Από την έντυπη έκδοση
Των Νίκου Μπέλλου και Θάνου Τσίρου
Όσο πλησιάζει η κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου τόσο πληθαίνουν οι ενδείξεις για διάθεση των δανειστών να μεταθέσουν το θέμα του ελληνικού χρέους μετά τις γερμανικές εκλογές.
Στις θέσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά και στις πληροφορίες που έφερναν τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης να προωθούν μια προσωρινή συμφωνία για κλείσιμο της β’ αξιολόγησης και «χαλαρής» συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς νέα κεφάλαια, ήρθαν να προστεθούν από χθες και οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ.
Η διευθύντρια του ΔΝΤ δήλωσε σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Handelsblatt» ότι «αν οι πιστωτές δεν βρίσκονται ακόμη στο στάδιο αυτό όπου μπορούν να συμφωνήσουν και να σεβαστούν τις υποθέσεις μας, αν τους χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να φτάσουν σε αυτό το σημείο, μπορούμε να το αναγνωρίσουμε αυτό και να τους δώσουμε λίγο παραπάνω χρόνο».
Το ενδεχόμενο να παραπεμφθεί στις καλένδες η συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους αποτελεί αρνητική εξέλιξη για την ελληνική κυβέρνηση καθώς θα χάσει το «καθαρό μονοπάτι» που αναζητούσε και -εκτός συνταρακτικού απροόπτου- τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το μόνο θετικό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον ορίζοντα είναι το ενδεχόμενο εκταμίευσης μιας αυξημένης δόσης -κοντά στα 9-10 δισ. ευρώ-, ώστε εκτός από την κάλυψη των αναγκών για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων, να περισσέψουν και πόροι για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου και την τόνωση της ρευστότητας στην αγορά.
Τι λένε στις Βρυξέλλες
Από σήμερα το ελληνικό ζήτημα μπαίνει στην τελική ευθεία και μέσα στο επόμενο 10ήμερο θα κριθεί κατά πόσο η απόφαση που θα ληφθεί από το Εurogroup της 15ης Ιουνίου θα επιτρέψει ή όχι την υλοποίηση του ελληνικού αφηγήματος: ολοκλήρωση αξιολόγησης, ελάφρυνση χρέους, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έξοδος στις αγορές.
Όπως επισημαίνουν στις Βρυξέλλες, η μη λήψη απόφασης στις 15 Ιουνίου δεν αποτελεί επιλογή, γιατί δεν είναι προς το συμφέρον κανενός, ούτε των Ευρωπαίων, για τους οποίους στη σημερινή συγκυρία είναι αδιανόητη μια νέα ελληνική κρίση, ούτε της κυβέρνησης, που θα χάσει το αφήγημα για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Τις τελευταίες μέρες το γερμανικό ΥΠΟΙΚ και η Αθήνα έχουν επιδοθεί σε ένα παιχνίδι διαρροών, προφανώς για να δοκιμάσει ο ένας τις αντοχές του άλλου.
Η γερμανική πλευρά και διάφοροι ελεγχόμενοι από αυτήν αξιωματούχοι της Ευρωζώνης αφήνουν να βγει προς τα έξω ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε συμφέρον να ολοκληρώσει την αξιολόγηση αποδεχόμενη την προσφορά που της έγινε το βράδυ της 22ας Μαΐου, δηλαδή στο προηγούμενο Εurogroup. Μια προσφορά που στην ουσία οδηγεί σε μια μεσοβέζικη λύση, αφού το ΔΝΤ θα είναι «μέσα και έξω» χωρίς χρήματα, ενώ η Ελλάδα θα πάρει μόνο τη δόση και τίποτα άλλο προς το παρόν, ούτε ελάφρυνση χρέους ούτε ποσοτική χαλάρωση.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της διαρρέει εδώ και μέρες ότι εάν το Εurogroup δεν καταλήξει σε μια συμφωνία τη 15η Ιουνίου, που να δίνει προοπτική στην οικονομία, τότε ο πρωθυπουργός θα φέρει το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μία βδομάδα αργότερα (22-23 Ιουνίου).
Σε ό,τι αφορά τις γερμανικές διαρροές, είναι προφανές ότι η γερμανική κυβέρνηση πολιτικά δεν έχει κανένα απολύτως συμφέρον να φύγει το ΔΝΤ από το πρόγραμμα, κι αυτό για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι χωρίς τον διεθνή οργανισμό η αρμόδια επιτροπή της γερμανικής βουλής δεν θα εγκρίνει την εκταμίευση της δόσης, ενώ ανάλογη απειλή υπάρχει και από το ολλανδικό κοινοβούλιο.
Ο δεύτερος λόγος, στον οποίο έχει αναφερθεί πολλές φορές ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είναι ότι χωρίς το ΔΝΤ θα πρέπει να συμφωνηθεί ένα άλλο πρόγραμμα, δηλαδή να πάνε οι κυβερνήσεις για τέταρτη φορά στα κοινοβούλιά τους και να ζητήσουν μια ακόμη διάσωση της Ελλάδας.
Ομολογία αδιεξόδου
Συνεπώς με βάση τα παραπάνω δεν αποτελεί εναλλακτική επιλογή η έξοδος του ΔΝΤ από το πρόγραμμα είτε τώρα είτε το φθινόπωρο. Εάν παρ’ όλα αυτά συμβεί, θα θεωρηθεί ομολογία αδιεξόδου και θα δρομολογήσει πολιτικές εξελίξεις σε Ελλάδα και Ευρωζώνη.
Από την άλλη, για να πάει το θέμα προς συζήτηση στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να φτάσουμε προηγουμένως σε μεγάλη κρίση. Κανένας, ούτε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τουσκ ούτε οι άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες επιθυμούν να μεταφερθεί στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο ένα θέμα που ο φυσικός του χώρος για επίλυση είναι το Εurogroup.
Τον Ιούλιο του 2015 που έφτασε το ελληνικό ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η χώρα ήταν με το ένα πόδι εκτός Ευρωζώνης, σήμερα δεν μιλάμε για τέτοια σενάρια. Έκτοτε όσες φορές ο πρωθυπουργός επιχείρησε να βολιδοσκοπήσει μια παραπομπή κάποιας φάσης της διαπραγμάτευσης (πρώτη αξιολόγηση) σε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Σύνοδο Κορυφής) προσέκρουσε σε τοίχο.
Η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλά «καυτά» θέματα, όπως η έναρξη των διαπραγματεύσεων για το Βrexit, αλλά και τα νέα δεδομένα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ μετά το επεισοδιακό πέρασμα του Ντόναλντ Τραμπ από την Ευρώπη, και κανένας δεν έχει διάθεση να ασχοληθεί πάλι με την Ελλάδα.
Μέχρι το Εurogroup ο Γερούν Ντέισελμπλουμ θα πρέπει να βρει μια λύση, η οποία δεν θα δημιουργεί πολιτικό πρόβλημα στον κ. Σόιμπλε αλλά δεν θα φρενάρει και την ελληνική οικονομία μέσω της συνέχισης της αβεβαιότητας. Με άλλα λόγια, να βρεθεί κάτι παραπάνω από την τελευταία πρόταση που έκανε ο πρόεδρος του Εurogroup στον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο στις 22 Μαΐου, γιατί το ζητούμενο δεν είναι να βρεθεί τώρα λύση στο χρέος, αλλά να μπορέσει η Ελλάδα να ενταχθεί σχετικά σύντομα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Όπως επισημαίνουν στη βελγική πρωτεύουσα, έχουμε μπροστά μας 10 μέρες, τίποτα δεν έχει εξασφαλιστεί μέχρι στιγμής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ώρα για εξέταση εναλλακτικών σεναρίων, που υποδηλώνουν αδιέξοδο.
Το βέβαιο είναι πως τη λύση δεν μπορούν να τη βρουν οι τεχνοκράτες των δύο πλευρών, αυτοί στο δικό τους επίπεδο το εξάντλησαν το ζήτημα. Τώρα για να προχωρήσει το θέμα θα πρέπει να λάβουν οδηγίες από τους πολιτικούς, γι’ αυτό και η εμπλοκή του κ. Ντέισελμπλουμ ο οποίος βρίσκεται σε ανοικτή γραμμή με μεγάλες πρωτεύουσες και τις Βρυξέλλες. Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ επίσης προσπαθεί να βρει κοινό τόπο, γι’ αυτό άλλωστε συναντήθηκε και την περασμένη βδομάδα στο Βερολίνο με τον κ. Σόιμπλε.