Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Για μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου αναβάλλεται η ουσιαστική συζήτηση της ελληνικής κυβέρνησης με τους εκπροσώπους των θεσμών επί της έκθεσης που συνέταξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και επί της πορείας της μεταμνημονιακής αξιολόγησης, τμήμα της οποίας είναι και η πορεία εκτέλεσης του ελληνικού προϋπολογισμού.
Μπορεί η έκθεση για την 3η μεταμνημονιακή αξιολόγηση να είναι στην ατζέντα της συνεδρίασης του Eurogroup της 13ης Ιουνίου, ωστόσο και οι Ευρωπαίοι αλλά και η ελληνική πλευρά αναμένεται να επιφυλαχθούν μέχρι να υπάρξει η ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Άλλωστε, εμμέσως πλην σαφώς και η ίδια η έκθεση των θεσμών που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη αφήνει περιθώριο για μια ολιγόμηνη αναβολή. Με την αναφορά ότι το θέμα της εκτέλεσης του προϋπολογισμού θα συζητηθεί περαιτέρω, όταν θα υπάρξει καλύτερη εικόνα για τη φετινή πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού, οι «τεχνοκράτες» ουσιαστικά παραπέμπουν στις συζητήσεις του φθινοπώρου.
Η έκθεση της Ε.Ε. είναι σαφής: «Η επαναξιολόγηση των στοιχείων, προκειμένου να προκύψει αν υπάρχει συμμόρφωση με τους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας, θα πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο». Μέχρι τότε θα έχουν προκύψει νεότερα στοιχεία και για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ (σ.σ.: τα στοιχεία του 2ου τριμήνου αναμένεται να δοθούν στη δημοσιότητα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στις 4 Σεπτεμβρίου), αλλά και για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά το β’ εξάμηνο που είναι και το πιο κρίσιμο. Το πιο σημαντικό είναι όμως ότι θα έχει ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα που διεκδικούν τη διακυβέρνηση της χώρας εμφανίζονται με διαφορετικές θέσεις όσον αφορά τον τρόπο κατάρτισης του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς.
Δύο «εγκρίσεις»
Πρακτικά, η ελληνική κυβέρνηση περιμένει δύο «εγκρίσεις» από την πλευρά των Ευρωπαίων. Η πρώτη έχει να κάνει με την έγκριση για την εκταμίευση της επόμενης δόσης των ANFAs και των SMPs (περίπου 600 εκατ. ευρώ θα εισπράξει η ελληνική πλευρά) και η δεύτερη με την έγκριση της πρόωρης αποπληρωμής του δανείου προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, κίνηση που θα ωφελήσει τον προϋπολογισμό με περικοπή τόκων κατά τουλάχιστον 130 εκατ. ευρώ. Η επόμενη εκταμίευση των ANFAs και των SMPs ούτως ή άλλως ήταν προγραμματισμένο να γίνει μετά το καλοκαίρι και υπό την προϋπόθεση ότι έχει κλείσει και η 3η αλλά και η 4η μεταμνημονιακή αξιολόγηση.
Οι εκκρεμότητες
Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτυπώθηκαν όλα τα σημεία στα οποία καταλογίζονται καθυστερήσεις από ελληνικής πλευράς. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη μη εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, στην ενεργοποίηση των μέτρων για τον περιορισμό των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών, στην υπέρβαση του «πήχη» όσον αφορά τις προσλήψεις εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου κατά 1.555 άτομα, στην προετοιμασία των δασικών χαρτών, στην περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων (capital controls), στην προώθηση του κτηματολογίου, στην περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων όσον αφορά τις αποκρατικοποιήσεις. Όλες αυτές οι εκκρεμότητες αναμένεται να βρεθούν και πάλι στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων με την ελληνική κυβέρνηση από τις αρχές του φθινοπώρου, οπότε και αναμένεται να πραγματοποιηθεί η πρώτη αποστολή των εκπροσώπων των θεσμών στην Αθήνα μετά τις βουλευτικές εκλογές.
Η πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ
Όσον αφορά την πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ με το ποσό των 3,6 δισ. ευρώ, περαιτέρω πρόοδος αναμένεται να υπάρξει ύστερα από τουλάχιστον 2-3 μήνες όπως υποστήριξε πρόσφατα και ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Μ. Ψαλιδόπουλος. Και αυτό διότι θα πρέπει να δοθούν οι σχετικές εγκρίσεις από Κοινοβούλια της Ευρωζώνης. Περισσότερες λεπτομέρειες είναι πιθανό να προκύψουν μέσω της έκθεσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα, η οποία αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα στις 25 Ιουνίου. Με αυτά τα δεδομένα πάντως και το θέμα της αποπληρωμής του ΔΝΤ θα ξεκαθαρίσει το φθινόπωρο.
Διαφορές μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών
Δύο είναι οι ουσιαστικές διαφορές της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς όπως προέκυψε και από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
1. Οι θεσμοί επιμένουν ότι το σενάριο βάσης για το 2019 (δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα πριν ληφθούν υπόψη τα μέτρα που ψηφίστηκαν στις 15 Μαΐου, συμπεριλαμβανομένων και των ρυθμίσεων ληξιπρόθεσμων οφειλών) θα είναι 3,6% και όχι 4,1% όπως λέει η ελληνική κυβέρνηση, η οποία επικαλείται την καλύτερη του αναμενομένου επίδοση του 2018 για να εξηγήσει τη θέση της.
2. Οι δανειστές βλέπουν ότι θα δημιουργηθεί πολύ μεγάλη «τρύπα» από τις ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών και της εφορίας και των ασφαλιστικών ταμείων.
Και τα δύο αυτά θέματα σε μεγάλο βαθμό θα έχουν ξεκαθαρίσει μέχρι το φθινόπωρο. Αφενός θα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί η διαδικασία υποβολής των αιτήσεων για τις ρυθμίσεις των 120 δόσεων σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία (οπότε θα έχει προκύψει και η τελική εικόνα για το αν πρόκειται για νέες ρυθμίσεις ή αν πρόκειται για μεταφορές από παλαιότερες όπως φοβάται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και αφετέρου θα υπάρχει σαφέστερη εικόνα και για την εισπραξιμότητα των φόρων κατά τη φετινή χρονιά και για τον αντίκτυπο των εκλογών στα δημόσια οικονομικά, αλλά και για την πορεία της ελληνικής οικονομίας (δεδομένου ότι θα έχει τελειώσει και η τουριστική περίοδος). Με την επίτευξη της συμφωνίας για το πλεόνασμα του 2019 θα ανοίξει η συζήτηση και για τον προϋπολογισμό του 2020. Αυτός έχει ήδη επιβαρυνθεί με τα μέτρα της 15ης Μαΐου (13η σύνταξη και μειώσεις ΦΠΑ), αλλά και με τη διατήρηση του αφορολογήτου, η οποία όμως αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κατάργηση και των λεγόμενων φορολογικών αντίμετρων (μείωση ΕΝΦΙΑ, μείωση εισφοράς αλληλεγγύης και μείωση βασικού συντελεστή κλίμακας από το 22% στο 20%). Το αν στον προϋπολογισμό του 2020 θα θελήσει η επόμενη κυβέρνηση να προσθέσει και άλλα μέτρα (ή ακόμη να καταργήσει κάποια από αυτά που ψηφίστηκαν τις προηγούμενες ημέρες) θα φανεί και θα κοστολογηθεί επίσης μετά τις εκλογές και τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού που θα αναδειχθεί από την εκλογική μάχη της 7ης Ιουλίου.
Η ατζέντα για την Ελλάδα
Στο Eurogroup της 13ης Ιουνίου δεν αναμένεται να γίνει ουσιαστική συζήτηση για την Ελλάδα. Μετά και την απόφαση του πρωθυπουργού να «πολιτικοποιήσει» την έκθεση των θεσμών με τις χθεσινές του δηλώσεις, το πιο πιθανό είναι ότι οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών θα παραπέμψουν για περαιτέρω διαβουλεύσεις μετά τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα.
Άλλωστε, τώρα, ελλείψει δεδομένων για το αν έχει δίκιο η μια πλευρά (των θεσμών) ή η άλλη (η ελληνική κυβέρνηση) όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, κάθε συζήτηση θα έπαιρνε τη μορφή αντιπαράθεσης προβλέψεων.
Το επόμενο Eurogroup είναι προγραμματισμένο για τις 8 Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία δεν θα έχει ορκιστεί καν ο Έλληνας πρωθυπουργός, οπότε το ενδιαφέρον μεταφέρεται πλέον για το Eurogroup του Σεπτεμβρίου.
Στις 15 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από την κάλπη της 7ης Ιουλίου θα πρέπει να καταθέσει στην Κομισιόν το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2020 στο πλαίσιο των διαδικασιών του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Σε αυτό θα πρέπει να αποτυπώσει το «σενάριο βάσης» το οποίο θα ενσωματώνει και την εκτίμηση για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 και την πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2020. Πρακτικά, το ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί στο τι θα γίνει τελικώς με τον φετινό προϋπολογισμό.