Στην ανάγκη αξιοποίησης «της αφαίμαξης που υφίσταται η πραγματική οικονομία για να επιτευχθούν τα υπερπλεονάσματα» προς όφελος του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας, στέκεται ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίο.
Για παράδειγμα, όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ θα μπορούσε να εξετασθεί
- σημαντική μείωση του μη μισθολογικού κόστους σε επίπεδο ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών ώστε να ενισχυθούν πραγματικά η απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων,
- μεγαλύτερη φορολογική ελάφρυνση της ελληνικής οικογένειας, ώστε να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Αναφερόμενος στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής (ΜΠΔΠ) 2019-2022, ο ΣΕΒ παρατηρεί πως στηρίζεται στο ότι ο προϋπολογισμός παράγει σε μόνιμη βάση πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ και, δεύτερον, στο ότι οι ροές εσόδων και δαπανών είναι βιώσιμες, δηλαδή μπορεί να διατηρηθούν grosso modo στα ίδια επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ χωρίς να προκαλούν αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και στην ποσότητα και ποιότητα της παροχής δημοσίων αγαθών στην κοινωνία.
Τα πλεονάσματα αυτά, όμως, όπως υπογραμμίζει ο ΣΕΒ, έχουν ήδη δημιουργήσει παρενέργειες. «Η υπερφορολόγηση και η υπερπροοδευτικότητα των φορολογικών συντελεστών προκαλούν στρεβλώσεις κατανομής πόρων και υποτιμημένα επίπεδα συλλογής εσόδων, καθώς οδηγούν την οικονομική δραστηριότητα σε χαμηλότερα επίπεδα (χαμηλές επενδύσεις, χαμηλή απασχόληση), στην παρανομία (αδήλωτη εργασία, φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο), και στο εξωτερικό (brain drain, οικονομική μετανάστευση επιχειρήσεων)», επισημαίνει ο Σύνδεσμος και προσθέτει πως «οι τάσεις αυτές μπορούν να ανατραπούν με προσεκτικές και σταδιακές μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικών συντελεστών και μείωση της υπερπροοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος, όχι γιατί έτσι ωφελούνται οι πλούσιοι, το κεφάλαιο κλπ., αλλά γιατί έτσι εξυπηρετείται η αξιοκρατία και αμείβεται η επιχειρηματική επιτυχία και η επαγγελματική προσπάθεια, ενώ δημιουργούνται και περισσότεροι πόροι για αποταμίευση και επενδύσεις».
Οι ΣΕΒ παρατηρεί εξάλλου ότι οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα κρατούν σε χαμηλό επίπεδο τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, κοντά στο 2% μεσοσταθμικά, ενώ θα έπρεπε να υπάρχουν στόχοι για αλματώδη ανάπτυξη της τάξης τουλάχιστον του 4% ετησίως.
Επισημαίνει, δε, ότι οι στόχοι του ΜΠΔΣ επιτυγχάνονται κυρίως με τη μείωση συντάξεων και την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών ύψους 3 δισ. ευρώ το 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου (αύξηση εσόδων) ύψους 1,9 δισ. το 2020. Ταυτόχρονα έχουν νομοθετηθεί εξισορροπητικές παρεμβάσεις (αντίμετρα), όπως η αύξηση των δαπανών κατά 1,2 δισ. από το 2019 και η μείωση φόρων ύψους 2,0 δισ. από το 2020. Ως αποτέλεσμα αυτού του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου, όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, εκτιμάται ότι θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος, δηλαδή υπερπλεόνασμα, που σωρευτικά ανέρχεται σε 3,2 δισ. το 2022, και που αξιοποιείται σε περαιτέρω μείωση φόρων και αύξηση παροχών την περίοδο μέχρι το 2022. Ο ΣΕΒ υπενθυμίζει πάντως ότι τα αντίμετρα τελούσαν (και ακόμη τελούν) υπό την αίρεση ότι θα επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ, που φαίνεται ότι ήδη επιτυγχάνονται στη βάση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων 2017-2018.
Κατά τον Σύνδεσμο, θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει την ελληνική οικονομία με ένα αυτοκίνητο που καλείται να κάνει την απόσταση Αθήνα – Θεσσαλονίκη με λιγότερα καύσιμα και αυξημένα διόδια, μέρος των οποίων πιθανόν να επιστραφούν όταν φτάσει στον προορισμό του. «Είναι προφανές ότι το σχήμα αυτό δεν έχει λογική για τις επιχειρήσεις», υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος.