Skip to main content

Κλυδωνισμοί με… ρήτρα ελβετικού φράγκου

Από την έντυπη έκδοση

«Φωτιά» στις αγορές συναλλάγματος έβαλε χθες η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, δίνοντας νέα διάσταση στον παγκόσμιο συναλλαγματικό πόλεμο που σοβεί τελευταία, με την απόφασή της να «ξεπαγώσει» την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ.

Απροσδόκητη στροφή 180 μοιρών έκανε χθες η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, σοκάροντας τις αγορές με την απόφασή της να καταργήσει το πλαφόν που είχε θέσει προ τριετίας στην άνοδο του φράγκου έναντι του ευρώ, σε μια κίνηση που εκτόξευσε στα ύψη το ελβετικό νόμισμα, οδηγώντας παράλληλα σε κατακόρυφη πτώση 12% τις ελβετικές μετοχές.

Ετσι εξανεμίστηκαν πάνω από 100 δισ. δολάρια από την αξία των εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης, στη διάρκεια της χειρότερης συνεδρίασης των τελευταίων 25 ετών στη Ζυρίχη.

Η αιφνίδια κίνηση της ελβετικής κεντρικής τράπεζας προκάλεσε «κλυδωνισμούς» στα διεθνή χρηματιστήρια και αγορές συναλλάγματος, με την απόφαση να επιφέρει ισχυρό πλήγμα στο ευρώ, που υποχώρησε ενδοσυνεδριακά πάνω από 40% έναντι του φράγκου και με την ισοτιμία του να «βουλιάζει» κάτω από το όριο του 1,20, αγγίζοντας ενδοσυνεδριακά το ιστορικό ναδίρ του 0,8500 φράγκου, για να επιστρέψει στη συνέχεια κοντά στα επίπεδα απόλυτης ισοτιμίας.

Οι ευρύτερες ανησυχίες για τις προοπτικές του ενιαίου νομίσματος είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει σημαντικό έδαφος και έναντι του δολαρίου, υποχωρώντας σε ναδίρ έντεκα ετών, κάτω από το 1,16.

Η κίνηση της ελβετικής κεντρικής τράπεζας ανακοινώνεται ακριβώς μία εβδομάδα πριν από την αναμενόμενη απόφαση της ΕΚΤ για ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο θα πυροδοτούσε μαζική ζήτηση για το ελβετικό φράγκο, που θεωρείται ένα από τα ασφαλέστερα επενδυτικά «καταφύγια».

Για την ελβετική κεντρική τράπεζα θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπίσει τις μαζικές εισροές κεφαλαίων και να υπερασπισθεί το πλαφόν. Με την απόφαση να προέρχεται από τις νομισματικές αρχές μιας χώρας που επί δεκαετίες θεωρείται «βράχος» σταθερότητας για τους επενδυτές, τίθεται υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας και οι χειρισμοί του προέδρου Τόμας Τζόρνταν.

Ο κ. Τζόρνταν υπερασπίσθηκε την απόφαση της τράπεζας -που μέχρι προσφάτως επέμενε ότι εμμένει στη δέσμευσή της για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων ώστε να αποτραπεί η ενίσχυση του φράγκου πέραν του 1,20 έναντι του ευρώ-, υπογραμμίζοντας ότι το συγκεκριμένο μέτρο νομισματικής πολιτικής κρίθηκε ότι δεν είναι πλέον βιώσιμο, γι’ αυτό και ήταν σημαντικό να ληφθεί άμεσα δράση. «Η απόφαση ήταν έκπληξη για τις αγορές – δεν μπορούσε όμως να γίνει αλλιώς», παραδέχθηκε ο κ. Τζόρνταν. «Είναι καλύτερα να γίνει τώρα, αντί σε έξι ή δώδεκα μήνες, όπου ο αρνητικός αντίκτυπος θα ήταν μεγαλύτερος», τόνισε ο Ελβετός κεντρικός τραπεζίτης.

«Τους τελευταίους μήνες σημειώνονται έντονες αποκλίσεις στη νομισματική πολιτική μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, οδηγώντας σε υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, εξέλιξη που συνέβαλε και σε αποδυνάμωση του φράγκου. Αυτό σημαίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι για τη διατήρηση του πλαφόν», πρόσθεσε ο κ. Τζόρνταν. Με την ΕΚΤ στο κατώφλι ενός προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων, τα νέα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης αναμένεται να αποσταθεροποιήσουν ακόμη περισσότερο το ευρώ, με τους αναλυτές να προβλέπουν υποχώρησή του ακόμη και σε επίπεδα απόλυτης ισοτιμίας έναντι του δολαρίου.

Η ελβετική κεντρική τράπεζα είχε δαπανήσει αρκετά δισ. σε παρεμβάσεις για την υπεράσπιση του πλαφόν που είχε επιβάλει τον Σεπτέμβριο του 2011. Οι παρεμβάσεις είχαν ως αποτέλεσμα ζημίες 19 δισ. φράγκων για την κεντρική τράπεζα το 2010, αλλά και εκκλήσεις για την παραίτηση του τότε προέδρου Φίλιπ Χίλντερμπραντ. Κυρίως λόγω των παρεμβάσεων, τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος της κεντρικής τράπεζας αυξήθηκαν δραματικά, αγγίζοντας στα τέλη Νοεμβρίου τα 495 δισ. ελβετικά φράγκα -σχεδόν το 80% της οικονομικής παραγωγής της Ελβετίας-, από 257 δισ. φράγκα στα τέλη του 2011.

Πέραν της κατάργησης του πλαφόν, η κεντρική τράπεζα προχώρησε σε μείωση του βασικού της επιτοκίου (που ήταν ήδη σε αρνητικά επίπεδα) κατά πενήντα μονάδες βάσης, στο -0,75% από -0,25%, χωρίς όμως να καταφέρνει με τα αρνητικά επιτόκια να αναχαιτίσει τον «καλπασμό» του φράγκου. Στον απόηχο της κίνησης, το ελβετικό διατραπεζικό επιτόκιο Libor τριμήνου υποχώρησε σε ιστορικό ναδίρ, στο -0,372%.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΤΣΟΒΟΥ – [email protected]

Νέο «χτύπημα» για 60-65 χιλιάδες Ελληνες δανειολήπτες

Κατά 15% περίπου επιβαρύνεται το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων σε ελβετικό φράγκο μετά την απόφαση της εθνικής τράπεζας της Ελβετίας, που αποτελεί ένα νέο «χτύπημα» στους δανειολήπτες, οι οποίοι επέλεξαν το συγκεκριμένο νόμισμα την περίοδο άνθησης των προϊόντων στεγαστικής πίστης.

Από τραπεζικές πηγές υπολογίζονται σε περίπου 60 με 65 χιλιάδες οι δανειολήπτες που πλήττονται, ενώ το σύνολο των δανείων σε ελβετικό φράγκο είναι της τάξης των 6 δισ. ευρώ με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ για τις χορηγήσεις σε ξένο νόμισμα. Η απόφαση της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας να «ξεπαγώσει» την ισοτιμία του νομίσματος αποτέλεσε νέα ψυχρολουσία για τους δανειολήπτες, οι οποίοι πάντως θα πρέπει να αναμείνουν να σταθεροποιηθεί η πορεία του νομίσματος για να αποφασίσουν τι θα πράξουν.

Σε κάθε περίπτωση, από πλευράς τραπεζών σημειώνεται ότι θα στηριχθούν οι πελάτες που αντιμετωπίζουν προβλήματα εξυπηρέτησης με ρυθμίσεις, αλλά και όσοι ζητούν κάποια προσαρμογή των δόσεων επίσης μέσω ρυθμίσεων.

Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο ήταν ένα τραπεζικό προϊόν με ιδιαίτερη επιτυχία μέχρι το 2009, όταν και η ισοτιμία έναντι του ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν ευνοϊκή. Το πρόβλημα προέκυψε από τη σημαντική ενίσχυση που σημείωσε το φράγκο, το οποίο από το υψηλό του 1,66 το 2007 είχε διαμορφωθεί στο 1,21, έπειτα από παρέμβαση μάλιστα της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, η οποία «πάγωσε» την περαιτέρω ανατίμηση του νομίσματός της.

Λόγω της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, είχαν δει τότε το υπόλοιπό τους σε ευρώ να αυξάνεται έως και 20%.

Από το 2006 και κυρίως το 2007 και 2008, ο συνδυασμός χαμηλού libor της περιόδου στο επίπεδο του 2% με 2,5%, έναντι ευρωπαϊκού επιτοκίου μεταξύ 3,6% και 5% και του αδύναμου φράγκου ωφελούσε τους δανειολήπτες, οι οποίοι μετά τη χθεσινή εξέλιξη καλούνται να αναμείνουν τη σταθεροποίηση της ισοτιμίας σε συγκεκριμένο επίπεδο και να μην πανικοβληθούν, καθώς τα 100 χιλ. δανείου σε ελβετικό φράγκο που αντιστοιχούσαν σε 83 χιλ. ευρώ, μετά την κίνηση της εθνικής τράπεζας της Ελβετίας αυξήθηκαν σε 100 χιλ. ευρώ.

Η διαμόρφωση της ισοτιμίας θα καθορίσει την επιβάρυνση ή μη των δανειοληπτών σε βάθος χρόνου και για τον λόγο αυτό δεν έχει νόημα η επιδίωξη της μετατροπής του δανείου σε ευρώ που θα τους οδηγήσει να εγγράψουν την πραγματική ζημία, που είναι σήμερα λογιστική.

ΑΝΝΑ ΔΟΓΑ – [email protected]

Χάος και στο Χρηματιστήριο της Ζυρίχης

Το ελβετικό νόμισμα επιδόθηκε σε «ράλι» και έναντι του δολαρίου, έχοντας ενδοσυνεδριακά κέρδη πάνω από 25%, με το αμερικανικό νόμισμα να υποχωρεί ενδοσυνεδριακά κάτω από το 0,80 φράγκο, στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2011.

Χαοτικές στιγμές επικράτησαν και στο ελβετικό Χρηματιστήριο, με τις μετοχές των εταιρειών του εξαγωγικού κλάδου -όπως η Swatch, η εταιρεία πολυτελών αγαθών Richemont και η τσιμεντοβιομηχανία Holcim- να υφίστανται ενδοσυνεδριακά απώλειες έως και 15% και με ορισμένους traders να χρησιμοποιούν χαρακτηρισμούς όπως «μακελειό». Ισχυρές πιέσεις ασκήθηκαν και στις μετοχές των τραπεζών, με τη μετοχή των UBS και Credit Suisse να κάνουν «βουτιά» 11%.

«Η κίνηση της ελβετικής κεντρικής τράπεζας αποτελεί τσουνάμι. Για την εξαγωγική βιομηχανία και τον τουρισμό, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα», δήλωσε ο Νικ Χάγεκ, διευθύνων σύμβουλος της ελβετικής ωρολογοποιίας Swatch.

Με περισσότερο από το 40% των ελβετικών εξαγωγών να κατευθύνεται προς την Ευρωζώνη, το ισχυρό φράγκο αποτελεί «εφιάλτη» για τις επιχειρήσεις του εξαγωγικού κλάδου, ενώ σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις για την οικονομία, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εξαγωγική δραστηριότητα.

Οπως και οι υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, η Ελβετία απειλείται από τον κίνδυνο ενός φαύλου κύκλου κατρακύλας των τιμών και αναιμικής ανάπτυξης, με το ισχυρό φράγκο να επιδεινώνει την κατάσταση.

Η υπουργός Οικονομικών της Ελβετίας Εβελίν Βίντμερ-Σλουμπφ εξέφρασε την εμπιστοσύνη της στους χειρισμούς της κεντρικής τράπεζας, εκτιμώντας ότι «θα διασφαλίσει νομισματικές συνθήκες που θα αποτρέψουν τόσο τον πληθωρισμό όσο και τον αποπληθωρισμό, εγγυώντας τη σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας».