Ένα χρόνο πριν από τις γαλλικές προεδρικές εκλογές ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν φαίνεται να προωθεί ολοένα περισσότερο την ιδέα μιας χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων που ισχύουν στην ευρωζώνη για να ικανοποιήσει ψηφοφόρους του. Η ιδέα της χαλάρωσης έπεσε ξανά στο τραπέζι με τη μορφή paper στο πλαίσιο πρόσφατου συνεδρίου της δεξαμενής σκέψης Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης με έδρα το Παρίσι.
Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης πρέπει να περιορίσουν το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ τους και το δημόσιο έλλειμμα στο 3%. Για τους συγγραφείς της συγκεκριμένης πρότασης, ο κανόνας του 3% θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί πλήρως, ενώ για το 60% του ΑΕΠ προτείνουν μείωση.
«Άλλη πραγματικότητα σε σχέση με τη δεκαετία του ‘90»
Eκ των συγγραφέων της μελέτης είναι ο καθηγητής Οικονομικής Πολιτικής Ζαν Πιζανί Φερί στη διάσημη σχολή Science Po του Παρισιού και στο Hertie School του Βερολίνου. «Δεν θέλουμε να καταργήσουμε εντελώς τη δημοσιονομική πειθαρχία για τον προϋπολογισμό της ευρωζώνης. Είναι απαραίτητη προς αποφυγή μαζικών πτωχεύσεων αλλά και διασώσεων» εξηγεί στη DW προσθέτοντας: «Πρέπει ωστόσο να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα, η οποία διαφέρει από τη δεκαετία του ’90, όταν δηλαδή δημιουργήθηκαν αυτοί οι κανόνες».Τόσο ο Πιζανί όσο και οι υπόλοιποι επιστήμονες της ομάδας του πιστεύουν σε ένα «φυσικό επίπεδο δημόσιου χρέους», το οποίο αποτελεί «τη βάση ενός βιώσιμου χρηματοοικονομικού συστήματος». Όπως παρατηρεί ο Πιζανί: «Υπάρχει μια σταθερή ζήτηση για κρατικά ομόλογα χωρών της ευρωζώνης, πράγμα που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις μας πρέπει να έχουν χρέη».
Αλλά ακριβώς προτάσεις σαν κι αυτές είναι που προκαλούν απόγνωση στον οικονομολόγο Μαρκ Τουατί, από την συμβουλευτική εταιρεία Aux Commandes De l’Economie et de la Finance με έδρα το Παρίσι. «Αν αλλάξουμε τώρα τους δημοσιονομικούς κανόνες, θα ανοίξουμε το κουτί της Πανδώρας» αναφέρει στη DW. «Εν τέλει πρέπει να είμαστε οικονομικά φερέγγυοι ώστε να μπορούμε να δανειζόμαστε χρήματα με καλούς όρους- ειδικά όταν είμαστε ο χειρότερος μαθητής της ευρωζώνης και σχεδόν το ένα τέταρτο των κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη προέρχονται από τη Γαλλία».
Στο 120% του ΑΕΠ το γαλλικό χρέος
Αυτή τη στιγμή το δημόσιο χρέος της Γαλλίας ανέρχεται στο 120% του ΑΕΠ της. Όπως εξηγεί ο Τουατί, το κόστος του δημόσιου χρέους είναι σήμερα ακόμη χαμηλό δεδομένου ότι η ΕΚΤ από το 2015 εφαρμόζει το πρόγραμμα ποσωτικής χαλάρωσης. Ο Τουατί εκτιμά ότι η κατάσταση αυτή δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον. «Μετά την κρίση η ΕΚΤ θα σταματήσει να τυπώνει χρήμα και τα επιτόκια θα αυξηθούν». Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Φιλίπ Κρεβέλ από τη γαλλική δεξαμενή σκέψης Cercle de l’ Epargne και πρώην σύμβουλος του γαλλικού συντηρητικού κόμματος. Όπως διερωτάται: «Τα επιτόκια δεν έμειναν ποτέ στην ιστορία πολύ χαμηλά. Γιατί να συμβεί τώρα;». Ο Κρεβέλ μάλιστα παρατηρεί ότι «οι Γάλλοι φαίνεται να πιστεύουν ότι μπορούν να συνεχίσουν να ξοδεύουν χρήματα χωρίς να σκέφτονται». Για τον ίδιο οι ρίζες του φαινομένου πρέπει να αναζηθούν στη γαλλική ιστορία και κυρίως στη ναπολεόντεια περίοδο και την ιδέα ενός πανίσχυρου κεντρικού κράτους που διαρκώς επεκτείνει τον δημόσιο τομέα.
Σύμφωνα επίσης με τον Κρεβέλ μια τέτοια αντίληψη αγνοεί όμως τη γειτονική Γερμανία, με τις γνωστές θέσεις της περί δημοσιονομικής πειθαρχίας. Από την πλευρά του ο Εμμανουέλ Μακρόν φαίνεται να επαναλαμβάνει τα τελευταία χρόνια ότι «η Ευρώπη πρέπει να ξοδεύει και να επενδύσει περισσότερο» και χαρακτηρίζει τα κριτήρια του Μάαστριχτ ως «απότοκα του παρελθόντος». Ο Μπρουνό Κοτρές από το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών της Science Po θεωρεί ότι ο Μακρόν θέλει να εμφανίζεται όχι απλά ως φιλοευρωπαίος,αλλά και ως «κάποιος που θέλει να επιφέρει αλλαγές στην ΕΕ». Ειδικά σε μια προεκλογική περίοδο, όπου πολλοί κεντρώοι και αριστεροί ψηφοφόροι θεωρούν ότι οι κανόνες της ευρωζώνης αποτελούν τροχοπέδη για τη γαλλική αναδιανεμητική πολιτική. Ο Κοτρές θεωρεί πάντως ότι οι ιδέες Μακρόν πρέπει να ιδωθούν στο πλαίσιο των γαλλικών προεδρικών.Κι όπως λέει χαρακτηριστικα: «Ο Mακρόν ελπίζει να ενισχύσει την στήριξη αριστερών ψηφοφόρων, παρόλο που προς το παρόν, οι περισσότεροι από τους υποστηρικτές του προέρχονται από τη δεξιά.»