Αδυναμίες στο αναπτυξιακό πρόγραμμα της κυβέρνησης διαπιστώνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), κατά την ειδική του έκδοση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Παρότι αναγνωρίζει ότι η πρωτοβουλία της κυβέρνησης σηματοδοτεί μια πρόοδο σε σχέση με το παρελθόν, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι ενέχει μια σειρά αδυναμιών.
Συγκεκριμένα, ναι μεν αγγίζει ή περιλαμβάνει σημαντικά θέματα για την οικονομία και τις επιχειρήσεις, αλλά για πολλά από αυτά είτε οι δράσεις που προβλέπονται δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που υπάρχουν σε οικονομικά χρήσιμο χρόνο ή, σε άλλες περιπτώσεις, αυτές προτείνονται σε συνέχεια μιας αξιολόγησης της υφιστάμενης κατάστασης που είναι εξιδανικευμένη σε σχέση με την πραγματικότητα.
Ως παράδειγμα ο ΣΕΒ επικαλείται το κεφάλαιο, το οποίο αφορά το φορολογικό καθεστώς. Εκεί, όπως εξηγεί, το σχέδιο θέτει ως στόχους τη σταδιακή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για την εργασία, καθώς και την καθιέρωση σταθερού φορολογικού καθεστώτος για την ενίσχυση των ξένων και των εγχώριων επενδύσεων. Η υποστήριξη και τεκμηρίωση, όμως, του τρόπου υλοποίησης των δυο παραπάνω στόχων με συγκεκριμένα μέτρα δεν προκύπτει από το κείμενο.
Κυρίως, όμως, η προοπτική εκλογίκευσης των φορολογικών υπερβολών, δεν αντιμετωπίζεται ως κρίσιμη και επείγουσα προϋπόθεση εδραίωσης της ανάπτυξης, και της ανάκαμψης της αγοράς εργασίας. «Ο μετασχηματισμός της παραγωγικής βάσης και η διασφάλιση της μακροχρόνιας δυναμικής της φορολογητέας ύλης και των δημοσίων εσόδων απαιτούν ορατή και φιλοεπενδυτική αλλαγή του μίγματος της φορολογικής πολιτικής» τονίζει ο ΣΕΒ.
Έτσι -σπεύδει να προσθέσει- θα καταστεί πράγματι ρεαλιστική η επίτευξη των στόχων που θέτει ενδεικτικά ο πρόσφατος μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός σχεδιασμός.
Σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο των εργασιακών σχέσεων, το κείμενο περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, μια εντελώς εσφαλμένη αξιολόγηση για το είδος των παρεμβάσεων που τελικά ωφελούν τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Η αξιολόγηση αυτή συνοδεύεται με προτάσεις πολιτικής, που ήδη υλοποιούνται και δρομολογούν την επανάληψη της πορείας που είχε η αγορά εργασίας και τελικά η χώρα στις δεκαετίες πριν την κρίση.
Την ίδια ώρα, ο ΣΕΒ στιγματίζει το γεγονός ότι η ανάγκη επαναβιομηχάνισης της οικονομίας -και αύξησης του μεριδίου της μεταποίησης στο 12% του ΑΕΠ μέχρι το 2020- παραμένει εκτός προτεραιότητας στο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
Tαυτόχρονα, συνεχίζει, οι προτάσεις αναβάθμισης της μεταποίησης παραμένουν ασαφείς και ανεπαρκείς, χωρίς στόχευση και ισχυρή πολιτική δέσμευση. Ως συνέπεια, η βιομηχανία/μεταποίηση εξακολουθεί να μην είναι κεντρικός αναπτυξιακός βραχίονας αν και έχει τα μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά οφέλη για το σύνολο της οικονομίας, την απασχόληση και τα δημόσια έσοδα.
Οι αδυναμίες αυτές, συμπληρώνει ο ΣΕΒ, εντοπίζονται και στις ενότητες που ασχολούνται με τη δημόσια διοίκηση ειδικά όταν έχει απέναντι της μια επιχείρηση, τις δράσεις για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τις ενεργειακές υποδομές, τη βιώσιμη εκμετάλλευση/εξερεύνηση ορυκτών πρώτων υλών και ενεργειακών ορυκτών, τα ζητήματα εξωστρέφειας και της νεοφυούς και καινοτόμου επιχειρηματικότητας, μεταξύ άλλων.
Τα ίδια ισχύουν για τις προτάσεις που άπτονται της αποκατάστασης της πρόσβασης του ιδιωτικού τομέα σε χρηματοδότηση με όρους συγκρίσιμους με την έννοια της Ενιαίας Αγοράς αλλά και για τις παρεμβάσεις στο προ πτωχευτικό και πτωχευτικό δίκαιο.
Απουσιάζει, επίσης, μια ανάλυση των λόγων για τους οποίους οι ελληνικές επιχειρήσεις μένουν μικρές και μια συγκροτημένη δέσμη προτάσεων για τις δυνητικές διαδρομές μεγέθυνσης που μπορούν να ακολουθήσουν οι ελληνικές μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις.
Σε ό,τι αφορά το κρίσιμο, ειδικά για την «Ελλάδα που παράγει», τρίπτυχο «περιβαλλοντολογική αδειοδότηση – αδειοδότηση – ελεγκτικοί μηχανισμοί», και τα αναπόφευκτα συνδεδεμένα ζητήματα χωρικού σχεδιασμού, ο ΣΕΒ διαπιστώνει ότι δεν αξιολογείται ο κομβικός ρόλος των αδυναμιών του περιελθόντος, αλλά και του παρόντος, στην αποβιομηχάνιση της χώρας.
Αντίστοιχα, δεν αξιολογείται η κρισιμότητα του χρόνου σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των αδυναμιών που διατηρεί το σύστημα, ώστε να έχει η ελληνική παραγωγική βάση τη δυνατότητα ανάκαμψης μέσα σε οικονομικά και κοινωνικά εύλογο και σύντομο χρόνο.
Υπό την έννοια αυτή -καταλήγει- παρόλο που πολλές δράσεις των προηγουμένων ετών αλλά και πρόσφατων νομοθετικών πρωτοβουλιών κινούνται επί της αρχής στην ορθή κατεύθυνση, αποτυγχάνουν να απαντήσουν στα κρίσιμα για την ελληνική παραγωγή πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν σήμερα.
naftemporiki.gr