Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Πόσο ρεαλιστικό είναι το σενάριο των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για περισσότερο από 40 χρόνια (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% έως το 2060); Υπάρχουν στην ιστορία του καπιταλισμού παραδείγματα χωρών που να πέτυχαν να διατηρήσουν υψηλά πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα;
Η εμπειρία δείχνει ότι είναι εξαιρετικά απίθανο μία χώρα να εμφανίζει σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% για περισσότερο από 10-15 χρόνια. Και αποκαλύπτει επίσης ότι αυτό καμία εγγύηση δεν αποτελεί για το μέλλον της. Οι «πρωταθλητές» των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι τα μέλη του ΟΠΕΚ. Η λίστα κρύβει εκπλήξεις. Το προφίλ των χωρών, τα κίνητρά τους και γιατί είναι οι αριστερές κυβερνήσεις εκείνες, που εμφανίζουν πιο συχνά υψηλά πλεονάσματα.
«Μόνο οι χώρες του ΟΠΕΚ ίσως να το μπορούν» σχολίασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Και έχει… άδικο. Γιατί ούτε οι πετρελαιοπαραγωγοί έχουν πετύχει τόσο μεγάλα πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς τους για παρατεταμένη περίοδο – ακριβώς εξαιτίας της υπερβολικής εξάρτησής τους από τις τιμές του πετρελαίου. Το έλλειμμα της Σαουδικής Αραβίας εκτινάχθηκε πάνω από το 15% το 2015 και πέρυσι ήταν στο 8,9%.
Τι συμβαίνει, όμως, στην Ευρώπη; Τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Δεν είχαμε όμως ποτέ μία χώρα να εμφανίζει υψηλά πλεονάσματα για περίοδο μεγαλύτερη των 13 χρόνων. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, βασίλισσα των δημοσιονομικών επιδόσεων είναι η Ιρλανδία, η οποία εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα 5,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 1988 έως και το 2000.
Στη δεύτερη θέση συναντάμε το Βέλγιο με πρωτογενές πλεόνασμα 5,4% κατά μέσο όρο, αλλά για ελαφρώς μικρότερο διάστημα από την Ιρλανδία, από το 1993 έως και το 2004. Στο 5,6% του ΑΕΠ το πρωτογενές πλεόνασμα της Φινλανδίας για μία πενταετία περίπου (1998-2003) και στο 4,7% του ΑΕΠ της Σουηδίας για παρόμοια περίοδο (1996-2001).
Ελλάδα και Ιταλία
Οι δύο χώρες με τα υψηλότερα σήμερα χρέη στην Ε.Ε., η Ελλάδα και η Ιταλία, υπήρξαν και εκείνες πρωταθλήτριες πλεονασμάτων στην όχι πολύ μακρινή ιστορία- λίγο πριν από την ένταξή τους στην Ευρωζώνη, με στόχο να ανταποκριθούν στα κριτήρια εισόδου. Αυτό βέβαια μαρτυρά ότι από μόνα τους τα πλεονάσματα δεν λένε και πολλά για το πού μπορεί να οδηγηθεί μακροπρόθεσμα μία οικονομία, που δεν έχει φροντίσει να αντιμετωπίσει ανισορροπίες και αδυναμίες. Από το 1994 έως το 1999 η Ελλάδα εμφάνιζε κατά μέσο όρο πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ. Από το 1995 έως το 2000 το ιταλικό πλεόνασμα ανερχόταν κατά μέσο όρο στο 5,5% του ΑΕΠ.
Έρευνα των Μπάρι Άιχεγκριν και Ούγκο Πανίτσα (Ιούλιος 2014) κατέληξε σε άκρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το προφίλ των χωρών με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας. Οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι επεξεργάστηκαν δεδομένα 54 αναδυόμενων και ανεπτυγμένων οικονομιών από το 1974 έως και το 2013. Από αυτά προέκυψε ότι μόνο τρεις χώρες έχουν πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 5% για διάστημα μίας δεκαετίας: το Βέλγιο, η Νορβηγία (από το 1999) και η Σιγκαπούρη (από το 1990). Σε αυτές προστίθενται η Ιρλανδία και η Νέα Ζηλανδία, αν εξετάσουμε τα δεδομένα σε κυκλικά προσαρμοσμένη βάση, όπως κάνει η ΕΚΤ.
Το προφίλ των χωρών
Ένα πιο ρεαλιστικό σενάριο που θέλει πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 3% -αλλά μόνο για μία πενταετία και όχι για τέσσερις δεκαετίες όπως απαιτείται από την Ελλάδα- υπήρξε εφικτό για αρκετές οικονομίες. Τέτοιου είδους πλεονάσματα, όπως έδειξε η έρευνα, είναι πιο συνηθισμένα σε μικρές, ανοιχτές οικονομίες, που δέχονται ισχυρές πιέσεις από τις αγορές για δημοσιονομική προσαρμογή.
Έρχονται ως ανάγκη και όχι ως επιλογή. Είναι επίσης κατά κανόνα χώρες με περιορισμένες σχετικά εισοδηματικές ανισότητες, ισχυρούς και διαφανείς θεσμούς και υψηλά ποσοστά αποταμίευσης. Η έρευνα έδειξε κάτι εν πολλοίς αναμενόμενο: ότι είναι πιο εύκολο για μία κυβέρνηση να πετύχει τέτοιες επιδόσεις εάν ελέγχει και τα δύο σώματα του Κοινοβουλίου. Έκρυβαν δε και μία έκπληξη:
Είναι αριστερές κυβερνήσεις εκείνες που εμφανίζουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες για υψηλά πλεονάσματα. Ίσως γιατί εκείνες πείθουν πιο εύκολα την κοινή γνώμη ότι πρόκειται για ανάγκη και όχι για εθελούσια επιλογή.
Η περίπτωση του Βελγίου
Όπως εξηγούν στην έκθεσή τους οι Άιχενγκριν και Πανίτσα, οι επιδόσεις του Βελγίου είναι άμεσα συνδεδεμένες με τα κριτήρια σύγκλισης για την ένταξη στη νομισματική ένωση. Ιδρυτικό μέλος της Ε.Ε., το Βέλγιο, ήθελε να δείξει τη δέσμευσή του για μείωση του δημόσιου χρέους, που ανερχόταν κοντά στο 120% του ΑΕΠ, εμφανίζοντας μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. «Η χώρα μας που βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης και της οποίας η οικονομία είναι στραμμένη προς ξένες χώρες και ειδικά ευρωπαϊκές, πρέπει να είναι η πρώτη που θα ενταχθεί στην ΟΝΕ» είχε πει το 1992 ο τότε πρωθυπουργός, Ζαν Λικ Ντεάν. Είχε προηγηθεί μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, η οποία επέτρεψε τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αλλά και ενίσχυση των οργάνων δημοσιονομικής πολιτικής. Είναι δύσκολο πάντως να χαρακτηρίσουμε το Βέλγιο ιστορία επιτυχίας. Και τούτο γιατί σε επίπεδο τοπικών κυβερνήσεων είχαμε ελλείμματα.
Η Νορβηγία του πετρελαίου
Τα πρωτογενή πλεονάσματα της Νορβηγίας ήρθαν σε μία περίοδο εκτίναξης της παραγωγής του πετρελαίου της Βόρειας Θάλασσας και επιτυχούς διαχείρισης των εσόδων από το κρατικό επενδυτικό ταμείο, επισημαίνεται στην έρευνα. Η παραγωγή της Νορβηγίας στη Βόρεια Θάλασσα σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία του 1980 και παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα για κάποια χρόνια, πριν αρχίσει να υποχωρεί από το 1993. Όπως και στην περίπτωση του Βελγίου, βοήθησαν επίσης σημαντικά οι ισχυροί δημοσιονομικοί θεσμοί.
Η μελέτη του ΔΝΤ
Συγκεντρώνοντας στοιχεία για 55 χώρες από το 1800 έως και το 2011, το ΔΝΤ σε μελέτη του κατέληξε πως κατά μέσο όρο εκείνη την περίοδο είχαμε πρωτογενή πλεονάσματα 0,3% του ΑΕΠ. Οι καλύτερες επιδόσεις έρχονταν από παραγωγούς εμπορευμάτων.