Skip to main content

Σταθερά πάνω από το 3% του ΑΕΠ η εξορυκτική βιομηχανία

Σε υψηλά επίπεδα πάρα τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας κράτησε το παραγωγικό της δυναμικό η εξορυκτική βιομηχανία, σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Η εξορυκτική βιομηχανία παραμένει σταθερά πάνω από το 3% του ΑΕΠ, συμβάλλοντας στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας πάρα την πτώση των πωλήσεων κατά 15% το 2016.

Η μελέτη παρουσιάσθηκε σήμερα Τρίτη σε γεύμα εργασίας από τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ καθηγητή κ. Νίκο Βέττα και τον πρόεδρο του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) κ. Αθανάσιο Κεφάλα. Όπως τονίστηκε, στην προσπάθεια συγκράτησης παραγωγικού δυναμικού, σημαντική στήριξη προσέφερε η έντονη εξωστρέφεια πολλών εκ των δραστηριοτήτων του κλάδου, καθώς το υψηλό ποσοστό εξαγωγών απέτρεψε τη δραστική μείωση της παραγωγής που παρατηρήθηκε σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Επιπλέον, η διεθνής συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο πολλών επιχειρήσεων του κλάδου διασφάλισε τη ροή επενδυτικών πόρων σε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για την εξεύρεση χρηματοδότησης στην Ελλάδα.

Στη μελέτη, πάντως, καταγράφεται και η επιδείνωση του εγχώριου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που είχε επίδραση στην κερδοφορία και στην προστιθέμενη αξία του κλάδου.

Οι συνολικές πωλήσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας ανήλθαν στα 1,83 δισ. ευρώ το 2016, έναντι 2,16 δισ. το 2015. Οι πωλήσεις υποχώρησαν κατά 15% το 2016 τόσο στους κλάδους εξόρυξης, όσο και στους άμεσα συνδεδεμένους κλάδους μεταποίησης των εγχωρίων πρώτων υλών.

Στους κλάδους εξόρυξης, η πτώση των πωλήσεων το 2016 προήλθε κατά κύριο λόγο από τα ενεργειακά ορυκτά, με αποτέλεσμα το μερίδιό τους στην αξία πωλήσεων της εξορυκτικής βιομηχανίας να υποχωρεί σε 26,5%, από 30,6% το 2015. Αντίθετα, αύξηση του μεριδίου το 2016 παρατηρήθηκε τόσο στα μάρμαρα όσο και στα βιομηχανικά ορυκτά.

Στους εξορυκτική βιομηχανία, σημαντικός παράγοντας της υποχώρησης των πωλήσεων το 2016 αποτέλεσε η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων, η οποία διαμορφώνεται στα διεθνή χρηματιστήρια. Ενδεικτικά, η διεθνής τιμή νικελίου μειώθηκε κατά περίπου 20%, ενώ η τιμή αλουμινίου υποχώρησε κατά 3,6% μεταξύ 2015 και 2016.

Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία  της εξορυκτικής βιομηχανίας υποχώρησε το 2016, μετά από μια τριετία ανάκαμψης. Διαμορφώθηκε στα 1,2 δισ., έναντι περίπου 1,4 δισ. την περίοδο 2013-2015. Εντονότερη πτώση σημειώθηκε στους άμεσα συνδεδεμένους κλάδους μεταποίησης, με 19,9%, σε σχέση με 14,9% στους κλάδους εξόρυξης.

Η απασχόληση στην εξορυκτική βιομηχανία διαμορφώθηκε το 2017 στις 14 χιλιάδες θέσεις εργασίας σε όρους ισοδύναμων πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ), σημειώνοντας οριακή απώλεια σε σχέση με το 2016. Την περίοδο 2012-2014, η απασχόληση στο σύνολο της εξορυκτικής βιομηχανίας παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη, ενώ το 2015 σημειώθηκε σημαντική, αλλά όπως αποδείχθηκε πρόσκαιρη, αύξηση σε 16,7 χιλ. θέσεις ΙΠΑ.

Στους κλάδους εξόρυξης εντοπίζεται το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης, κοντά στο 80% του συνόλου (10,9 χιλ. ), ενώ στους κλάδους μεταποίησης η απασχόληση διαμορφώθηκε το 2017 στις 3,1 χιλ. . Το μερίδιο της εξορυκτικής βιομηχανίας στο σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας σε όρους απασχόλησης ανήλθε στο 3,7% το 2016, έναντι 4,4% το 2015 και 2,9% το 2017.

Τέλος, οι επενδύσεις των κλάδων εξόρυξης παρουσίασαν κάμψη την περίοδο 2014-2015, ενώ το 2016 σημειώθηκε αύξηση, στα 273 εκατ. ευρώ. Αύξηση το 2016 καταγράφεται και στους άμεσα συνδεδεμένους κλάδους μεταποίησης, όπου οι επενδύσεις διαμορφώθηκαν στα 72,3 εκατ., έναντι 57 εκατ. ευρώ το 2015. Συνολικά, στην εξορυκτική βιομηχανία, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 160 εκατ. ευρώ περίπου το 2016 και διαμορφώθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Οι επενδύσεις έφτασαν έως το 10,7% των συνολικών επενδύσεων στη βιομηχανία το 2012, υποχώρησαν στο 4% το 2014, ενώ το 2016 ανέκαμψαν στο 8,4%.

Ως αποτέλεσμα, κατά τη μελέτη, η εξορυκτική βιομηχανία παρουσιάζει υψηλότερο μερίδιο στις επενδύσεις έναντι της προστιθέμενης αξίας και της απασχόλησης, αναδεικνύοντας την αυξημένη ένταση κεφαλαίου και την ενισχυμένη συνεισφορά του κλάδου στην αναγκαία για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας επενδυτική δραστηριότητα.

Ο εξαγωγικός χαρακτήρας του κλάδου διατηρείται σε υψηλό επίπεδο τα τελευταία χρόνια. Το 2016, ωστόσο, καταγράφεται εξασθένιση της τάξης του 11%, με την αξία των εξαγωγών να διατηρείται σε επίπεδα άνω του 1 δισ. ευρώ. Στα πιο υψηλά επίπεδα τουλάχιστον από το 2010 διαμορφώθηκε η αξία των εξαγωγών το 2015, αγγίζοντας τα 1,16 δισ.

Βασικό εξαγωγικό προορισμό των προϊόντων της εξορυκτικής βιομηχανίας αποτελούν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατηρώντας το μερίδιο τους σε επίπεδα υψηλότερα του 60% επί του συνόλου της αξίας των εξαγωγών. Μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος αναδεικνύεται η Ιταλία, που απορροφά περίπου το 17% της αξίας των εξαγωγών του κλάδου. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι υψηλό παραμένει και το μερίδιο (33%) της αξίας των εξαγωγών σε προορισμούς με μικρή αξία εξαγωγών, γεγονός που υποδηλώνει την υψηλή γεωγραφική διασπορά των εξαγωγών του κλάδου. Τέλος, σε επίπεδο προϊόντων, περίπου το 22% της συνολικής αξίας των εξαγωγών καταλαμβάνει το τσιμέντο, με το αλουμίνιο να ακολουθεί (19%), ενώ σημαντική συνεισφορά έχουν το νικέλιο και τα μάρμαρα, με 14% αμφότερα.

Η μελέτη αναφέρεται και στις εκκρεμότητες και στις δυσλειτουργίες που υπάρχουν στο θεσμικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, όπως τονίζεται, η δημιουργία ειδικού χωροταξικού πλαισίου για την αξιοποίηση των ορυκτών πρώτων υλών αποτελεί ένα από τα βασικά βήματα προς την κατεύθυνση της άρσης των βασικών δυσλειτουργιών που εμποδίζουν τη λειτουργία του κλάδου.

Ένα ακόμα βήμα για ενίσχυση της καινοτομίας και των προοπτικών ανάπτυξης της εξορυκτικής βιομηχανίας είναι σύμφωνα με την έρευνα η ενσωμάτωση του κλάδου στον αναπτυξιακό νόμο. Αυτό θα συνεπάγεται και την παροχή κινήτρων για εντατικοποίηση της έρευνας στον κλάδο και στην υλοποίηση προπαρασκευαστικών έργων. Τέλος, χαρακτηρίζεται σημαντική εκκρεμότητα η αποτελεσματική πάταξη της παράνομης λατόμευσης.