Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Το Δημόσιο μπορεί να εξακολουθεί να διεκδικεί φόρους και πρόστιμα ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από φορολογικούς ελέγχους σε υποθέσεις φυσικών προσώπων που περιλαμβάνονται στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, καθώς όσοι έλεγχοι στα πρόσωπα αυτά ολοκληρώθηκαν μέχρι το τέλος του 2018 δεν μπορούν να ακυρωθούν με επίκληση των διατάξεων περί πενταετούς παραγραφής, ενώ όσοι έλεγχοι εκκρεμούν και αφορούν το έτος 2008 δεν έχουν ακόμη υποπέσει σε παραγραφή. Κι όλα αυτά, παρά την ύπαρξη απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που απεφάνθη ότι για τις υποθέσεις αυτές ισχύει η πενταετής περίοδος παραγραφής και συνεπώς έχουν ήδη παραγραφεί.
Τη θέση αυτή, η οποία κρατά «ζωντανούς» και μπορεί να καταστήσει αποδοτικούς για τον κρατικό προϋπολογισμό τους φορολογικούς ελέγχους σε μεγαλοκαταθέτες του εξωτερικού (σε φυσικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς), φαίνεται να υιοθετεί το Ελληνικό Δημόσιο, αν ληφθούν υπ’ όψιν δύο αποφάσεις που εκδόθηκαν το τελευταίο εξάμηνο από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Από τις δύο αποφάσεις της ΔΕΔ προκύπτει, συγκεκριμένα, ότι:
α) Η πρόσφατη έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, σύμφωνα με την οποία για τις υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ ισχύει η πενταετής περίοδος παραγραφής και συνεπώς έχουν ήδη παραγραφεί, είναι πιθανό να ανατραπεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Προς το παρόν, δηλαδή, δεν μπορεί να έχει γενικευμένη εφαρμογή για όλες τις υποθέσεις, παρά μόνο εφόσον λάβει τη μορφή πάγιας νομολογίας, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να εκδοθεί όμοια απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
β) Το επιχείρημα στο οποίο βασίζεται η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών περί παραγραφής των υποθέσεων της λίστας Λαγκάρντ στην πενταετία δεν φαίνεται να ευσταθεί.
Επιπλέον, τη θέση του Ελληνικού Δημοσίου ότι οι υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ και κατ’ επέκταση και της λίστας Μπόργιανς δεν έχουν παραγραφεί μπορεί να ενισχύσει ακόμη περισσότερο ο επί της ουσίας έλεγχος του σκεπτικού της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Από τον έλεγχο αυτό προκύπτει σαφώς ότι η συγκεκριμένη απόφαση πάσχει και μπορεί κάλλιστα να ανατραπεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το ιστορικό
Πριν από λίγο καιρό έγινε γνωστή μια απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία θεωρήθηκε ότι η χρονική περίοδος παραγραφής των υποθέσεων της λίστας Λαγκάρντ είναι πενταετής και έχει εκπνεύσει ήδη από το 2013 και νωρίτερα, καθώς τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία δεν θεωρούνται «συμπληρωματικά» και η περίοδος παραγραφής δεν μπορεί να παραταθεί στα 10 έτη, επειδή οι ελληνικές φορολογικές αρχές μπορούσαν να είχαν αναζητήσει και να είχαν βρει τα στοιχεία αυτά εντός της κανονικής πενταετούς περιόδου παραγραφής, βασιζόμενες σε μια κυρωθείσα το 2005 διακρατική «Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας», με την οποία έχει θεσπιστεί καθεστώς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών όλων των κρατών-μελών και της Ελβετίας.
Όμως, η απόφαση αυτή του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δεν αλλάζει επ’ ουδενί τα δεδομένα για το Δημόσιο καθώς:
1) Η ΔΕΔ με την υπ’ αριθμόν 5165/28-12-2018 απόφασή της, επί άλλου φορολογικού ζητήματος για το οποίο είχε εκδοθεί απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα φορολογούμενο, ξεκαθάρισε ότι:
α) Το σύνολο των διδόμενων από τα δικαστήρια συγκεκριμένων λύσεων σε νομικά ζητήματα αποτελεί τη νομολογία των δικαστηρίων. Προκειμένου όμως να γίνεται λόγος περί «παγίας νομολογίας», θα πρέπει να πρόκειται περί σειράς δικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες ορισμένο νομικό ζήτημα κρίθηκε επανειλημμένως από τα δικαστήρια με τέτοιο ομοιόμορφο, σταθερό και συνεχή τρόπο, ώστε να δικαιολογείται η δημιουργία στους δικαζόμενους και στη Διοίκηση η πεποίθηση ότι επί παρόμοιας στο μέλλον υποθέσεως η κρίση των δικαστηρίων θα είναι όμοια, προαγομένου με τον τρόπο αυτό του αισθήματος της ασφάλειας δικαίου.
β) Η Διοίκηση δεν δεσμεύεται από την υπάρχουσα νομολογία των δικαστηρίων, η οποία άλλωστε δεν αποτελεί πηγή του δικαίου (ιδίως του διοικητικού), ενδείκνυται όμως κατά τη διερεύνηση εκκρεμών ενώπιον αυτής υποθέσεων να μην αγνοεί το λεγόμενο «δικαστικό προηγούμενο» (precedent) και να ακολουθεί την ερμηνευτική νομική λύση που έχει δοθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα από τη νομολογία και δη την παγία του ανώτατου δικαστηρίου, αφού η νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων δυσχερώς μεταβάλλεται.
γ) Κάθε απόφαση που δεν έχει εκδοθεί από ανώτατο δικαστήριο δεν δύναται να θεωρηθεί ως πάγια νομολογία ούτε ότι μέσω αυτής δίδεται «νομική ερμηνευτική λύση» επί του κρινόμενου νομικού ζητήματος.
2) Η ΔΕΔ με την υπ’ αριθμόν 1853/30-5-2019 απόφασή της απέρριψε προσφυγή φορολογούμενης η οποία ζητούσε την ακύρωση πράξεων επιβολής φόρων και προστίμων που είχαν επιβληθεί σε βάρος της, επικαλούμενη μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για έλεγχο των ετών 2008-2011 έχει παραγραφεί λόγω παρέλευσης της κανονικής πενταετούς περιόδου παραγραφής.
Η συγκεκριμένη φορολογούμενη ελέγχθηκε με βάση στοιχεία κινήσεων τραπεζικού λογαριασμού της στην Ελβετία. Η ΔΕΔ απεφάνθη ότι ο συγκεκριμένος τραπεζικός λογαριασμός δεν ήταν στη διάθεση των ελεγκτικών αρχών και τα στοιχεία των κινήσεών του δεν ήταν δυνατό να ληφθούν υπ’ όψιν κατά την αρχική πενταετή προθεσμία παραγραφής, καθόσον δεν υπήρχε σύμβαση ανταλλαγής πληροφοριών πριν το 2012 μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας.
3) Η συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών που επικαλείται το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, αναφέροντας μάλιστα ότι έχει επικυρωθεί από την Ελλάδα, αφορά μόνο σε υποθέσεις «φορολογικής απάτης» ή αδικημάτων ίδιας βαρύτητας με τη φορολογική απάτη και σύμφωνα με το δίκαιο της Ελβετίας, κι όχι σε υποθέσεις φοροδιαφυγής σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου όπως αυτές που διερευνώνται στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς. Εξάλλου, στοιχεία για την ύπαρξη λογαριασμών στην Ελβετία δεν ήταν ποτέ στη διάθεση των ελληνικών φορολογικών αρχών με ταχύτατες διαδικασίες ούτε υπήρχε δυνατότητα να ερευνώνται όλοι ανεξαιρέτως οι ελεγχόμενοι Έλληνες φορολογούμενοι και για το εάν έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία ή ακόμη και σε άλλα κράτη.
Συμπληρωματικά στοιχεία
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα περιλαμβανόμενα στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς δεδομένα από τις κινήσεις των λογαριασμών χιλιάδων Ελλήνων φορολογουμένων σε ελβετικές τράπεζες, τα οποία αφορούν τα έτη 2006-2008, εξακολουθούν να θεωρούνται «συμπληρωματικά στοιχεία» τα οποία δεν ήταν σε θέση να έχουν στη διάθεσή τους οι ελληνικές φορολογικές αρχές κατά την κανονική πενταετή περίοδο παραγραφής των υποθέσεων.
Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι τα εν λόγω στοιχεία περιήλθαν στην κατοχή των ελληνικών αρχών μετά την πάροδο της κανονικής πενταετούς περιόδου παραγραφής, δηλαδή από το 2013 και μετά, έχει οδηγήσει αυτόματα στην παράταση της πενταετούς περιόδου παραγραφής των υποθέσεων για άλλα πέντε έτη, με αποτέλεσμα το χρονικό περιθώριο διενέργειας ελέγχων στις συγκεκριμένες υποθέσεις να είναι δεκαετές. Συνεπώς, δεν μπορούν να ακυρωθούν, λόγω παραγραφής, όσοι έλεγχοι στις υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ και της λίστας Μπόργιανς ολοκληρώθηκαν:
α) μέχρι 31-12-2017 εφόσον αφορούσαν το έτος 2006
β) μέχρι 31-12-2018 εφόσον αφορούσαν το έτος 2007.
Επίσης, για τους ελέγχους των υποθέσεων του έτους 2008, που αφορούν τις συγκεκριμένες λίστες, η δεκαετής περίοδος παραγραφής λήγει στις 31-12-2019, οπότε οι ελληνικές φορολογικές αρχές έχουν ακόμη χρονικό περιθώριο 6 μηνών να ολοκληρώσουν και αυτούς τους ελέγχους.