Κατά μία βαθμίδα αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο οίκος αξιολόγησης DBRS, στον απόηχο της πρόσφατης συμφωνίας του Eurogroup για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα, ο καναδικός οίκος αξιολόγησης αναθεώρησε σε Β(υψηλό) -από Β προηγουμένως- τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της Ελλάδας σε ξένο και εγχώριο νόμισμα. Παράλληλα, διατήρησε τις προοπτικές στην κατηγορία «θετικές».
Την ίδια ώρα, η αξιολόγηση της βραχυπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας, σε ξένο και εγχώριο νόμισμα, παρέμεινε αμετάβλητη σε R-4, με σταθερές προοπτικές.
Η αναβάθμιση αντανακλά τις εξής εξελίξεις:
- Τη συμφωνία για τα νέα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με τον DBRS, το πακέτο των παρεμβάσεων θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στην ικανότητα της χώρας να αντεπεξέλθει στις μεσοπρόθεσμες δανειακές της υποχρεώσεις.
- Τη διασφάλιση μιας ισχυρής ρευστότητας, η οποία συνιστά ένα «προληπτικό χρηματοδοτικό μαξιλάρι», στην προσπάθεια της Ελλάδας να επιστρέψει στις εκδόσεις ομολόγων.
- Τη συμφωνία για τον ενισχυμένο μηχανισμό εποπτείας, ο οποίος θα συνδέεται με θετικά χρηματοδοτικά μέτρα, σε περίπτωση επίτευξης των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων. Έτσι, θα υπάρχει ένα επιπλέον κίνητρο για την Ελλάδα, προκειμένου να παραμείνει σε μεταρρυθμιστική τροχιά.
Όσον αφορά τις θετικές προοπτικές, αυτές αποτυπώνουν την πιθανότητα η Ελλάδα να συνεχίσει στο μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων και να επιστρέψει σταδιακά στις αγορές. Οι προκλήσεις, ωστόσο, παραμένουν σε υψηλό επίπεδο, ιδίως όσον αφορά το δημόσιο χρέος και την αδύναμη ποιότητα των τραπεζικών ισολογισμών.
Παράγοντες που θα συμβάλλουν σε μια νέα αναβάθμιση:
- Συνέχιση της εφαρμογής των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εξέλιξη η οποία θα συνεπάγεται τη στήριξη της ανάπτυξης
- Ευθυγράμμιση με τους στόχους του μεταμνημονιακού προγράμματος
- Μεγαλύτερη πρόσβαση στις αγορές ομολόγων
Παράγοντες που θα συμβάλλουν σε μία πιθανή υποβάθμιση:
- Επιβράδυνση ή στασιμότητα στον ρυθμό υλοποίησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
- Δημοσιονομική οπισθοχώρηση
- Χρηματοπιστωτική αστάθεια
Αξίζει να σημειωθεί ότι την περασμένη Δευτέρα, ο οίκος Standard & Poor’s προχώρησε στην αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης κατά μία βαθμίδα, σε «Β+» από «Β» προηγουμένως.
Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι οι αξιολογήσεις του οίκου DBRS λαμβάνονται υπόψη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα -όπως επίσης και των S&P, Fitch και Moody’s- κατά τη διαδικασία καθορισμού των όρων και των κριτηρίων για την αποδοχή των εγγυήσεων (collaterals).
Εν μέρει εξασφαλισμένη η βιωσιμότητα του χρέους
Τα νέα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως αναλύει ο DBRS, βελτιώνουν τις προβλέψεις για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, τόσο στο βασικό όσο και στο αρνητικό σενάριο.
Όσον αφορά το βασικό, από το 188,6% του ΑΕΠ το 2018, το χρέος θα μειωθεί στο 96,8% του ΑΕΠ το 2060, έναντι της πρότερης εκτίμησης περί υποχώρησης στο 127% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, το ετήσιο χρηματοδοτικό κόστος θα παραμείνει κάτω του 15% του ΑΕΠ για μία εκτεταμένη χρονική περίοδο, ενώ δεν πρόκειται να ξεπεράσει το 20% σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Επιπλέον βελτίωση των τραπεζών
Η οικονομική εμπιστοσύνη, ως απόρροια της ολοκλήρωσης του προγράμματος, αναμένεται να ενισχυθεί σημαντικά το επόμενο διάστημα. Η ανάπτυξη 2,3% που σημειώθηκε στο α’ τρίμηνο, υποδηλώνει άλλωστε, ότι η σταδιακή ανάπτυξη ενισχύεται.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, το ΑΕΠ θα αναπτυχθεί κατά 1,9% το 2018, χάρη στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Θετικό παράγοντα θα διαδραματίσει και η βελτίωση σε αγορά εργασίας και επιχειρηματικό κλίμα.
Την ίδια ώρα, η κερδοφορία των τραπεζών συνεχίζει να βελτιώνεται χάρη στο ευοίωνο οικονομικό κλίμα. Ωστόσο, το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εξακολουθεί να συνιστά «εμπόδιο».
Ισχυρό πλεόνασμα
Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι γεγονός, καθώς η Ελλάδα για δεύτερο συνεχόμενο χρόνο πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ –σημαντικά άνω του στόχου του 1,75% του ΑΕΠ.
Όσον αφορά την περίοδο 2019-2022, ο DBRS εκτιμά ότι οι υλοποιηθείσες δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν καταφέρει να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας. Ωστόσο, ο παράγοντας «διάρκεια» θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας.
naftemporiki.gr