Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
«Καλή πρόοδο» στη νομοθέτηση, με ερωτηματικά στην τελική υλοποίηση, διαπιστώνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) αναφορικά με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Με αντίστοιχες παρεμβάσεις στη «Ν», δύο αρμόδιοι οικονομολόγοι του οργανισμού περιγράφουν την πορεία υιοθέτησης της περιβόητης εργαλειοθήκης, μιλώντας για την ανάγκη περαιτέρω εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών και ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης.
Ο ΟΟΣΑ προκρίνει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, εξηγώντας γιατί «πιθανότατα θα χρειαστούν περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα». Στο μεταξύ, το Παρατηρητήριο του ΕΛΙΑΜΕΠ για την κρίση θεωρεί ότι η επίδραση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά κρίνεται «μάλλον λίγο σημαντική ή και μέτριας σημασίας». Τα αίτια; Οι αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης, η έλλειψη πολιτικής βούλησης, το έλλειμμα ιδιοκτησίας του προγράμματος αλλά και οι αντιστάσεις οργανωμένων συμφερόντων.
Πρόοδος με ερωτηματικά
Ο ΟΟΣΑ έχει προβεί σε 356 συστάσεις για την άρση κανονιστικών περιορισμών στο χονδρικό εμπόριο, στα φαρμακευτικά, στα χημικά, στις κατασκευές, στα ΜΜΕ και το ηλεκτρονικό εμπόριο. «Η υλοποίηση βρίσκεται σε εξέλιξη και πολλές συστάσεις έχουν ήδη ψηφιστεί ως νομοθεσία. Ο ΟΟΣΑ έχει έναν συμβουλευτικό ρόλο στη διαδικασία, παρέχοντας παρατηρήσεις στα νομοσχέδια που προετοιμάζει η ελληνική διοίκηση. Ο ρόλος μας είναι περιορισμένος στην εκτίμηση του κατά πόσο τα σχέδια νόμου θα είναι αποτελεσματικά στην εφαρμογή των συστάσεων του ΟΟΣΑ, αλλά δεν είναι ο ρόλος μας να κρίνουμε κατά πόσο τα μέτρα εφαρμόζονται πραγματικά στη συνέχεια» δηλώνει χαρακτηριστικά στη «Ν» η Federica Maiorano, ανώτερη εμπειρογνώμονας του ΟΟΣΑ σε θέματα ανταγωνισμού. Η ίδια διακρίνει «καλή πρόοδο σε όλους τους τομείς, ιδίως στα φαρμακευτικά και το χονδρικό εμπόριο», ωστόσο τονίζει: «Όταν μιλάμε για “εφαρμογή” εννοούμε “νομοθέτηση”. Ο ΟΟΣΑ δεν είναι σε θέση να εκτιμά πώς η νομοθεσία υλοποιείται στην πράξη».
Δαπάνες και δικαιοσύνη
Από την πλευρά του, ο ανώτερος οικονομολόγος του ΟΟΣΑ Mauro Pisu στέκεται στην παράμετρο των δημοσίων δαπανών· «Η ολοκλήρωση της αξιολόγησής τους, όπως έχει προγραμματιστεί έως το φθινόπωρο, αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για τον περαιτέρω εξορθολογισμό τους και για να καταστούν πιο αποτελεσματικές».
Ο ίδιος χαρακτηρίζει προτεραιότητα – «κλειδί» για τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης τη μείωση της καθυστέρησης και του φόρτου των υποθέσεων στο δικαστικό σώμα, μέσω της χρήσης περισσότερων εργαλείων ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και της ενθάρρυνσης εξωδικαστικών διευθετήσεων, καθώς και με τη βοήθεια υποδειγμάτων υποθέσεων και εξειδικευμένων δικαστηρίων ανταγωνισμού. Επιπλέον, «η πιο ευρεία χρήση αναλύσεων κανονιστικών επιπτώσεων θα βοηθήσει τη βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού πλαισίου».
Άδικο φορολογικό σύστημα
Αναφορικά με το ελληνικό φορολογικό σύστημα, ο Mauro Pisu τονίζει στη «Ν» ότι αυτό χαρακτηρίζεται από στενή φορολογική βάση και υψηλούς φορολογικούς συντελεστές· «το κλειδί για τη βελτίωση είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές». Ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα εξαρτηθεί από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη δραστική μείωση των φορολογικών εξόδων, υπό την επισήμανση ότι, εκτός από τη δημιουργία υψηλότερων φορολογικών εισπράξεων, ο εξορθολογισμός των φορολογικών εξόδων μπορεί επίσης να συνεισφέρει στο να καταστήσει συνολικά το φορολογικό σύστημα, ιδίως τους προσωπικούς φόρους εισοδήματος, πιο δίκαιο.
«Τα επιπρόσθετα έσοδα με τον χρόνο θα δημιουργήσουν τον δημοσιονομικό χώρο για μια μείωση των φορολογικών συντελεστών, όπως τη φορολογική σφήνα στην εργασία λόγω των υψηλών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, καθιστώντας το φορολογικό σύστημα πιο αναπτυξιακά φιλικό», σύμφωνα με τον ανώτερο οικονομολόγο του ΟΟΣΑ.
Ο ίδιος τοποθετείται ως προς την επικείμενη μείωση του αφορολόγητου. Είναι δημοσιονομικό μέτρο, καθώς αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, ή μεταρρύθμιση καθώς διευρύνει τη φορολογική βάση; «Είναι και τα δύο, καθώς θα αυξήσει τις φορολογικές εισπράξεις, διευρύνοντας τη φορολογική βάση. Το όριο του αφορολόγητου εισοδήματος στην Ελλάδα είναι υψηλό σε σύγκριση με τις χώρες του ΟΟΣΑ. Οι επιπρόσθετες φορολογικές εισπράξεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές, ώστε να απαλύνουν τη φτώχεια με έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο».
Πιο ευάλωτοι οι νέοι
Επιπλέον, ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας έχει βασιστεί για πολύ καιρό σε ένα ευρύ και γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα. Σύμφωνα με τον Mauro Pisu, «ενώ αυτό το σύστημα ήταν αποτελεσματικό στην προστασία των περισσότερων ηλικιωμένων από τον κίνδυνο της φτώχειας, έχει αποτύχει να προστατεύσει από τον ίδιο κίνδυνο τα παιδιά και τις νέες οικογένειες, καθώς με τον καιρό το ρίσκο της φτώχειας έχει μετατοπιστεί από τους ηλικιωμένους στους νέους ανθρώπους, όπου -κατά τη διάρκεια της κρίσης- το ποσοστό φτώχειας έχει αυξηθεί σε επίπεδα συναγερμού».
Το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει ήδη υποστεί μεταρρυθμίσεις μεταξύ των οποίων και περικοπές συντάξεων. Παρ’ όλα αυτά, ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι η δαπάνη στις συντάξεις -ως ποσοστό του ΑΕΠ- παραμένει μία από τις υψηλότερες ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα «τρέχει» ένα μεγάλο έλλειμμα. «Προκειμένου το συνταξιοδοτικό σύστημα να τεθεί σε μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη πορεία, ίσως χρειαστούν περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τις υψηλές συντάξεις, με προστασία των χαμηλότερων, ώστε να αποφευχθεί η έκθεση των χαμηλοσυνταξιούχων στη φτώχεια» υπογραμμίζει στο πλαίσιο αυτό ο ανώτερος οικονομολόγος του ΟΟΣΑ.
«Μέτρια» η επίδραση
Οι εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ είναι δέσμες προτάσεων για την αλλαγή του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας των αγορών προϊόντων, προκειμένου να περιοριστεί το κόστος της γραφειοκρατίας για τις επιχειρήσεις και να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός. Οι προτάσεις βασίζονται στα ευρήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας και στην εμπειρία πρακτικών που έχουν αποδώσει σε άλλες χώρες, ωστόσο διαμορφώνονται επακριβώς ύστερα από μελέτες που διεξάγονται στη χώρα που πρόκειται να εφαρμοστούν.
«Στο πλαίσιο των ελληνικών προγραμμάτων προσαρμογής έχουν υπάρξει τρεις τέτοιες μελέτες, οι οποίες διεξήχθησαν από τον Ιανουάριο έως το Νοέμβριο του 2013, από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 2014 και από τον Φεβρουάριο έως τον Νοέμβριο του 2016 αντίστοιχα. Συνολικά εντοπίστηκαν 1.276 ρυθμίσεις οι οποίες περιόριζαν τον ανταγωνισμό και προτάθηκαν 773 μέτρα που σχετίζονται με 14 σημαντικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας (όπως για παράδειγμα οι κλάδοι επεξεργασίας τροφίμων, λιανικού εμπορίου, υλικών κατασκευών, τουρισμού, διαφήμισης και μεταφορών). Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προτείνονται σε αυτούς τους κλάδους έχει προχωρήσει σε γενικές γραμμές αρκετά», υπογραμμίζει στη «Ν» ο υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου του ΕΛΙΑΜΕΠ για την κρίση Δημήτρης Κατσίκας.
Μελέτη του ΣΕΒ (Δεκέμβριος 2016) έχει καταδείξει ότι οι συστάσεις των δύο πρώτων εργαλειοθηκών έχουν εφαρμοστεί πλήρως σε ποσοστό 87%, ενώ περίπου το 1/3 των συστάσεων της τρίτης εργαλειοθήκης έχει εφαρμοστεί. «Αυτός ο ρυθμός υλοποίησης κρίνεται σχετικά ικανοποιητικός, ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υλοποίηση εδώ αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην εξέταση των νομοθετικών διατάξεων και ρυθμίσεων που υιοθετήθηκαν για την εφαρμογή των συστάσεων των εργαλειοθηκών. Με άλλα λόγια δεν αφορά την εφαρμογή τους από την ίδια την αγορά» τονίζει ο υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου του ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο διενεργεί σχετική μελέτη για λογαριασμό της ΤτΕ· «Όσον αφορά τον βαθμό υλοποίησης, μέσα από συνεντεύξεις με στελέχη της δημόσιας διοίκησης που συμμετείχαν στον σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, αλλά και φορείς της αγοράς, διαπιστώνεται ότι η υλοποίηση σε θεσμικό επίπεδο κινείται σε μέτρια προς ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο η επίδραση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά κρίνεται μάλλον λίγο σημαντική ή και μέτριας σημασίας, καθώς οι ερωτώμενοι θεωρούν ότι οι σημαντικότεροι στόχοι των μεταρρυθμίσεων δεν έχουν επιτευχθεί».
Χρόνιες παθογένειες
Οι σημαντικότεροι παράγοντες σύμφωνα με τους ερωτώμενους; Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η δημόσια διοίκηση, καθώς και πολιτικοί παράγοντες, όπως η έλλειψη πολιτικής βούλησης, το έλλειμμα ιδιοκτησίας του προγράμματος και οι αντιστάσεις οργανωμένων συμφερόντων.
Πάντως, σύμφωνα με τη μελέτη του Παρατηρητηρίου, οι μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με την πρώτη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ φαίνεται να είχαν συνολικά θετικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά την απασχόληση αλλά και τις λιανικές πωλήσεις. Συνδέονται και με την πτώση του δείκτη τιμών καταναλωτή. Ωστόσο, οι μεταβλητές αυτές (απασχόληση, λιανικές πωλήσεις, τιμές) επηρεάζονται νωρίτερα σε μεγαλύτερο βαθμό και με αντίθετο πρόσημο από παραμέτρους που έχουν να κάνουν με την ύφεση (π.χ. μείωση της απασχόλησης για τις λιανικές πωλήσεις) και τις πολιτικές δημοσιονομικής λιτότητας (π.χ. αύξηση έμμεσης φορολογίας για τις τιμές) και εσωτερικής υποτίμησης (π.χ. μείωση κατώτατου μισθού για την απασχόληση).