Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Σε τέσσερις κεντρικούς άξονες αναλύουν πηγές της Ευρωζώνης τις δεσμεύσεις της Ελλάδας για την περίοδο και μετά τη λήξη του προγράμματος, εφόσον στο σημερινό Eurogroup επικυρωθεί το καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας».
Στο πεδίο της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, οι πιστωτές αξιώνουν να ολοκληρωθεί η στελέχωση και χρηματοδότηση της Ανεξάρτητης Αρχής Εσόδων, να ενοποιηθούν ολοσχερώς τα συνταξιοδοτικά ταμεία σε έναν ενιαίο φορέα (ΕΦΚΑ), να εφαρμοστούν πλήρως οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα παροχών (αναπηρία, στέγαση, μεταφορές) και να εκμηδενιστούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου, με την παράλληλη αποτροπή δημιουργίας νέων οφειλών, «ιδίως στον τομέα της υγείας».
Στο πεδίο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει «να υλοποιήσουν βιώσιμα» την εξυγίανση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να προβούν στα επόμενα βήματα για τις αλλαγές τραπεζικής διακυβέρνησης σε εκτελεστικό επίπεδο, να εξαλείψουν πλήρως τα capital controls και να διαθέσουν τελικά τα μερίδια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις συστημικές τράπεζες.
Στο πεδίο της ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και επενδύσεων, απομένει η πλήρης υλοποίηση μέτρων όπως η ολοκλήρωση του κτηματολογίου έως το 2021, η εφαρμογή της νομοθεσίας για τον καθορισμό των κατώτατων μισθών το 2019, η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης της αγοράς ενέργειας (TARGETmodel 2019), η διεκπεραίωση κομβικών ιδιωτικοποιήσεων (Ελληνικό, ΔΕΠΑ) και η εφαρμογή της μεταρρύθμισης από την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας με ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων.
Στο πεδίο του σύγχρονου κράτους και δημόσιας διοίκησης, η Ελλάδα δεσμεύεται να εφαρμόσει πλήρως τη διαδικασία ορισμού «managers» στον δημόσιο τομέα, να υιοθετήσει ένα γενικό πλαίσιο για τις ανεξάρτητες αρχές και να υλοποιήσει ένα 3ετές πλάνο δράσης για τον εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος.
Στον «δρόμο» για το Λουξεμβούργο οι θεσμοί προβαίνουν στην παραδοχή ότι η έξοδος από το πρόγραμμα είναι πλέον εφικτή, αλλά η βιώσιμη ανάκαμψη δεν είναι ακόμη διασφαλισμένη, εξ ου και το ξεχωριστό καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας» που εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε χώρα – μέλος της Ευρωζώνης.
Στο ζήτημα του χρέους, η άποψη που επικρατεί στους κόλπους των θεσμικών πιστωτών είναι ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού κράτους είναι μεσοπρόθεσμα διαχειρίσιμες, συγκεκριμένα έως το 2030, αν και «οι συνθήκες στις αγορές παραμένουν εύθραυστες» για την Ελλάδα, η οποία «θα πρέπει να εφαρμόσει πλήρως» το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που εκτείνεται και μετά τη λήξη του τρίτου διαδοχικού προγράμματος.
Σημειωτέον, η τελευταία εκταμίευση στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης θα συνδυαστεί με τα χρήματα που ήδη συγκεντρώνει το ελληνικό δημόσιο για να δημιουργήσει αποθεματικό ύψους περίπου 20 δις, το οποίο θα δώσει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να μείνει -αν χρειαστεί- εκτός αγορών έως και το τέλος του 2019.
Οι τελευταίες επίσημες τοποθετήσεις των καθ’ ύλην αρμοδίων στην Ευρωζώνη τόνιζαν ότι το Eurogroup θα προβεί σε περαιτέρω παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους, στο πλαίσιο των λεγόμενων μεσοπρόθεσμων μέτρων, «εφόσον χρειαστεί» με βάση την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA). Οι τελευταίες ανεπίσημες πληροφορίες μετασχημάτιζαν το «εφόσον χρειαστεί» σε «κάτι λίγο», για το ελληνικό απόθεμα χρέους, κατά βάση στον ESM και δη τη Γερμανία.