Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 2% αποτελούν την ελάχιστη απόδοση μετά από σωρευτική απώλεια ΑΕΠ άνω του 25%, είναι εξαιρετικά ευάλωτοι καθώς εξαρτώνται κατά 50% από τον τουρισμό, και απέχουν αισθητά από την κλίμακα του 4% που θα ήταν σε θέση να αλλάξει την εικόνα στην ελληνική οικονομία. Σε αυτήν τη διαπίστωση συγκλίνουν νούμερα και εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων που προβληματίζουν, καταδεικνύοντας συνθήκες στασιμότητας οι οποίες διατηρούν τα σύννεφα στην καθημερινότητα εργαζομένων και επιχειρήσεων. Κρεσέντο προεκλογικών παροχών θέτει σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους, αφού αυτοί επιτεύχθηκαν με επιθετική φορολόγηση και υποεκτέλεση δαπανών. «Καμπανάκι» από τις απογοητευτικές επιδόσεις στον τομέα των επενδύσεων.
Από το 2015 ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα διαψεύδει επί τα χείρω τις αρχικές προβλέψεις τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το 2018, η αύξηση του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,9%, έναντι τελικής πρόβλεψης του κρατικού προϋπολογισμού για 2,1% και της Κομισιόν για 2%.
Η παρατεταμένη απουσία επαρκών ενδείξεων ότι δημιουργούνται συνθήκες ουσιαστικής επιτάχυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα διαμορφώνει μια εικόνα καθηλωτικής στασιμότητας, αρχικά μέσα σε ένα εξαιρετικά ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον -θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, οι οποίοι συνδυάστηκαν με μεγάλη πτώση της τιμής του πετρελαίου- και πλέον σε ένα τοπίο επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το εγχείρημα της δυναμικής ανάκαμψης. Το ερώτημα είναι πού οφείλονται οι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων ετών και γιατί δεν έχει δουλέψει το περίφημο ελατήριο της ελληνικής οικονομίας μετά την πολυετή ύφεση.
Πώς αυξήθηκε το ΑΕΠ το 2018
Το περασμένο έτος η δραστηριότητα των κλάδων ενισχύθηκε κατά μέσο όρο 1,8% έναντι 2% το 2017.
Σύμφωνα με τη μακροοικονομική ανάλυση του ΙΟΒΕ, η άνοδος ήταν μεγαλύτερη στις κατασκευές, όπου η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανήλθε σε 7,1%. Μεσολάβησαν με 5,5% οι επαγγελματικές – επιστημονικές – τεχνικές – διοικητικές δραστηριότητες, για να ακολουθήσει η κατηγορία χονδρικό – λιανικό εμπόριο / μεταφορές – αποθήκευση / ξενοδοχεία – εστιατόρια, με αύξηση 4,2%. Έπονται ο πρωτογενής τομέας με 3,8%, η βιομηχανία με 1,7% και οι τέχνες – διασκέδαση – ψυχαγωγία με 1,9%. Η μικρότερη άνοδος (0,8%) σημειώθηκε στη δημόσια διοίκηση – άμυνα – κοινωνική ασφάλιση. Αμετάβλητη ήταν η δραστηριότητα στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας (0,2%) και την ενημέρωση (0,1%). Σημειωτέον, προσεγγίζοντας το ΑΕΠ από την πλευρά της παραγωγής, η αύξηση της εγχώριας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας επιταχύνθηκε στο τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους σε 1,7% από 1,4%. Η επιτάχυνση, παρά την επιβράδυνση του ΑΕΠ, αποδίδεται στη σαφώς μικρότερη άνοδο των φορών, στο τρίμηνο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου, κατά 2,4% από 5,8%.
Σύμφωνα με την ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος, στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2018 συνέβαλε κυρίως η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα κατά βάση των εξαιρετικά καλών επιδόσεων του τουρισμού, με άνοδο των καθαρών εσόδων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες. «Η καλή τουριστική χρονιά συνέβαλε στην αύξηση της απασχόλησης, στην ενίσχυση των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων, κυρίως στις υπηρεσίες και το εμπόριο, καθώς και στην ενδυνάμωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Ωστόσο, η επενδυτική δαπάνη της οικονομίας παρέμεινε σε επίπεδα χαμηλότερα των αναγκαίων για την επίτευξη διατηρήσιμων και υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, παρά το γεγονός ότι κρίσιμες κατηγορίες επενδύσεων όπως αυτές του μηχανολογικού εξοπλισμού και των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών ενισχύθηκαν με υψηλούς ρυθμούς», υπογραμμίζει η ΤτΕ, η οποία προσθέτει: «Οι εξαγωγές υπηρεσιών διατήρησαν τον δυναμισμό τους (9,3%), κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης ανόδου των τουριστικών εισπράξεων και δευτερευόντως χάρη στην αύξηση των εσόδων από τη ναυτιλία».
Σύμφωνα με τη μονάδα τεκμηρίωσης του ΣΕΒ, το 2018 η ανάκαμψη βασίστηκε κυρίως στις εξαγωγές αγαθών (μεταποίηση) και υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία), οι οποίες παρουσίασαν άνοδο κατά +8,4% και +9% αντίστοιχα, συμβάλλοντας κατά +1,5 π.μ. και +1,3 π.μ. αντίστοιχα στην αύξηση του ΑΕΠ, και στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία ενισχύθηκε κατά +1,1%, συμβάλλοντας κατά +0,8 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ (Δ01 και Δ02), ως αποτέλεσμα κυρίως της ανόδου των αμοιβών ανά μισθωτό κατά +1,3%, την ώρα που η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο αυξήθηκε οριακά (+0,1%).
Ο Διευθυντής Ερευνών στο DIW Βerlin, Αλέξανδρος Κρητικός, υπογραμμίζει στη «Ν» την έλλειψη μεσαίων εξαγωγικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας ως κομβικό στοιχείο για την ελληνική περίπτωση και συγχρόνως αναδεικνύει την υψηλή εξάρτηση της ανάπτυξης των τελευταίων ετών από την ευνοϊκή συγκυρία στον τουριστικό τομέα, μαζί με τους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί ακόμη και για τους υφιστάμενους, μάλλον χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
«Η ελληνική οικονομία ακόμη δεν βρίσκεται σε τροχιά αναπτυξιακής μεγέθυνσης, την οποία η χώρα έχει απελπιστικά ανάγκη, μετά από μια απώλεια ΑΕΠ της τάξης του 30% την περίοδο 2008-2016. Μόλις ένα πενιχρό 2% καταγράφηκε το 2018 και προσωπικά δεν περιμένω υψηλότερη ανάπτυξη το 2019, δεδομένου του δυσμενούς θεσμικού, φορολογικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος για επενδύσεις και ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Υπάρχουν δύο ζητήματα που προβληματίζουν γύρω από αυτήν την ανάπτυξη:
- Τα μερίδια εξαγωγών της ελληνικής οικονομίας δυστυχώς παραμένουν σχετικά χαμηλά. Θα πρέπει να αυξηθούν, εάν η Ελλάδα επιθυμεί να επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Και τα ποσοστά των εξαγωγών θα αρχίσουν να αυξάνονται στην Ελλάδα μόνο εάν η χώρα μπορέσει να αυξήσει τον αριθμό των εξαγωγικών επιχειρήσεων στον μεσαίο και υψηλής τεχνολογίας τομέα. Για την ώρα, η ελληνική κυβέρνηση κάνει ό, τι μπορεί για να εκτρέψει μια θετική εξέλιξη αυτών των επιχειρήσεων.
- Η υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουριστικό τομέα. Το 2018, το 1% από το συνολικό 2% της αύξησης του ΑΕΠ οφειλόταν στην αύξηση του τουρισμού. Αυτό σημαίνει ότι αν η Ελλάδα δεν μπορέσει να διατηρήσει στο σημερινό υψηλό επίπεδο τη ζήτηση στον τουρισμό, τότε ακόμη και ο προβλεπόμενος ρυθμός αύξησης της τάξης του 2% για το 2019 και το 2020 βρίσκεται σε κίνδυνο. Για παράδειγμα, η ασθενής οικονομική ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιταλία ή στην Τουρκία το 2019 θα μπορούσε να αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά τον ελληνικό τουριστικό τομέα. Από την άλλη πλευρά, παλιοί (όπως η Τουρκία) και νέοι (όπως το Μαυροβούνιο) ανταγωνιστές στην περιοχή της Μεσογείου αναπτύσσονται και παρέχουν ισχυρό ανταγωνισμό μέσω χαμηλότερων τιμών. Και οι δύο εξελίξεις ενδέχεται να επιβραδύνουν τη ζήτηση για ελληνικές τουριστικές προσφορές».
Εξαγωγικές επιχειρήσεις: Δεν είναι αρκετές
Παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, οι εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η συμμετοχή της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο παραμένει καθηλωμένη στο 0,184% (0,14% χωρίς τα καύσιμα).
Ενδεικτική είναι η εικόνα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι επιδόσεις τους είναι από τις χαμηλότερες ανάμεσα στα κράτη – μέλη της Ε.Ε. Εξαγωγική δραστηριότητα καταγράφει μετά βίας το 10% του συνόλου. Στην Ελλάδα αναφέρει ως μείζον ζήτημα τη δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση το 23% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 7% στην Ε.Ε.
Ο αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αιτήθηκε τραπεζικό δάνειο έχει μειωθεί στο μισό (την περίοδο 2010-2017). Η περιπλοκότητα των γραφειοκρατικών διαδικασιών, τα υψηλά χρέη και η αδυναμία εξεύρεσης προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης αποτελούν βαρίδια για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, η οποία υπό κανονικές συνθήκες και δεδομένης της επιχειρηματικής δομής της χώρας θα έπρεπε να οδηγεί την κούρσα στην οικονομία.
Ανταγωνιστικότητα: Χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται
Το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει τον 5ο υψηλότερο φορολογικό συντελεστή στην επιχειρηματικότητα και τον 6ο υψηλότερο στην εργασία, ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, σε συνδυασμό με την επιμονή μιας σειράς διαρθρωτικών αδυναμιών, από την αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης έως την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, απαντά στο ερώτημα γιατί τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα χάνει αντί να κερδίζει έδαφος ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της.
Στην κατάταξη που δημοσιεύει το World Economic Forum στο ετήσιο Global Competitiveness Report, η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ σε περίοπτη θέση και έχανε συνεχώς έδαφος από το 2004 ως την κρίση. Ωστόσο, όπως έγραφε πρόσφατα στη «Ν» ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ, Αριστομένης Βαρουδάκης, «είχε κερδίσει περίπου 20 θέσεις με τις μεταρρυθμίσεις των μνημονίων, από το 2012 μέχρι το 2014. Όμως η βελτίωση όχι μόνο δεν συνεχίστηκε, αλλά η κατάταξη πρόσφατα χειροτέρευσε. Το 2018 η Ελλάδα ήταν 57η, από 53η το 2017. Σε αντιδιαστολή, η Κύπρος ήταν 44η, η Πορτογαλία 34η και η Ιρλανδία 23η».
Τομείς που επιβαρύνουν την ελληνική ανταγωνιστικότητα, σύμφωνα με τους δείκτες, είναι οι αδυναμίες στο θεσμικό πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η μακροοικονομική αβεβαιότητα που τροφοδοτείται από το υψηλό χρέος, το αδύναμο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι δυσλειτουργίες που παραμένουν στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, και η αδυναμία αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού που συνεχίζει να μεταναστεύει.
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και η άλλη μεγάλη διεθνής έρευνα, που αφορά την ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την οποία διενεργεί σε ετήσια βάση η Παγκόσμια Τράπεζα (Cost of Doing Business). «Η Ελλάδα ήταν 72η το 2018 στη διεθνή κατάταξη, ενώ η Κύπρος ήταν 57η, η Πορτογαλία 34η και η Ιρλανδία 23η. Το πιο ανησυχητικό σημείο είναι ότι κι εδώ η Ελλάδα έχασε πρόσφατα έδαφος. Ενώ βελτίωσε θεαματικά την κατάταξή της από την 110η θέση το 2010 στην 60ή το 2015, στη συνέχεια υποχώρησε κατά 12 θέσεις. Οι έρευνες που διενεργεί το World Economic Forum δείχνουν ότι ένας σημαντικός παράγοντας της χειροτέρευσης του επιχειρηματικού κλίματος είναι η υψηλή φορολογία». Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα είναι μάλλον ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους «την περίοδο 2014-2018, στην Ελλάδα η ανάπτυξη ήταν κατά μέσο όρο κάτω από 0,5% έναντι πάνω από 2% σε Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο».
Οι πάλαι ποτέ ασθενείς της Ευρωζώνης
Οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης που βίωσαν τη δική τους κρίση και εφάρμοσαν εκτάκτως περιοριστικές πολιτικές δεν είχαν υποστεί απώλεια ΑΕΠ στο μέγεθος της ελληνικής περίπτωσης και ως εκ τούτου δεν είχαν τις ίδιες ανάγκες ως προς την έκταση της μεγέθυνσης που θα έπρεπε να επιτύχουν. Παρ’ όλα αυτά, καταγράφουν σαφώς υψηλότερη ανάπτυξη απ’ ό,τι η Ελλάδα.
Από το 2015 ο ετήσιος ρυθμός αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Κύπρο ήταν κατά μέσο όρο 3,8% και υπολογίζεται να παραμείνει σαφώς άνω του 3% τα επόμενα τρία χρόνια. Την περίοδο που στην Ελλάδα ήταν σε εξέλιξη η περιβόητη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές, η Ιρλανδία κατέγραφε το αστρονομικό 25%, για να προσγειωθεί ξανά σε γήινα πλην αξιοζήλευτα επίπεδα: 4,9% το 2016 – 7,2% το 2017 – 6,8% το 2018 – 3,9% το 2019 – 3,3% το 2020. Η Ισπανία, η οποία δεν αντιμετώπισε τη σφοδρότητα της κρίσης στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση δεν είχε κάποιο… ελατήριο για να εκτοξευθεί, κατέγραψε: 3,6% το 2015 – 3,1% το 2016 – 2,9% το 2017 – 2,5% το 2018. Aντίστοιχα, η Πορτογαλία: 1,8% το 2015 – 1,9% το 2016 – 2,8% το 2017 – 2,1% το 2018.
Αυτόματη διόρθωση το 2%, ζητούμενο το 4%
«Το ελληνικό ΑΕΠ περιορίστηκε στα χρόνια της κρίσης κατά ¼. Συνεπώς, η σημερινή ανάπτυξη της τάξης του 2% είναι εύλογη ως μια αυτόματη εξέλιξη μετά από τέτοια συρρίκνωση», τονίζει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής οικονομολόγος του Bruegel Zolt Darvas, ο οποίος επισκεπτόμενος πρόσφατα την Αθήνα αναφέρθηκε στο τεράστιο κενό επενδύσεων στην Ελλάδα. Ανέρχονται μόλις στο 11% έναντι 20% στην Ευρωζώνη. Το 2018 μάλιστα, αντί για αύξηση, καταγράφηκε μεγάλη μείωση. Ως αποτέλεσμα, «ακόμη κι αν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη της Κομισιόν για αύξηση 10% το 2019, αυτή δεν θα καλύψει τη μείωση του προηγούμενου έτους».
Ακόμη και ο επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα, Ντέκλαν Κοστέλο, ο οποίος θα είχε κάθε λόγο να υπερασπιστεί το ελληνικό «success story», όπως το σηματοδότησε ο τερματισμός των προγραμμάτων της Ευρωζώνης, υπογραμμίζει ότι το μεγάλο ζητούμενο για τη χώρα είναι «να μετακινηθεί από ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2% σε ρυθμούς 4% τουλάχιστον», ένα εγχείρημα το οποίο φαντάζει δύσκολο όσο «η Ελλάδα παραμένει 27η στις 28 χώρες της ΕΕ ως προς την αποτελεσματικότητα του επιχειρηματικού της περιβάλλοντος» και όσο «η υποεκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων κρατά πίσω την ανάπτυξη». Σημειωτέον, σύμφωνα με την PwC, το ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων υποδομών στην Ελλάδα ανέρχεται σε 25 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε έργα υποδομών έχουν οικονομικό πολλαπλασιαστή 1,8. Ειδικότερα, «το τρέχον ανεκτέλεστο υπολείπεται του ιστορικού ρυθμού επενδύσεων κατά περίπου 4,1 δισ. ευρώ μέχρι το 2024, το οποίο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη κατά 0,8 π.μ. ετησίως».
Για την ώρα, εκλογές
Εμπειρογνώμονες υπογραμμίζουν ο ένας μετά τον άλλον το προβληματικό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο λειτουργεί ως αντικίνητρο για επενδύσεις στην Ελλάδα. Έτερη πηγή προβληματισμού είναι το φορολογικό σύστημα, καθώς όπως προκύπτει από τις στατιστικές πολύ λίγοι φορολογούμενοι πληρώνουν πολύ υψηλούς φόρους. «Αγκάθι» παραμένει ασφαλώς η αρνητική πιστωτική επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όσο καθυστερεί η εξυγίανση των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών. Την εικόνα συμπληρώνει η φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου από τη χώρα, όπως και η ελλιπής ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στην ελληνική παραγωγή. Παράγοντες οι οποίοι συνδυάζονται και, κατά γενική ομολογία, εμποδίζουν την ελληνική οικονομία να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες και να εξαντλήσει τα αδιαμφισβήτητα περιθώρια ανάπτυξης.
Όμως στις προϋπάρχουσες προκλήσεις προστίθεται αντιθέτως το αυξημένο ρίσκο υποτροπής της ελληνικής οικονομίας. Πρώτον, μια παρατεταμένη προεκλογική και πολωμένη περίοδος απειλεί να ενισχύσει την αβεβαιότητα «παγώνοντας» περαιτέρω δυνητικές επενδύσεις. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη αποστροφή του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, Τζέφρεϊ Πάιατ: «Ακούω επενδυτές να λένε ότι περιμένουν πρώτα τις εκλογές για να τοποθετήσουν χρήματα σε projects στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι αυτό είναι λάθος. Θα πρέπει να αξιοποιηθεί το θετικό μομέντουμ που συνοδεύει την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα». Δεύτερον, οι προεκλογικού χαρακτήρα παροχές της κυβέρνησης, με όχημα τα υπερπλεονάσματα των προηγούμενων ετών, τα οποία υπερέβησαν ακόμη και τα ήδη επώδυνα πλεονάσματα που είχε συμφωνήσει με τους πιστωτές, φαίνεται να διακυβεύουν τους δημοσιονομικούς στόχους, τουλάχιστον αν λάβει κανείς υπόψη τα διαδοχικά «καμπανάκια» για την ελληνική οικονομία από την ΤτΕ, τον ESM, τον ΟΟΣΑ, τον οίκο Fitch και το ΔΝΤ· «Η ανάκαμψη της Ελλάδας είναι πολύ αδύναμη. Η κυβέρνηση θα πρέπει να επικεντρωθεί στον στόχο της ανάπτυξης, αντί σε βραχυπρόθεσμα δημοφιλή μέτρα».