θέσεων εργασίας. Οι περισσότερες θέσεις απασχόλησης που δημιουργήθηκαν στις ΗΠΑ σε ορίζοντα δεκαετίας ήταν 24,4 εκατομμύρια στα δέκα χρόνια έως τον Μάρτιο του 2001, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Προς την ενεργειακή αυτάρκεια
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας Αμερικανός πρόεδρος δεσμεύεται να πάψουν οι ΗΠΑ να εξαρτώνται από το πετρέλαιο του ΟΠΕΚ. Οι ενεργειακοί στόχοι της νέας κυβέρνησης, όπως αναρτήθηκαν την Παρασκευή στην ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου, εναρμονίζονται με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν όμως μεγάλες ομοιότητες με τις δεσμεύσεις του προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου για μείωση των εισαγωγών πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή, τότε που είχε πει ότι «η Αμερική είναι εθισμένη στο πετρέλαιο». Επί θητείας Μπους, οι εισαγωγές πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ είχαν αυξηθεί κατά 10%.
Η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης των ΗΠΑ δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, όπως σημειώνουν αναλυτές του Bloomberg.
Συνεπάγεται την αντικατάσταση εισαγωγών περίπου τριών εκατ. βαρελιών ημερησίως, ποσότητα τριπλάσια απ’ την ποσότητα που καταναλώνουν τα διυλιστήρια της Ανατολικής Ακτής.
Μεταξύ των χωρών του ΟΠΕΚ, Σαουδική Αραβία και Βενεζουέλα αποτελούν τους μεγαλύτερους προμηθευτές των ΗΠΑ, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το ήμισυ των ποσοτήτων πετρελαίου που εισάγουν οι ΗΠΑ από τις χώρες του καρτέλ.
Ο κ. Μπους είχε δεσμευτεί ότι θα μειώσει τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή περισσότερο από 75% έως το 2025, έχοντας προκαλέσει τότε αντιδράσεις από τους ηγέτες του ΟΠΕΚ. Από την άλλη, ο στόχος του προέδρου Τραμπ δεν είναι εντελώς ανέφικτος, καθώς αυξάνεται η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ, με ενδείξεις προς την κατεύθυνση της ενεργειακής αυτάρκειας. «Θα κάνει βήματα προς την αύξηση της ενεργειακής παραγωγής», ανέφερε ο Μάικλ Λιντς, πρόεδρος του Strategic Energy & Economic Research. «Ανεξαρτήτως του τι θα κάνει, πλησιάζουμε προς την ενεργειακή ανεξαρτησία», πρόσθεσε ο κ. Λιντς.