Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς αναμένεται να βρεθούν μετά τις εκλογές οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο 2020-2023. Ο ακριβής χρόνος που θα ξεκινήσουν αυτές οι διαπραγματεύσεις θα εξαρτηθεί πρωτίστως από το αποτέλεσμα της κάλπης, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα που διεκδικούν την πρώτη θέση έχουν εμφανιστεί με διαφορετικές θέσεις, αν και συμφωνούν ως προς την αναγκαιότητα να μπει ο πήχης χαμηλότερα, προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Έτσι, η σημερινή κυβέρνηση, σε περίπτωση επανεκλογής, θα επιδιώξει να «περάσει» την πρότασή της για ορισμό του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5% με «εγγύηση» τη διαφορά του 1% από τον ειδικό λογαριασμό στον οποίο θα υπάρχουν πόροι από το μαξιλάρι του χρέους. Από την άλλη, η Νέα Δημοκρατία έχει ξεκαθαρίσει ότι θα θέσει τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% σε περίπτωση που αυτή κληθεί να συντάξει το σχέδιο του προϋπολογισμού του 2020, αφήνοντας για το 2021 και το 2022 την επαναδιαπραγμάτευση, με στόχο τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Οι εκπρόσωποι των θεσμών αναμένονται στην Αθήνα στις αρχές Σεπτεμβρίου και ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης θα είναι το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2020. Ούτως ή άλλως οι διαπραγματεύσεις θα είναι δύσκολες, λόγω των αντιρρήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το κατά πόσο μπορεί να επιτευχθεί η παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% ήδη από το 2019. Σε κάθε περίπτωση, για το 2020 δύο είναι τα σενάρια όσον αφορά τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος:
1. Να σχηματίσει κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, οπότε ο στόχος θα οριστεί στο 3,5%. Η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση έχει δημοσίως ταχθεί υπέρ του ορισμού χαμηλότερων στόχων νωρίτερα από το 2023, αλλά, όπως έχει δηλώσει και ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, θέλει πρώτα να διασφαλίσει την αξιοπιστία της κυβέρνησης που θα σχηματίσει όσον αφορά την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
2. Να σχηματίσει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει ότι θα μπει επίσημα πλέον στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης η εξαγγελία Τσίπρα περί ανοίγματος ειδικού λογαριασμού, στον οποίο θα μεταφερθούν πόροι της τάξεως του 3% του ΑΕΠ από το «μαξιλάρι» του χρέους. Αυτά τα 5,5-6 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν ως «εγγύηση» για την καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού. Θα αντιστοιχεί 1% ανά έτος. Έτσι, η κυβέρνηση θα μπορεί να εκτελεί προϋπολογισμό με πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%, καλύπτοντας τη διαφορά του 1% με το ένα τρίτο του αποθεματικού ετησίως. Βέβαια, αυτό το σχέδιο είναι ξεκάθαρο ότι θα πρέπει να συζητηθεί στο Eurogroup και να συμφωνηθεί από όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τη συμφωνία του Eurogroup του Ιουνίου του 2018, η οποία μιλάει ξεκάθαρα για παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% μέχρι και το 2022.
Σημαντική συμβολή
Με βάση τα όσα αναφέρουν αρμόδιες πηγές και από τα δύο μεγάλα κόμματα, υπέρ της «εθνικής γραμμής» για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα συμβάλουν:
1. Η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Αν τα ελληνικά ομόλογα αναβαθμιστούν κατά επιπλέον τρεις (ή τέσσερις) βαθμίδες ανάλογα με την αξιολόγηση του κάθε οίκου, τότε οι ελληνικοί τίτλοι θα χαρακτηριστούν και πάλι ως κατάλληλοι για επένδυση. Αυτό αναμένεται ότι θα συμβάλει στην περαιτέρω αποκλιμάκωση όχι μόνο της συνολικής απόδοσης αλλά και της διαφοράς (spread) του ελληνικού 10ετούς τίτλου σε σχέση με τους υπόλοιπους της Ευρωζώνης και κυρίως του γερμανικού 10ετούς, που σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς. Με τα σημερινά δεδομένα, η διαφορά «παίζει» στις 300 μονάδες βάσης.
2. Οι επόμενες κινήσεις αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Όσο ταχύτερα προχωρήσουν οι κινήσεις στην κατεύθυνση της περαιτέρω μείωσης του μέσου κόστους δανεισμού της χώρας (π.χ. αποπληρωμή παλαιών ομολόγων με υψηλό επιτόκιο, πρόωρη αποπληρωμή χρεών προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ΕΚΤ κ.λπ.), τόσο χαμηλότερα θα πέσει η μέση ετήσια δαπάνη για τους τόκους. Ουσιαστικά, το πρωτογενές πλεόνασμα είναι άμεσα συνδεδεμένο με το συγκεκριμένο κονδύλι. Ο στόχος του 3,5% τέθηκε προκειμένου η Ελλάδα να μπορεί με ίδιες δυνάμεις (με το πρωτογενές της πλεόνασμα) να καλύπτει τη δαπάνη για τους τόκους και έτσι να μη γεννάται η ανάγκη για αύξηση του χρέους σε απόλυτους αριθμούς. Εκτιμάται (και από τον ΟΔΔΗΧ) ότι οι κατάλληλες κινήσεις στον συγκεκριμένο τομέα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα μαξιλάρι της τάξεως της μισής ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ, επιτρέποντας στην επόμενη κυβέρνηση να διαπραγματευτεί την πρόωρη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% στο 3%.
3. Η απόδειξη στην πράξη ότι οι μειώσεις φόρων που επαγγέλλονται και τα δύο μεγάλα κόμματα όχι μόνο δεν θα δημιουργήσουν δημοσιονομική τρύπα αλλά -αντίθετα- θα λειτουργήσουν υπέρ της ανάπτυξης. Με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης «γεννάται» και πρόσθετο πρωτογενές πλεόνασμα, καθώς σε μία μονάδα αύξησης του ΑΕΠ αντιστοιχεί 0,4% του ΑΕΠ (περίπου) αύξησης των δημοσίων εσόδων.
4. Η προώθηση των μεταρρυθμίσεων, κάτι που θεωρείται κομβικό ζήτημα και για τους θεσμούς αλλά και για τις αγορές.
Υποστήριξη του στόχου από την Τράπεζα της Ελλάδος
Είτε επιβεβαιωθεί το ένα σενάριο είτε το άλλο, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να χτίσει την επιχειρηματολογία της για να διεκδικήσει τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου.
Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει τη στήριξη και της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία, μέσω του διοικητή της, έχει ταχθεί ανοικτά υπέρ των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι για να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη. Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος μέσω του διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα έχει ταχθεί υπέρ της αναγκαιότητας να αλλάξει ο δημοσιονομικός στόχος, προκειμένου να καλυφθεί το κόστος μιας πολιτικής με διαφορετικό (χαμηλότερο) μίγμα φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.