Skip to main content

Συνταξιοδότηση ή συνέχιση της εργασίας;

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Αλλάζει άρδην το τοπίο με το νέο ασφαλιστικό για τους έχοντες πολλά χρόνια προϋπηρεσίας, καθώς η τροποποίηση των συντελεστών αναπλήρωσης και το ενδεχόμενο επιβολής ανώτατου πλαφόν για περισσότερα από 42-45 χρόνια ασφάλισης, σε συνδυασμό με τη μείωση του ποσοστού περικοπής της σύνταξης για όσους εξακολουθήσουν να εργάζονται, δημιουργούν καινούργια δεδομένα.

Οι ασφαλισμένοι, μετά την ψήφιση του νέου ασφαλιστικού, θα πρέπει να υπολογίζουν την πλέον συμφέρουσα λύση: είτε θα συνταξιοδοτούνται και θα συνεχίσουν να εργάζονται, εκμεταλλευόμενοι τη μείωση του ποσοστού περικοπής της σύνταξης από το 60% που είναι σήμερα στο 30%, είτε θα παραμένουν στην «ενεργό δράση», διεκδικώντας ακόμη υψηλότερη σύνταξη στο μέλλον.

Το θέμα είναι σύνθετο και συνδέεται όχι μόνο με το μέλλον των άμεσα ενδιαφερόμενων -δηλαδή των ασφαλισμένων με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας-, αλλά και με την ίδια την αγορά εργασίας. Τα υψηλά ποσοστά περικοπής των συντάξεων που ίσχυσαν τα τελευταία χρόνια για τους συνταξιούχους που ήθελαν να εργάζονται έφεραν «μαύρη εργασία», οπότε μένει να φανεί αν η μείωση του ποσοστού της περικοπής θα αντιστρέψει αυτή την κατάσταση.

Επίσης, η παροχή κινήτρων είτε στους ασφαλισμένους να συνεχίσουν να ασφαλίζονται για περισσότερα από 40 χρόνια εργασίας είτε στους συνταξιούχους για να συνεχίσουν να εργάζονται συνδέεται και με την εξέλιξη του δείκτη της ανεργίας. Οι τελικές αποφάσεις της κυβέρνησης -ειδικά σε ό,τι αφορά τα ακριβή ποσοστά αναπλήρωσης αλλά και τη θέσπιση (ή μη) πλαφόν- θα αποκαλυφθούν στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, καθώς το ασφαλιστικό νομοσχέδιο σύντομα δίνεται στη δημοσιότητα. Σήμερα ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης θα επισκεφθεί τον πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου και αναμένεται να του παρουσιάσει τις τελικές ρυθμίσεις στις οποίες έχει καταλήξει το υπουργείο Εργασίας. 

Ο νέος πίνακας με τους συντελεστές αναπλήρωσης θα έχει δύο βασικές διαφορές σε σχέση με τον υφιστάμενο. Θα προβλέπει, πρώτον, υψηλότερους συντελεστές για τους έχοντες από 30 έως 42 χρόνια ασφάλισης και, δεύτερον, χαμηλότερους συντελεστές για όσους έχουν περισσότερα από 42-45 χρόνια ασφάλισης. Το ισχύον σύστημα δεν προβλέπει «πλαφόν» στους συντελεστές αναπλήρωσης. Έτσι, μετά τα 40 χρόνια ασφάλισης, ο συντελεστής συνεχίζει να αυξάνεται ενώ ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα ποσοστά: 

1. Για 40 χρόνια ασφάλισης, ο συντελεστής αναπλήρωσης διαμορφώνεται σήμερα στο 44,44%. 

2. Για 45 χρόνια ασφάλισης, ο συντελεστής αναπλήρωσης διαμορφώνεται στο 55,44%. 

3. Για 50 χρόνια ασφάλισης, υπάρχει πολύ μεγάλη αύξηση στο 66,44%. Γενικά, για κάθε χρόνο ασφάλισης μετά τα 40 χρόνια, προστίθενται 2,2 μονάδες στον συντελεστή αναπλήρωσης, ο οποίος και καθορίζει το ανταποδοτικό κομμάτι της σύνταξης. 

Τι θα γίνει με τον νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων; Οι συντελεστές αναπλήρωσης θα αυξηθούν για όσους έχουν περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης. Στα 35 χρόνια ασφάλισης, για παράδειγμα, ο συντελεστής αναμένεται να φτάσει στο 40% από 33,81% που είναι σήμερα, ενώ στα 40 έτη ασφάλισης αναμένεται να διαμορφωθεί στο 50,5% από 42,8% που είναι σήμερα. Το μεγάλο ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι το τι θα γίνεται μετά τα 40 έτη ασφάλισης. Δύο ήταν τα ενδεχόμενα που εξετάζονταν μέχρι στιγμής: 

1. Ο συντελεστής αναπλήρωσης να συνεχίσει να αυξάνεται έστω και με μικρότερο ρυθμό σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα (2,2 μονάδες ανά έτος ασφάλισης). 

2. Ο συντελεστής αναπλήρωσης να «παγώνει» σε ένα ορισμένο επίπεδο (π.χ. 55%), ώστε αν κάποιος παραμένει για περισσότερα από 40-42 χρόνια στην αγορά εργασίας, αυτό να μην έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στη σύνταξή του. 
Καθένα από τα δύο σενάρια έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Το πρώτο σενάριο «κρατάει» τους εργαζόμενους εντός της αγοράς εργασίας, δημιουργώντας πολύ ισχυρό κίνητρο ασφάλισης. Επίσης, δίνει το δικαίωμα επιλογής στους εργαζόμενους είτε να «κλειδώνουν» τη σύνταξή τους στα 40 χρόνια και να αποχωρούν από την αγορά εργασίας είτε να παραμένουν ενεργοί διεκδικώντας ακόμη μεγαλύτερη σύνταξη.

Από την άλλη, η θέσπιση πλαφόν συμβάλλει στο να περιοριστεί ο αριθμός των μεγάλων συντάξεων, αλλά από την άλλη εγκλωβίζει τους ασφαλισμένους. Με το πλαφόν, θα υπάρξουν και περιπτώσεις ασφαλισμένων οι οποίοι, αν και θα έχουν συμπληρώσει τα 40 χρόνια ασφάλισης, δεν θα μπορούν να συνταξιοδοτηθούν, καθώς θα τους λείπει το όριο ηλικίας (62 έτη τουλάχιστον). Έτσι, θα πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται χωρίς όμως οι ασφαλιστικές εισφορές που θα πληρώνουν να έχουν αντίκρισμα στη σύνταξή τους. 

Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, επικεντρώνει πάντως το ενδιαφέρον της στους ασφαλισμένους με τα 40 χρόνια απασχόλησης. Θα τους διασφαλίσει συντελεστή άνω του 50%, ο οποίος οδηγεί σε συντάξεις που κυμαίνονται από τα 930 ευρώ για κάποιον που θα συνταξιοδοτηθεί με χαμηλές συντάξιμες αποδοχές της τάξεως των 1.200 ευρώ τον μήνα (σ.σ.: με το ισχύον καθεστώς η σύνταξη θα έβγαινε στα 843,7 ευρώ μετά την αφαίρεση των εισφορών υπέρ υγείας) και φτάνει ακόμη και στα 1.547 ευρώ (από 1.366 ευρώ σήμερα) για κάποιον που συνταξιοδοτείται με 2.500 συντάξιμες αποδοχές ανά μήνα. 

Στο 30% η μείωση της σύνταξης για όσους εργάζονται 

Το υφιστάμενο καθεστώς (περικοπή του 60% της σύνταξης για όσους εργαστούν μετά τη συνταξιοδότηση ή ακόμη και του 100% της σύνταξης εφόσον απασχοληθούν σε φορέα της γενικής κυβέρνησης) κρίνεται ιδιαίτερα περιοριστικό και επίσης ότι συμβάλλει στην αύξηση της μαύρης εργασίας. 

Έτσι στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο αναμένεται να ενσωματωθεί η διάταξη που θα περιορίζει το penalty για όσους συνταξιούχους συνεχίσουν να εργάζονται από το 60% που είναι σήμερα στο 30%. Κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν ότι αν τελικώς προχωρήσει η επιλογή του πλαφόν στους συντελεστές αναπλήρωσης, η μείωση της ποινής για τους συνταξιούχους που θα συνεχίσουν να εργάζονται θα αποτελέσει μια εναλλακτική λύση.

Δηλαδή οι ασφαλισμένοι θα συνταξιοδοτούνται με το που θα πιάνουν το πλαφόν και στη συνέχεια θα εξακολουθούν να εργάζονται λαμβάνοντας από τη μια τον μισθό τους και από την άλλη το 70% της σύνταξής τους. Φυσικά, ως εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές και αυτό θα τους εξασφαλίζει μια μικρή προσαύξηση της σύνταξης για κάθε έτος ασφάλισης. Να σημειωθεί ότι η προσαύξηση αυτή θα είναι μικρότερη συγκριτικά με αυτή που θα εξασφάλιζε κάποιος αν δεν έπαιρνε τη σύνταξή του, με αποτέλεσμα να αυξάνει τον συντελεστή αναπλήρωσης.